Οι παγκόσμιοι ηγέτες είχαν κάποιες δύσκολες συνομιλίες στην πρόσφατη σύνοδο της G20 στο Μπουένος Άιρες.
Αλλά υπήρχε ξεκάθαρη συναίνεση σε ένα τουλάχιστον σημείο: την ανάγκη προετοιμασίας για τα ρίσκα στην οικονομική ανάπτυξη, από τη σύσφιξη των χρηματοπιστωτικών συνθηκών και το εμπόριο ως τις πολιτικές εντάσεις, που είναι ολοφάνερο ότι συσσωρεύονται.
Πριν από δέκα χρόνια, οι κεντρικές τράπεζες είχαν κομβικό ρόλο στην αποτροπή μιας ύφεσης εξίσου ισχυρής με αυτήν της δεκαετίας του 1930. Παράλληλα, ενορχηστρώθηκε μια συντονισμένη δημοσιονομική τόνωση και εφαρμόστηκε για μια διετία, αλλά στη συνέχεια διακόπηκε σε κάποιες χώρες και ιδίως στην Ευρώπη, όπου η παγκόσμια κρίση κρατικού χρέους έπληξε την ευρωζώνη λίγα χρόνια μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση.
Σήμερα, το ΑΕΠ έχει ανακάμψει αλλά όχι στα προ κρίσης επίπεδα, η παραγωγικότητα έχει εξασθενήσει και πολλοί φορείς άσκησης πολιτικής φοβούνται ότι δεν έχουν πλέον τα «πυρομαχικά» για να βοηθήσουν σε περίπτωση οικονομικής επιβράδυνσης. Τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, μερικές φορές στο μηδέν. Σε αρκετές χώρες, η άνοδος του δημόσιου χρέους αφήνει λίγο περιθώριο στις κυβερνήσεις να αυξήσουν τις δαπάνες σε περίπτωση σημαντικής επιβράδυνσης.
Δεν υπάρχει, ωστόσο, λόγος ανησυχίας: η συνεργασία παραμένει εφικτή. Μια συντονισμένη, έγκαιρη και περιορισμένη δημοσιονομική τόνωση μπορεί να είναι ισχυρή και αποτελεσματική, σε περίπτωση που προκύψει κάποια βαθιά οικονομική κάμψη. Η συντονισμένη δράση θα ασκούσε λιγότερη πίεση στα κρατικά ταμεία, επιτρέποντας στις κυβερνήσεις να αυξήσουν τις δαπάνες λιγότερο από ό,τι θα έπρεπε να κάνουν σε διαφορετική περίπτωση για να επιτύχουν αντίστοιχο αποτέλεσμα, ενώ θα επωφελούνταν από την υψηλότερη ζήτηση από τους εμπορικούς τους εταίρους.
Η κοινή δράση θα έστελνε ένα ισχυρό σήμα στους πολίτες και στις αγορές ότι ο παγκόσμιος συντονισμός μπορεί να προσφέρει λύσεις. Εφόσον είναι στοχευμένη και παρουσιαστεί ως προσωρινή, οι κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν να κρατήσουν τη νομισματική πολιτική ουδέτερη ή επεκτατική.
Πρώτον, η δημοσιονομική πολιτική είναι πιο αποτελεσματική όταν ασκείται με συντονισμένο τρόπο σε παγκόσμιο επίπεδο από ό,τι όταν εφαρμόζεται από μια μεμονωμένη κυβέρνηση. Η μείωση των φόρων και η αύξηση των δαπανών από μια χώρα δημιουργεί διαρροές. Τούτες τονώνουν τη ζήτηση και άρα τις εισαγωγές, οπότε μειώνουν τα οφέλη για τη χώρα αυτή. Η κοινή τόνωση, από την άλλη πλευρά, σημαίνει ότι όλες οι εμπλεκόμενες χώρες βλέπουν αυξημένη ξένη ζήτηση για τα προϊόντα τους.
Μια χώρα μπορεί λοιπόν να επιτύχει ανάλογο όφελος με μια πιο ήπια αύξηση των δαπανών, ένα επιχείρημα που είναι πολύ ισχυρό, όταν είναι υψηλό το δημόσιο χρέος.
Δεύτερον, ο αντίκτυπος της δημοσιονομικής τόνωσης στην οικονομική δραστηριότητα είναι άμεσος, σε αντίθεση με τη νομισματική πολιτική, η οποία συνήθως χρειάζεται ένα με δύο χρόνια για να δράσει πλήρως.
Με έναν έγκαιρο σχεδιασμό που θα είναι προσανατολισμένος σε παραγωγικές επενδύσεις, ο αντίκτυπος θα εκδηλωθεί τη στιγμή που θα γίνονται οι δαπάνες, δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη και στις θέσεις εργασίας.
Τρίτον, τα επιτόκια είναι ακόμα χαμηλά και δύσκολα θα αντιδράσουν σε μια δημοσιονομική χαλάρωση σε ένα περιβάλλον οικονομικής επιβράδυνσης. Η δημοσιονομική τόνωση μπορεί να είναι πληθωριστική όταν η ανάπτυξη είναι πάνω από το δυνητικό επίπεδο και υπάρχουν περιορισμοί στην παραγωγική ικανότητα, αλλά όχι όταν λαμβάνει χώρα σε μια οικονομική κάμψη, όπου οι πιέσεις στις τιμές είναι αδύναμες. Ο πληθωρισμός ίσα που έχει αγγίξει τον στόχο του τα τελευταία χρόνια, οπότε δύσκολα μια περιορισμένη και συντονισμένη δημοσιονομική τόνωση θα πυροδοτήσει πληθωριστικές πιέσεις.
Για τον λόγο αυτό, για να διασφαλιστεί ότι η νομισματική πολιτική δεν αντισταθμίζει τη δημοσιονομική τόνωση, είναι κρίσιμο η δημοσιονομική τόνωση ή οι φόροι να παρουσιαστούν ξεκάθαρα ως προσωρινά και στοχευμένα μέτρα, ιδίως στις επενδύσεις και στη στήριξη των χαμηλόμισθων. Θα έπρεπε να έχει ξεκάθαρο χρονοδιάγραμμα, ενδεχόμενως θα μπορούσε να βασίζεται και στον τρόπο που οι κεντρικές τράπεζες προσφέρουν μελλοντική καθοδήγηση στις αγορές.
Επιπρόσθετα, ένα ξεκάθαρο χρονοδιάγραμμα της συντονισμένης δημοσιονομικής τόνωσης θα βοηθούσε να ξεπεραστούν οι λεγόμενες ρικαρντιανές επενέργειες της επεκτατικής πολιτικής, όπου οι άνθρωποι υπό τον φόβο μιας αύξησης του χρέους, αρχίζουν να αποταμιεύουν περισσότερο, μειώνοντας με τον τρόπο αυτό τον αντίκτυπο της τόνωσης.
Τέταρτον, ο κόσμος έχει απεγνωσμένα ανάγκη από ένα σημάδι παγκόσμιας συνεργασίας. Εν μέσω κλιμακούμενων εμπορικών εντάσεων, η ανακοίνωση και στη συνέχεια ο συντονισμός μιας αντίδρασης σε περίπτωση ενδεχόμενης κάμψης θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη και θα ανέκοπτε τη βουτιά στην οικονομική δραστηριότητα.
Σε αντίθεση με το ανοιχτό εμπόριο, το οποίο αν και είναι εξαιρετικά ωφέλιμο μεσοπρόθεσμα, δημιουργεί διαταραχές βραχυπρόθεσμα, μια συντονισμένη δημοσιονομική τόνωση για την αντιμετώπιση μιας οικονομικής κάμψης θα είχε θετικές συνέπειες σε παγκόσμιο επίπεδο.
Με τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα και το χρέος σχετικά υψηλά, δεν είμαστε σε καλή θέση να αντιμετωπίσουμε μια επιβράδυνση. Αν η οικονομική δραστηριότητα επιβραδυνθεί περισσότερο από ό,τι αναμένουμε σήμερα, θα χρειαστεί μια γρήγορη και αποτελεσματική απάντηση για να αποφευχθεί περαιτέρω αποδυνάμωση και να διασφαλιστεί μια ήπια μετάβαση προς τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Οι φορείς άσκησης πολιτικής μπορούν και πρέπει να αρχίσουν να προετοιμάζονται τώρα.
Της Laurence Boone, επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ.
ΠΗΓΗ