Φάρμακα: Ένας στους δύο Έλληνες λένε πως τους περίσσεψαν σκευάσματα πέρυσι


Φάρμακα υπάρχουν σε κάθε σπίτι. Και μάλιστα πολλά. Και συνήθως λέμε πως εμείς οι Έλληνες το παρακάνουμε με τις αντιβιώσεις και τα σκευάσματα. Όμως, μια νέα δημοσκόπηση που δημοσιεύει η διαΝΕΟσις αναφορικά με την κατανάλωση φαρμάκων από τους Έλληνες σε ετήσια βάση, αλλά και τον τρόπο που διαχειρίζονται τις υπηρεσίες υγείας δείχνει ορισμενα ενδιαφέροντα στοιχεία.
Αξίζει να σημειωθεί πως μελέτη του οργανισμού GIVMED που έγινε το 2017 υπολόγισε ότι κάθε χρόνο στην Ελλάδα πετιούνται 34 εκατομμύρια κουτιά με φάρμακα, ενώ μια άλλη μελέτη, του ΙΦΕΤ, υπολόγισε ότι αυτά έχουν αξία περίπου ενός δισεκατομμυρίου ευρώ.
Επιπλέον στοιχεία για τη σχέση μας με τα φάρμακα δείχνουν τα αποτελέσματα της νέας πανελλαδικής έρευνας κοινής γνώμης της GIVMED που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα με την επιστημονική επιμέλεια του Ινστιτούτου Πολιτικής Υγείας σε συνεργασία με τη διαΝΕΟσις.
Τα φάρμακα για τους Έλληνες
Από τα αποτελέσματα της έρευνας αφενός προκύπτει ότι το κόστος είναι σημαντικός παράγοντας για την πρόσβαση στην υγεία και, επομένως, στα φάρμακα: οι ερωτώμενοι υπολόγισαν το μέσο κόστος για τις ανάγκες της υγείας τους τον τελευταίο χρόνο στα 955 ευρώ. 14% του πληθυσμού, δηλαδή περίπου 1 στους 7, δηλώνουν ότι ξόδεψαν περισσότερο από 1.000 ευρώ. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι αρκετά μεγάλο μέρος του δείγματος, περίπου 1 στους 4 (23,3%) δεν γνωρίζει ή δεν απάντησε το ποσό που ξόδεψε.
Ακόμα, 22% δήλωσαν ότι τον τελευταίο χρόνο υπήρξαν φορές που δεν έκαναν χρήση υπηρεσιών υγείας που χρειάζονταν λόγω του κόστους – για την πλειοψηφία αυτό συνεπάγεται επίσης τη λήψη φαρμάκων. Όπως προκύπτει από έρευνα όσοι έχουν διαγνωστεί με χρόνιο πρόβλημα υγείας είναι κατά 48% πιο πιθανό να μην μπορούν να κάνουν χρήση των υπηρεσιών υγείας λόγω κόστους.
Από την άλλη πλευρά, 1 στους 2 δηλώνουν ότι τους περίσσεψαν φάρμακα τον τελευταίο χρόνο. Όταν οι ίδιοι συμμετέχοντες καλούνται να απαντήσουν γιατί συνέβη αυτό, οι περισσότεροι από αυτούς δηλώνουν ότι ο λόγος είναι ότι ολοκληρώθηκε η θεραπεία τους. Ένα 15,1% από αυτούς (που αντιστοιχεί στο 6,9% του συνόλου του πληθυσμού) θεωρούν ότι ο γιατρός τους συνταγογράφησε περισσότερα φάρμακα από όσα χρειάζονταν, ενώ περίπου άλλοι τόσοι (14% και 6,4% αντίστοιχα) δηλώνουν ότι αγόρασαν περισσότερα φάρμακα από όσα χρειάζονταν.
Από όσα φάρμακα έχουν σπίτι τους, οι πολίτες δήλωσαν ότι, κατά μέσο όρο, περίπου 3 κουτιά είναι ληγμένα και περισσότεροι από τους μισούς δηλώνουν ότι αυτά τα πετούν στα σκουπίδια. Περίπου 1 στους 4 δηλώνουν ότι έχουν δωρίσει μη ληγμένα φάρμακα τον τελευταίο χρόνο: κατά μέσο όρο, 5,6 κουτιά. Από εκείνους, όμως, που δηλώνουν ότι δεν δώρισαν φάρμακα 1 στους 5 δηλώνουν ότι δεν γνώριζαν πού να τα δωρίσουν.
Γιατί είναι όμως σημαντικό να αξιοποιούμε ή να καταστρέφουμε με σωστό τρόπο τα φάρμακα που δεν χρειαζόμαστε πια; Αφενός υπάρχει ο προφανής κίνδυνος να αποκτήσουν σε αυτά πρόσβαση άνθρωποι που δεν πρέπει, όπως τα παιδιά ή οι ηλικιωμένοι. Την ίδια στιγμή, πολλά αχρησιμοποίητα φάρμακα που για πολλούς λόγους μένουν στα ντουλάπια μέχρι να λήξουν και μοιραία να πεταχτούν θα μπορούσαν να χορηγηθούν σε άλλους ανθρώπους για τη θεραπεία τους, οι οποίοι δεν έχουν πρόσβαση σε αυτά, επειδή, για παράδειγμα, δεν μπορούν να καλύψουν το κόστος. Όμως πέρα από αυτό η απόρριψη κάποιων φαρμάκων, είτε στα σκουπίδια, και έπειτα στις χωματερές, είτε στο δίκτυο της αποχέτευσης μπορεί να είναι επιπλέον βλαπτική για το περιβάλλον.
Η έρευνα αυτή, την οποία δημοσιεύει η διαΝΕΟσις, αποτελεί ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο, καθώς αποτυπώνει πολλές πτυχές της χρήσης υπηρεσιών υγείας από τον πληθυσμό και ειδικότερα της κατανάλωσης φαρμάκων. Τα ευρήματά της, όπως παρουσιάστηκαν παραπάνω, μπορούν να είναι χρήσιμα τόσο για το κράτος όσο και για τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Η έρευνα αναδεικνύει με αναλυτικό τρόπο τις προτιμήσεις και τις συνήθειες του πληθυσμού στη χρήση των υπηρεσιών υγείας και στην κατανάλωση φαρμάκων. Επομένως, μπορεί να συμβάλλει στον σχεδιασμό καλύτερων μέτρων πολιτικής και δράσεων για ένα σημαντικό ζήτημα.
Η έρευνα έγινε με την επιστημονική επιμέλεια του Ινστιτούτου Πολιτικής Υγείας σε συνεργασία με τη διαΝΕΟσις, ενώ τη συλλογή των δεδομένων πραγματοποίησε η εταιρεία ProRata στο διάστημα 6-13 Δεκεμβρίου του 2023, σε δείγμα 1.000 ατόμων, αντιπροσωπευτικό του γενικού πληθυσμού.
 Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ