Στα τέλη του 19ου αιώνα οι Αρμένιοι, όπως και όλοι οι υπόδουλοι των Οθωμανών λαοί, υπέφεραν τα πάνδεινα. Οι Τούρκοι απαιτούσαν συνεχώς φόρους και δοσίματα ενώ οι άτακτοι Κούρδοι ιππείς τους σκόρπιζαν τον τρόμο.
Χιλιάδες Αρμένιοι αγρότες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη γη τους. Μετά την σφαγή στο Σασούν, το 1894, αλλά και αυτές του 1895 και 1896, που στοίχισαν τη ζωή σε τουλάχιστον 80.000 Αρμένιους (άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των θυμάτων έως και στις 300.00), οι Αρμένιοι οργάνωσαν ένα είδος πολιτοφυλακής τη Φενταγί.
Οι ομάδες αυτές ανέβηκαν στο βουνό και ξεκίνησαν αντάρτικο κατά των Τούρκων. Οι τελευταίοι αντέδρασαν δυναμικά καταδιώκοντας φανατικά τους Αρμένιους. Σε αυτή τη δύσκολη περίοδο ηγέτης των Αρμενίων ανταρτών αναδείχθηκε ο Ανδρανίκ Οζανιάν.
Η σύγκρουση στο μοναστήρι
Τον Νοέμβριο του 1901 ο Οζανιάν με 30 άνδρες του και περίπου 8 – 10 αγρότες κατέβηκε από το βουνό και μετέβη στο χωριό Τσρονκ για τροφοδοσία. Οι Τούρκοι όμως τον καταδίωξαν. Καταδιωκόμενοι οι αντάρτες έφτασαν, στις 20 Νοεμβρίου, στην μονή των Αγίων Αποστόλων, στο Μους, στην ομώνυμη περιοχή της Τουρκίας κοντά στο διαβόητο Μαντζικέρτ.
Οι λιγοστοί Αρμένιοι οχυρώθηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν στο μοναστήρι την ώρα που 6.000 Τούρκοι υπό τους πασάδες Αλί και Φερίκ τους περικύκλωναν. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να καταλάβουν τη μονή εξ εφόδου αλλά απέτυχαν υφιστάμενοι απώλειες.
Παράλληλα ο χειμώνας στο βουνό τους ταλαιπώρησε αφάνταστα και πολλοί στρατιώτες πέθαναν από τις κακουχίες. Οι Αρμένιοι άντεξαν 19 ημέρες. Κατόπιν ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τους δεινοπαθούντες Τούρκους για να κερδίσουν χρόνο.
Και πράγματι όταν οι Τούρκοι είχαν εφησυχάσει λόγω των διαπραγματεύσεων οι Αρμένιοι εγκατέλειψαν το μοναστήρι και κατέφυγαν και πάλι στα βουνά. Ο Οζανιάν, άριστος γνώστης της τουρκικής, ντυμένος με στολή Τούρκου αξιωματικού πέρασε μέσα από τις γραμμές των αντιπάλων και ξέφυγε. Οι Αρμένιοι είχαν τρεις νεκρούς. Οι απώλειες των Τούρκων έφτασαν τους 553 νεκρούς και τραυματίες.
Ο αγωνιστής Οζανιάν
Ο Αντρανίκ Οζανιάν, κατόπιν τούτων, κατέστη θρύλος. Το 1904 ηγήθηκε αρμενικής επανάστασης στο Σασούν όπου με 4.000 άνδρες αντιμετώπισε 10.000 Τούρκους και 7.000 Κούρδους. Οι Τούρκοι επικράτησαν και ισοπέδωσαν 45 αρμενικά χωριά.
Ύστερα από αυτό κατέφυγε στην Περσία και κατόπιν στη Ρωσία. Από εκεί πέρασε στην Ευρώπη αναζητώντας υποστήριξη για το αρμενικό ζήτημα. Αργότερα μετέβη στη Βουλγαρία και κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο σχημάτισε έναν λόχο 230 Αρμενίων εθελοντών και πολέμησε κατά των Τούρκων ενταγμένος στον βουλγαρικό στρατό.
Με το είσοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο σχημάτισε αρμενικό εθελοντικό τάγμα και πολέμησε ενταγμένος στον ρωσικό στρατό. Ακολούθησε η Αρμενική Γενοκτονία . Συνέχισε να αγωνίζεται και μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων και την έξοδο της Ρωσίας από τον πόλεμο.
Ακολούθησε η ίδρυση του βραχύβιου αρμενικού κράτους στην οποία διαδραμάτισε ρόλο. Το 1919 μετέβη και πάλι στην Ευρώπη για να προωθήσει το αρμενικό ζήτημα. Οι εξελίξεις και η Μικρασιατική καταστροφή τον απογοήτευσαν. Τελικά μετέβη στις ΗΠΑ όπου και εγκαταστάθηκε και πέθανε το 1927.