Διαζύγιο: Με ποιον τρόπο μπορεί ένας δεύτερος γάμος να έχει λιγότερο συναισθηματικό βάρος για το παιδί σου


Ένα διαζύγιο γονιών είναι ήδη από μόνο του μια δύσκολη κατάσταση για ένα παιδί, η οποία περιπλέκεται συναισθηματικά όταν οι γονείς αποφασίζουν να ξαναπαντρευτούν. Αυτή η νέα πραγματικότητα θέλει πολύ καλό χειρισμό απ’ όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές, προκειμένου η μετάβαση να είναι όσο πιο ανώδυνη γίνεται για το παιδί. Η MSc Συμβουλευτική Ψυχολόγος, Ελεονώρα Τάγη, γράφει στο TLife, ποιοι είναι οι πιο ενδεδεγμένοι τρόποι για το πρώην αλλά και το νυν ζευγάρι, να αντιμετωπίσουν τα νέα δεδομένα στη ζωή τους, έχοντας πάντα γνώμονα το καλύτερο για το παιδί. Ο λόγος στην ειδικό…

Ο δεύτερος γάμος και η γονική μέριμνα μπορούν να αποτελέσουν δύσκολες ψυχολογικές μεταβατικές καταστάσεις για τα παιδιά, τους θετούς γονείς αλλά και για τους βιολογικούς γονείς. Λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα του θέματος, υπάρχουν διάφοροι τρόποι προσέγγισης. Ένας κύριος τρόπος, είναι η παρέμβαση, μέσω των παιδιών. Αυτό συμβαίνει διότι τα παιδιά είναι εκείνα που παρουσιάζουν την μεγαλύτερη ευαισθησία μετά από ένα διαζύγιο, ένα δεύτερο γάμο, αλλά και την καινοφανή ατμόσφαιρα μεταξύ αυτών και των νέων συντρόφων των γονέων τους.

Έρευνες που έχουν εστιάσει σε παιδιά διαζευγμένων γονέων και αργότερα παιδιά ενός δευτέρου γάμου, έχουν δείξει δυο φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να αντιμετωπίσουν δυσκολίες σε ακαδημαϊκό, συμπεριφορικό και κοινωνικό επίπεδο, σε σύγκριση με τα παιδιά που ανήκουν σε οικογένεια πρώτου γάμου. Πιο συγκεκριμένα, οι στατιστικές απεικονίζουν αυτή την δυσκολία στο 20-25% των παιδιών μελών ενός δευτέρου γάμου, σε αντίθεση με το 10% μελών ενός πρώτου γάμου. Επιπλέον, έρευνες έχουν διαπιστώσει ότι, ως ενήλικες τα παιδιά διεζευγμένων γονέων, έχουν 45% μεγαλύτερη πιθανότητα να τερματίσουν τους γάμους τους, ενώ τα παιδιά των οποίων οι γονείς τέλεσαν και άλλο γάμο έχουν 91% πιθανότητα, υποδηλώνοντας ακόμα μεγαλύτερη ευπάθεια (Cambridge University Press, 2005).
Η επονομαζόμενη «μεικτή οικογένεια» είναι ένας κανόνας στη σημερινή κοινωνία και ως εκ τούτου απεικονίζεται μια απαίτηση στην επιτυχή πλοήγησή της, ειδικά όταν εμπλέκονται παιδιά. Υπάρχουν τρία ζητήματα που θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν από τους γονείς, κατά τη δημιουργία ενός δευτέρου γάμου/οικογένειας:

• Χρηματοδοτικές και στεγαστικές ρυθμίσεις: Οι ενήλικες κατόπιν συνεννόησης θα πρέπει να αποφασίσουν πού θα ζήσουν και πώς θα μοιραστούν τα χρήματά τους. Ζευγάρια, που έχουν μπει σε ένα νέο γάμο, έχουν αναφέρει ότι η μετακίνηση σε ένα νέο σπίτι, σε αντίθεση με την παραμονή σε μια από τις παλαιές κατοικίες ενός από των δυο συντρόφων, είναι περισσότερο επωφελής, καθώς το νέο περιβάλλον βοηθά στην καλλιέργεια του «οίκου τους». Ένα ζευγάρι θα πρέπει να αποφασίσει εάν θα μοιραστεί ή θα χωρίσει τα χρήματά του. Ζευγάρια που μοιράζονται τα εισοδήματά τους έχουν αναφέρει μεγαλύτερη οικογενειακή ικανοποίηση από ζευγάρια που διατηρούν ξεχωριστούς λογαριασμούς.

• Επίλυση δύσκολων συναισθημάτων και ανησυχιών σχετικά με τον προηγούμενο γάμο: Ο δεύτερος γάμος μπορεί να προκαλέσει ανεπίλυτα συναισθηματικά προβλήματα, τόσο στους ενήλικες όσο και στα παιδιά. Αυτό μπορεί να προκληθεί είτε από τον/την πρώην σύζυγο, που αντιδρά στο γεγονός του νέου γάμου, είτε από το ίδιο το παιδί, που ενδέχεται να χάνει την ελπίδα για την πιθανή μελλοντική συμφιλίωση των γονιών του.

• Αναμένοντας αλλαγές στην γονική μεριμνά: Τα ζευγάρια θα πρέπει να συζητήσουν και να αποφασίσουν το ρόλο που θα αναλάβει ο θετός γονιός στην ανατροφή των παιδιών του νέου συζύγου του, καθώς επίσης και να τροποποιήσουν ορισμένους ενδοοικιακούς κανόνες ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αυτή τη νέα, για όλους, πραγματικότητα.

Οι νεόνυμφοι συνήθως, αφιερώνουν το χρόνο τους στην δόμηση της σχέσης τους, ωστόσο, για τα ζευγάρια εκείνα που μπαίνουν σε ένα νέο γάμο με παιδιά, αυτή είναι μια πολύ διαφορετική πραγματικότητα, η οποία συχνά επικεντρώνεται στην κάλυψη των διαφόρων αναγκών των παιδιών.

Τα παιδιά μιας νεαρής ηλικίας μπορεί να βιώσουν αυτή τη μεταβατική περίοδο ως μία περίοδο εγκατάλειψης ή ανταγωνισμού, λόγω της στραμμένης προσοχής του βιολογικού γονέα τους προς τον νέο σύζυγό τους. Οι έφηβοι, από την άλλη πλευρά, που βρίσκονται σε ένα άλλο αναπτυξιακό στάδιο, είναι πιο ευαίσθητοι ως προς τις εκδηλώσεις στοργής και μπορεί να νιώσουν άβολα, με το νέο ενεργό ρομαντισμό, στην οικογένειά τους. Είναι σημαντικό τα ζευγάρια, παρά τις δυσκολίες αυτές, να δημιουργούν χρόνο για τον εαυτό τους, είτε με τη μορφή ρομαντικών ραντεβού, είτε με γρήγορες αποδράσεις χωρίς τα παιδιά τους.

Η γονική μέριμνα μπορεί να θεωρηθεί ως η πιο δύσκολη πτυχή ενός νέου γάμου. Η δημιουργία μιας νέας οικογένειας με μικρότερα παιδιά, μπορεί να θεωρηθεί ευκολότερη, σε αντίθεση με αυτή των εφήβων, καθώς αυτοί βρίσκονται σε ένα αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο κάνουν ένα βήμα στο πλάι, από την οικογένεια, για να χτίσουν τις δικές τους ταυτότητες. Οι έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά ηλικίας κάτω των 10 ετών, συνήθως, δέχονται πιο εύκολα έναν ενήλικα στην οικογένεια, που θεωρούν ότι έχει θετική επίδραση, ενώ οι ηλικίες 10-14 ετών θεωρούνται οι πιο δύσκολες στην προσαρμογή σε ένα νέο γάμο και συνεπώς σε μία νέα οικογένεια. Οι έφηβοι ηλικίας 15 ετών και άνω, που χρειάζονται μικρότερη γονική μέριμνα, συνήθως επενδύουν λιγότερο χρόνο στην οικογενειακή ζωή (Bray, 1993).

Οι θετοί γονείς είναι συνήθως βιαστικοί στο να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν στενή σχέση με τα παιδιά των συζύγων τους, ωστόσο είναι επιτακτική η ανάγκη να λάβουν υπόψιν τους την συναισθηματική κατάσταση του παιδιού, καθώς και το φύλο του. Οι θετοί γονείς θα πρέπει πρώτα να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν μια σχέση παρόμοια με αυτή ενός φίλου, με τα παιδιά του συντρόφου τους, αντί για την επιβολή πειθαρχίας. Θα ήταν ωφέλιμο όμως, για τα ζευγάρια να μπορούν να συμφωνήσουν, στο ότι ο βιολογικός γονέας θα παραμείνει ο κύριος υπεύθυνος για την πειθαρχία του παιδιού του, μέχρι που ο θετός γονιός και τα παιδιά θα έχουν σχηματίσει έναν ισχυρό δεσμό. Ο θετός γονέας, μέχρι τότε, θα μπορούσε να βοηθήσει με την παρακολούθηση των συμπεριφορών και των δραστηριοτήτων των παιδιών, ενημερώνοντας τον/τη σύζυγό του. Τέλος, παιδιά και των δύο φύλων έχουν αναφέρει ότι προτιμούν την λεκτική προσέγγιση αγάπης, δηλαδή ενθάρρυνση ή κομπλιμέντα, πάρα την φυσική επαφή όπως οι αγκαλιές και τα φιλιά. Τα κορίτσια, πιο συγκεκριμένα, αισθάνονται άβολα με την φυσική επαφή εκδήλωσης αγάπης από τους πατριούς τους.

Μετά το διαζύγιο, τα παιδιά προσαρμόζονται και αντιμετωπίζουν καλύτερα αυτή τη νέα πραγματικότητα, εάν ο βιολογικός γονέας που έχει φύγει από το σπίτι, παραμένει συνεπής στις επισκέψεις του και στη συνολική του προσέγγιση/σχέση με το παιδί του, διότι όταν οι βιολογικοί γονείς δημιουργούν νέα οικογένεια, αυτό συχνά αλλάζει, οι επισκέψεις μειώνονται δραστικά, οδηγώντας τα παιδιά στο να αισθάνονται εγκαταλελειμμένα. Είναι σημαντικό οι γονείς να έρχονται σε επαφή με τα παιδιά τους, συμμετέχοντας ενδεχομένως, σε κοινές δραστηριότητες. Οι γονείς θα πρέπει επίσης να αποφεύγουν να μιλάνε εναντίον του/της πρώην συζύγου τους, μπροστά στα παιδιά, καθώς υποβιβάζουν την αυτοεκτίμηση των παιδιών και τα ωθούν να στο να διαλέξουν πλευρά.

Κάτω από τις καλύτερες συνθήκες, η προσαρμογή στην πραγματικότητα μιας νέας οικογένειας μπορεί να διαρκέσει μέχρι 2-4 χρόνια και η βοήθεια ενός ψυχολόγου μπορεί να βοηθήσει πολύ στην ομαλότερη ροή αυτής της διαδικασίας.

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ