Πράγματι, οι νόμοι του Σόλωνα παρέμεναν αμετάβλητοι, όμως ανάμεσα στις τρεις πολιτικές μερίδες, τις οποίες είχε προσπαθήσει με το νέο του πολίτευμα να συμφιλιώσει, είχε ξεσπάσει διαμάχη εντονότερη από ποτέ, και μάλιστα η καθεμιά αντιπαρατασσόταν με τον αρχηγό της. Ένας από τους Πεδιείς, ο Λυκούργος του Αριστολαΐδου, ήταν επικεφαλής τους. Αρχηγός των Παράλων ήταν ο γαμπρός του Κλεισθένη από τη Σικυώνα, ο Μεγακλής του Αλκμαίωνα, του στρατηγού των Αθηναίων στον πόλεμο κατά των Κιρραίων, ο οποίος αργότερα υπήρξε διαβόητος φίλος του βασιλιά των Λυδών Κροίσου. Τέλος, επικεφαλής των Διακρίων ήταν ο ευπατρίδης Πεισίστρατος, ο γιος του Ιπποκράτη. Η πιο επικίνδυνη από αυτές τις πολιτικές μερίδες ήταν ομολογουμένως η τελευταία. Την αποτελούσαν οι πιο φτωχοί γεωργοί, με τους οποίους συμπαρατάσσονταν οι πιο φτωχοί κάτοικοι της πόλης.
Οι άνθρωποι αυτοί, που ήταν οι πιο πολλοί, οι πιο αμαθείς και επιπλέον, λόγω της φτώχειας, οι πιο επιρρεπείς σε καινοτομίες και ανατροπές καθεστώτων, μπορούσαν εύκολα να παρασυρθούν από ένα φίλαρχο και επιτήδειο αρχηγό. Τέτοιος ήταν ο Πεισίστρατος.
Ο άνθρωπος αυτός ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του όπως και ο Σόλωνας, διακρινόμενος στον πόλεμο κατά των Μεγαρέων. Φαινομενικά διέθετε κάποιες πολιτικές αρετές, ήταν λαοφιλής χάρη στο λόγο και τους τρόπους του, καθώς και γενναιόδωρος με τους φτωχούς. Επίσης, έδειχνε επιδεικτικά ότι ήταν ένας απλός και μετρημένος άνθρωπος. Γιατί η πονηριά, κυρίως στην πολιτική, καταφέρνει να συνδυάζει αυτές τις κανονικά ασυμβίβαστες ιδιότητες, την επιδεικτικότητα και τη μετριοφροσύνη. Όμως, η όποια ομοιότητα με τον Σάλωνα περιοριζόταν σε αυτά τα επιφανειακά γνωρίσματα. Ο Σόλωνας αγωνίστηκε να κάνει τους συμπολίτες του άξιους να κυβερνούν την πόλη τους οι ίδιοι, ενώ ο Πεισίστρατος ήθελε να εξουσιάζει ο ίδιος χρησιμοποιώντας τους συμπολίτες του. Χειραγωγώντας τους πολλούς επιδέξια και εκμεταλλευόμενος έξυπνα τις αντιπάθειες ανάμεσα στις δύο άλλες παρατάξεις, πέτυχε λίγο αργότερα το σκοπό του. Ο Σόλωνας αντιλήφθηκε πολύ καλά προς τα πού οδηγούνταν η κατάσταση και προσπάθησε, αν και τα γηρατειά τον είχαν καταβάλει, να προλάβει τη συμφορά που ερχόταν και πάνω από όλα να εναντιωθεί στη φιλαρχία του Πεισίστρατου. Δεν τα κατάφερε όμως, γιατί, όπως συμβαίνει πολλές φορές, τα εξημμένα πάθη και τα τυφλά συμφέροντα δεν άκουσαν τη φωνή της σύνεσης και της μετριοπάθειας. Ο Πεισίστρατος λεγόταν και ήταν αρχηγός κυρίως των Διακρίων, οι οποίοι πλειοψηφούσαν στην Εκκλησία του Δήμου, είχε όμως και οπαδούς από τις άλλες πολιτικές μερίδες. Το 560 π.Χ., όταν επιβλήθηκε στους αντιπάλους του και σφετερίστηκε την εξουσία, η Βουλή αποτελούνταν από δικούς του ανθρώπους. Άλλωστε, στη Βουλή δεν μπορούσαν να εκλεγούν τα μέλη των φτωχότερων τάξεων.
Ο Πεισίστρατος, λοιπόν, επωφελήθηκε από όλες αυτές τις περιστάσεις και μία μέρα του 560 π.Χ. αυτοτραυματίστηκε και εμφανίστηκε ανήμπορος πάνω σε όχημα στην Αγορά. Εκεί ξεγέλασε το πλήθος λέγοντας ότι τάχα κινδύνευε να τον δολοφονήσουν οι αντίπαλοί του και έπεισε τη Βουλή και την Εκκλησία του Δήμου να του παραχωρήσουν 50 ροπαλοφόρους σωματοφύλακες. Με αυτούς κυρίεψε αμέσως την Ακρόπολη και απέκτησε τον έλεγχο των πραγμάτων.
Η Πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς (Παζαρόπορτα) στη δυτική πλευρά της Ρωμαϊκής Αγοράς της Αθήνας. Χαλκογραφία του Ιταλού σχεδιαστή και ζωγράφου Andrea Gasparini, [Ρώμη, 1843].
Η Πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς (Παζαρόπορτα) στη δυτική πλευρά της Ρωμαϊκής Αγοράς της Αθήνας. Χαλκογραφία του Ιταλού σχεδιαστή και ζωγράφου Andrea Gasparini, [Ρώμη, 1843].
Τον πρώτο χρόνο της τυραννίδας του Πεισίστρατου πέθανε στην Αθήνα ο Σόλωνας. Ο γενναίος γέροντας πάσχισε με όλες του τις δυνάμεις να αντιταχθεί στο ψήφισμα για την παραχώρηση των ροπαλοφόρων λέγοντας στους Αθηναίους ότι έτσι θα έχαναν την ελευθερία τους. Όταν πια διαπίστωσε ότι όσα είχε προβλέψει έγιναν πραγματικότητα, πήγε στην Αγορά και προσπάθησε να ανατρέψει με τη βία τον καταπατητή των νόμων, αλλά και πάλι, από φόβο, κανείς δεν πήρε το μέρος του. Απελπισμένος τότε, γύρισε στο σπίτι του, κρέμασε τα όπλα του έξω από την πόρτα και έχοντας ήσυχη τη συνείδησή του αναφώνησε: «Εγώ βοήθησα την πατρίδα και τους νόμους όσο μπόρεσα». Έπειτα αποσύρθηκε στη γαλήνη του ιδιωτικού βίου και αναζήτησε και βρήκε παρηγοριά στο στοχασμό, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους που έχουν ατυχίες, και μάλιστα στην πολιτική. Τα γηρατειά δεν είχαν καταβάλει τη φαντασία του, γιατί σε αυτή την ηλικία έδωσε μια λαμπρή εικόνα του πολιτεύματος της τυραννίας, που μοιάζει πάρα πολύ να έχει προέλθει από τη γραφίδα ενός μεγάλου ποιητή παρά ενός εξαιρετικά πραγματιστή πολιτικού. «Από το σύννεφο γίνεται το σφοδρό χιόνι και το χαλάζι και από τη λαμπρή αστραπή γεννιέται η βροντή. Από τους ισχυρούς άνδρες καταστρέφεται η πόλη, και ο λαός από την απειρία του συνήθως πέφτει στη δουλεία ενός τυράννου».
Ακούγοντας τους Αθηναίους να παραπονιούνται για τα δεινά που τους βρήκαν, τους έλεγε με πικρία: «Αν πάθατε συμφορές λόγω της ανανδρίας σας, μην αποδίδετε μέρος αυτών στους θεούς γιατί εσείς οι ίδιοι καταστήσατε αυτούς (τους τυράννους) ισχυρούς, μια και τους δώσατε στηρίγματα, και λόγω αυτού έχετε περιπέσει σε ταπεινωτική δουλεία».
Όταν πάλι πολλοί τον προέτρεπαν να φύγει, όπως και τόσοι άλλοι, για να γλιτώσει από πιθανή εκδίκηση του τυράννου, και τον ρωτούσαν τι ήταν αυτό που τον έκανε να παραμένει, εκείνος απαντούσε: «Τα γηρατειά». Η αλήθεια είναι ότι ο Πεισίστρατος, που γενικά αποδείχθηκε επιεικής, δεν ενόχλησε στις τελευταίες του στιγμές το φοβερό του αντίπαλο. Έτσι, ο μεγάλος άνδρας πέθανε ειρηνικά, λυπημένος γιατί είδε τους αγώνες του να ματαιώνονται, με την παρηγοριά όμως ότι σίγουρα το μέλλον θα ήταν καλύτερο μια παρηγοριά που είναι αδύνατον να μη δίνει ο Θεός σε τέτοιους ευεργέτες της ανθρωπότητας όσες φορές βλέπουν τα έργα τους να ανατρέπονται προσωρινά την παρηγοριά ότι θα ερχόταν κάποτε η μέρα που οι Αθηναίοι θα σκέφτονταν με σύνεση και θα έδιναν νέα ζωή στο θαυμάσιο εκείνο πολίτευμα και πάνω σε αυτό, σαν σε θεμέλιο, θα οικοδομούσαν το μελλοντικό μεγαλείο της πατρίδας.
Τυραννίδα του Πεισίστρατου
Αρχικά ο Πεισίστρατος δεν διατήρησε για πολύ καιρό την εξουσία που σφετερίστηκε. Οι δύο άλλες παρατάξεις ενώθηκαν και κατάφεραν να τον διώξουν το 559 π.Χ. Πάλι όμως, πέντε περίπου χρόνια αργότερα, κατάφερε να συμμαχήσει με τον Μεγακλή, τον ισχυρό αρχηγό των Παράλων, και μάλιστα έγινε και γαμπρός του από το γάμο του με την κόρη του. Με τη συνεργασία του Μεγακλή, ο Πεισίστρατος επέστρεψε στην Αθήνα και κατέλαβε ξανά την Ακρόπολη και την εξουσία. Ούτε αυτή τη φορά όμως δεν τη διατήρησε για πολύ, γιατί ο Μεγακλής δυσαρεστήθηκε και συντάχθηκε πάλι με τον επικεφαλής των Πεδιέων, τον Λυκούργο. Ο Πεισίστρατος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει για δεύτερη φορά την Αθήνα, παίρνοντας την απόφαση να αφήσει κατά μέρος τις συμμαχίες με τις άλλες παρατάξεις και να αρπάξει εντελώς απροκάλυπτα την εξουσία. Εγκαταστάθηκε, λοιπόν, στην Ερέτρια της Εύβοιας, όπου είχε, όπως φαίνεται, πολλούς φίλους και βρισκόταν κοντά στη Διακρία, και επί 11 περίπου χρόνια δεν έπαψε να προετοιμάζεται. Η περιουσία του στην Αττική είχε δημευτεί, αλλά δεν στερήθηκε τους πόρους, γιατί στη Θράκη, κοντά στον Στρυμόνα, είχε μεγάλα κτήματα. Επιπλέον, άλλες πόλεις, κυρίως η Θήβα, το Άργος και ο τύραννος των Ναξίων Λύγδαμις τον ενίσχυσαν στέλνοντάς του αρκετή βοήθεια.
Έτσι, το 541 π.Χ. αναχώρησε από την Ερέτρια με αρκετή δύναμη, έφτασε στο λιμάνι της Διακρίας, το Μαραθώνα, και συγκέντρωσε εκεί με άνεση όλους τους οπαδούς του. Κατόπιν όρμησε εναντίον της πόλης από την ξηρά και κατατρόπωσε τους αντιπάλους του, που από την πόλη είχαν φτάσει στο ιερό της Αθηνάς Παλληνίδος, στην κοιλάδα μεταξύ Πεντελικού και Υμηττού, μπαίνοντας θριαμβευτής στην πόλη. Για να διασφαλίσει την εξουσία του, που την είχε ξανακερδίσει με τόσους κόπους, προσέλαβε ξένους στη θέση των ντόπιων μισθοφόρων. Φρόντισε επίσης να συλλάβει τα παιδιά των Αλκμαιωνιδών και των άλλων ευπατρίδων, όσων δεν είχαν προφτάσει να φύγουν, και τα έστειλε ομήρους στον τύραννο της Νάξου, το φίλο του Λύγδαμι.
Όμως οι θεσμοί του Σόλωνα διατηρήθηκαν, όπως και στις δύο προηγούμενες τυραννίδες, με τη διαφορά ότι όλα τα δημόσια αξιώματα, καθώς και η πραγματική εξουσία, πέρασαν στα χέρια των οπαδών του Πεισίστρατου. Οι φτωχοί, των οποίων λεγόταν αρχηγός, δεν έλαβαν κανένα νέο πολιτικό δικαίωμα παρά μόνο υλικά ευεργετήματα. Προμήθευσε πολλούς με σπόρους και ζώα, για να ασχοληθούν με τη γεωργία, ενώ για άλλους δημιούργησε δουλειές χρησιμοποιώντας τους στην ανέγερση των πολυτελών και ταυτόχρονα χρήσιμων οικοδομημάτων με τα οποία ομόρφυνε την πόλη της Αθήνας.
Τότε άρχισε να κατασκευάζεται ο μεγάλος ναός του Ολυμπίου Διός, του οποίου τα ερείπια θαυμάζουμε ακόμη και σήμερα στα νότια των ανακτόρων. Ο ναός αυτός, πολύ μεγαλύτερος από τον Παρθενώνα, ήταν μοιραίο να μην ολοκληρωθεί στα χρόνια της ακμής της αρχαίας Ελλάδας. Την ανέγερσή του τελείωσε επί ρωμαϊκής κυριαρχίας, 650 χρόνια μετά τον Πεισίστρατο, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός. Την εποχή του Πεισίστρατου χτίστηκαν επίσης η δημόσια κρήνη Καλλιρρόη και άλλα παρόμοια έργα. Για να εξοικονομηθούν οι απαραίτητοι πόροι για τις οικοδομές αυτές, επιβλήθηκε τακτικός γεωργικός φόρος, με την είσπραξη του ενός δεκάτου από τη σοδειά των αγροτών. Επιπλέον, ο Πεισίστρατος καθιέρωσε και την περίφημη αθηναϊκή γιορτή που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια, κάθε τρίτο ολυμπιακό έτος, τα Μεγάλα Παναθήναια, σε αντιδιαστολή με τα Μικρά, τα ετήσια, Παναθήναια, που υπήρχαν από παλιά και συνέχισαν να γιορτάζονται με το ίδιο ενδιαφέρον.
Πέρα από όλα αυτά, ο Πεισίστρατος αναδείχθηκε σπουδαίος φίλος και υποστηρικτής των γραμμάτων. Πρέπει να θεωρήσουμε υπερβολή αυτό που λέγεται, ότι πρώτος αυτός συγκρότησε σε σύνολο τις διασπαρμένες και μεμονωμένες ραψωδίες της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Το πιθανότερο είναι ότι φρόντισε να συγκεντρωθούν τα ομηρικά έπη με τρόπο πληρέστερο και ακριβέστερο. Επίσης, ήταν ο πρώτος που δημιούργησε βιβλιοθήκη στην Ελλάδα, η οποία ήταν ανοιχτή για το κοινό. Την εποχή του Πεισίστρατου η Αθήνα απέκτησε μεγάλη δύναμη και στο εξωτερικό. Στη διάρκεια της πρώτης ή της δεύτερης τυραννίδας του, ο Μιλτιάδης του Κυψέλου, θείος του Μιλτιάδη που νίκησε αργότερα τους Πέρσες στο Μαραθώνα, κατέλαβε τη Θρακική χερσόνησο, η οποία σχηματίζει την ευρωπαϊκή πλευρά του Ελλησπόντου. Κατά την τρίτη τυραννίδα του πάλι οι Αθηναίοι κατέκτησαν το Σίγειο, που ανήκε πρωτύτερα στους Μυτιληναίους. Η πόλη αυτή βρισκόταν στην ασιατική πλευρά του Ελλησπόντου, στην περιοχή της Τρωάδας, και ο Πεισίστρατος την παραχώρησε στο νόθο γιο του Ηγησίστρατο. Τέλος, ο τύραννος έκανε κάθαρση στη Δήλο, όπου τελούνταν η γιορτή των Ιώνων, για την οποία θα μας δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουμε σε λίγο. Κατά πάσα πιθανότητα από αυτόν άρχισε και σε αυτόν οφειλόταν η προσέγγιση Αθήνας και Ιώνων.
Το πόσο είχε εδραιώσει την εξουσία του στο αθηναϊκό κράτος φαίνεται και από το γεγονός ότι μετά το θάνατό του, το 527 π.Χ., οι τρεις νόμιμοι γιοι του, ο Ιππίας, ο Ίππαρχος και ο Θεσσαλός, κληρονόμησαν ανεμπόδιστα την ανώτατη αρχή της Αθήνας. Από αυτούς ο Ιππίας είχε μεγαλύτερη κλίση στην πολιτική, ο Ίππαρχος αγαπούσε τις τέχνες και τη μουσική και ήταν επιρρεπής στις απολαύσεις και στις άλλες συνήθειες της νεότητας, ενώ ο Θεσσαλός ξεχώριζε για την πολεμική του ανδρεία. Αρχικά μιμήθηκαν μέχρι ενός σημείου τον πατέρα τους. Γιατί, αν και ήταν πάντα περιτοιχισμένοι από ξένους μισθοφόρους, που λέγονταν «Λυκόποδες», τηρούσαν τους τύπους του σολώνειου πολιτεύματος «φροντίζοντας να παίρνουν πάντα τα αξιώματα οι ίδιοι ή οι δικοί τους». Υπήρξαν προστάτες των γραμμάτων και των τεχνών συγκεντρώνοντας γύρω τους τους πιο περίφημους ποιητές της εποχής: τον πιο πνευματώδη λυρικό ποιητή της Ελλάδας, τον Ανακρέοντα τον Τήιο, τον εύστροφο ερμηνευτή των χρησμών Ονομάκριτο, τον Λάσο τον Ερμιονέα που έγραφε διθυράμβους, τον Σιμωνίδη τον Κείο, που τον γνωρίζουμε ήδη από τις φιλικές του σχέσεις με τους Σκοπάδες της Θεσσαλίας. Επιπλέον, οι Πεισιστρατίδες ελάττωσαν στο μισό το γεωργικό φόρο. Δεν άργησαν όμως να παρεκτραπούν σε βίαιες και ανάρμοστες πράξεις. Θανάτωσαν τον Κίμωνα, αδελφό του Μιλτιάδη που κατέκτησε τη Θρακική χερσόνησο και πατέρα του Μιλτιάδη του μαραθωνομάχου, και προσπάθησαν, όπως λέγεται, να αναπληρώσουν τη μείωση των κρατικών εσόδων που προκάλεσε η ελάττωση του γεωργικού φόρου νοθεύοντας το αργυρό νόμισμα και επιτρέποντας να εξαγοράζονται οι λειτουργίες με μετρητά. Ήταν φυσικό, λοιπόν, να προκόψει μεγάλη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης, η οποία κορυφώθηκε με τη φοβερή προσβολή, το 514 π.Χ., του Ιππάρχου κατά της αδελφής του Αθηναίου πολίτη Αρμόδιου, ο οποίος αποφάσισε με το φίλο του Αριστογείτονα να δολοφονήσει τους τυράννους. Το εγχείρημα δεν είχε ολοκληρωτική επιτυχία, γιατί κατάφεραν να σκοτώσουν μόνο τον Ίππαρχο. Ο Ιππίας δεν αρκέστηκε να εκτελέσει τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα, αλλά άρχισε να πολιτεύεται με πολύ μεγάλη σκληρότητα και προσπάθησε πολύ βίαια να διασφαλίσει την εξουσία του και να προφυλάξει τη ζωή του. Την ίδια στιγμή προέβλεπε την πτώση του καθεστώτος του και θησαύριζε χρησιμοποιώντας κάθε καταπίεση, ενώ προετοίμαζε το άσυλο όπου θα μπορούσε να καταφύγει σε περίπτωση αποτυχίας. Πάντρεψε, λοιπόν, την κόρη του, Αρχεδίκη, με το γιο του τυράννου της Λαμψάκου Ίπποκλο, του γένους των Αιαντιδών, ο οποίος ήταν φίλος του Πέρση βασιλιά Δαρείου.
Δολοφονία Ίππαρχου – Έξωση Πεισιστρατίδων – Συνδρομή Σπάρτης
Ήταν πράγματι φυσικότατο να επωφεληθούν από την κατάσταση αυτή οι εξόριστοι με επικεφαλής τους Αλκμαιωνίδες. Αρχικά πίστευαν ότι μπορούσαν να πετύχουν με τις δικές τους δυνάμεις την έξωση των τυράννων και για το σκοπό αυτό κατέλαβαν το Λειψύδριο στην Πάρνηθα. Ο Ιππίας όμως τους απέκρουσε και τότε αναζήτησαν συμμάχους από αλλού. Φυσικοί τους σύμμαχοι ήταν οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι, όπως είδαμε, πολεμούσαν παντού τα τυραννικά καθεστώτα. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση, άγνωστο γιατί, φάνηκαν νωθροί και απρόθυμοι να δραστηριοποιηθούν. Ωστόσο οι Αλκμαιωνίδες, με αρχηγό τον Κλεισθένη, το γιο του Μεγακλή και εγγονό του περίφημου Κλεισθένη από τη Σικυώνα, ήταν άνθρωποι πολυμήχανοι και, το πιο περίεργο από όλα, εξακολουθούσαν να είναι πλούσιοι, αν και εξόριστοι, όπως άλλοτε και ο Πεισίστρατος. Πιθανότατα ο πλούτος τους προερχόταν από τη μεγάλη προίκα που είχε πάρει η Αγαρίστη. Όταν, λοιπόν, το 548 π.Χ. πυρπολήθηκε ο ναός του ιερού των Δελφών, ανέλαβαν τη δαπάνη της ανοικοδόμησης και το έργο που δημιούργησαν ήταν πολύ πιο μεγαλοπρεπές από αυτό που, κατά τη συμφωνία, ήταν υποχρεωμένοι να παραδώσουν. Επομένως, απολάμβαναν την εύνοια της Πυθίας, η οποία, στέλνοντας επανειλημμένα μηνύματα στους Σπαρτιάτες, κατάφερε τελικά να τους πείσει να συμμετάσχουν στην έξωση των Πεισιστρατίδων. Το πρώτο εκστρατευτικό σώμα της Σπάρτης αποβιβάστηκε στο Φάληρο. Ήταν ολιγάριθμο και αποκρούστηκε εύκολα από τους 1.000 Θεσσαλούς ιππείς που είχαν πάει να συνδράμουν τους Πεισιστρατίδες, υπό την ηγεσία του βασιλιά ή ταγού Κινέα. Τότε όμως ανέλαβε το εγχείρημα ο ίδιος ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης, ο νικητής των Αργείων. Επιτέθηκε από την ξηρά, κατατρόπωσε τους Θεσσαλούς και ανάγκασε τον Ιππία και τους δικούς του να φύγουν για το Σίγειο το 510 π.Χ. Με αυτό τον τρόπο ο Κλεομένης κατέλυσε την περιβόητη εκείνη τυραννίδα που είχε διαρκέσει 30 συναπτά χρόνια και 50 από την πρώτη προσπάθεια του Πεισίστρατου να καταλάβει την εξουσία.
ΠΗΓΗ