Είμαστε εθισμένοι στο να παίρνουμε απαντήσεις σε όλα μας τα ερωτήματα. Το απαιτούμε σχεδόν. Και το απαιτούμε γρήγορα, ώστε να γλυτώσουμε από το να χρειαστεί να μείνουμε για λίγο έστω με την αβεβαιότητα. Διδαχθήκαμε από την παιδική μας κιόλας ηλικία ότι το να μη γνωρίζουμε είναι κακό, ότι είμαστε εμείς κακοί, ή ότι τουλάχιστον δεν είμαστε αρκετά καλοί αν δεν γνωρίζουμε.
Όταν ήμουν νέα, θυμάμαι ότι απέρριπτα καριέρες επειδή δεν μπορούσα να σκαρφιστώ πώς να τις ακολουθήσω πριν καν τις αρχίσω. Νιώθουμε ντροπή, νιώθουμε ανεπαρκείς που δεν γνωρίζουμε, ότι αποκαλύπτουμε μια ευαισθησία που, αν και φυσική και νόμιμη, μας κάνει να νιώθουμε αδύναμοι, αγχώδεις, αμυντικοί με το να αποκαλύψουμε την άγνοιά μας.
Απαιτούμε κι εμείς οι ίδιοι από τον εαυτό μας να γνωρίζουμε πριν καν μάθουμε ή βιώσουμε το οτιδήποτε. Ως αποτέλεσμα, υποκρινόμαστε ότι γνωρίζουμε, φτιάχνουμε απαντήσεις που μπορεί να μην ισχύουν και στο τέλος νιώθουμε κι εμείς οι ίδιοι υποκριτές.
Οι περισσότεροι μαθαίνουμε από νεαρή ηλικία ότι πρέπει να γνωρίζουμε, να είμαστε στην κορυφή, να καταλαβαίνουμε, να ελέγχουμε τα πάντα, να λύνουμε τα πάντα. Υποτίθεται ότι χρειάζεται να έχουμε ένα πλάνο και αν δεν έχουμε, κάτι δεν πάει καλά με εμάς. Χρειάζεται να εργαστούμε και να προσπαθήσουμε σκληρότερα. Όταν δεν γνωρίζουμε, νιώθουμε ευάλωτοι και απροετοίμαστοι. Αποτυγχάνουμε να είμαστε ένα βήμα πιο μπροστά από τη ζωή.
Όταν γνωρίζουμε τις απαντήσεις, νιώθουμε ασφαλείς και το πιο σημαντικό, ότι έχουμε τον πλήρη έλεγχο. Έχουμε ένα πλάνο, μια ιδέα, μια βεβαιότητα. Είμαστε πιο ευχαριστημένοι όταν ο νους προχωρά μπροστά έχοντας ένα σχέδιο δράσης.
Επιπλέον, έχοντας τις απαντήσεις μπορούμε να ξεφεύγουμε και από το παρόν, άλλος ένας από τους αγαπημένους μας στόχους. Όταν γνωρίζουμε τις απαντήσεις, δεν χρειάζεται πια να είμαστε στο παρόν, δεν χρειάζεται να παραμένουμε δεκτικοί, ανοιχτοί στις εναλλασσόμενες εμπειρίες και συνθήκες. Τα έχουμε όλα λυμένα.
Μόλις μάθουμε, μπορούμε να στραφούμε σε οτιδήποτε άλλο εκτός από το τώρα· το μονοπάτι μας είναι ήδη στρωμένο ακόμα κι αν η ζωή το αλλάξει, εμείς θα συνεχίσουμε στο ίδιο. Έχουμε τον δικό μας χάρτη, δεν μας νοιάζουν οι άλλοι. Γνωρίζοντας τα πάντα μπορούμε να σταματήσουμε να δίνουμε προσοχή στο τι συμβαίνει πραγματικά, στο πού βρισκόμαστε. Ευτυχώς, τελειώσαμε με το τώρα.
Οι περισσότερες απαντήσεις που σκαρφιζόμαστε προέρχονται από το μυαλό μας, όχι από την καρδιά, την εμπειρία, τη διαίσθηση, τη βαθύτερή γνώση. Νιώθουμε πιο άνετα όταν είμαστε μια ξεχωριστή οντότητα. Καθισμένος στο θρόνο του, ο νους σκαρφίζεται απαντήσεις και ύστερα καθοδηγεί το σώμα και το πνεύμα σύμφωνα με το σχέδιό του, ασχέτως του αν το σχέδιο έρχεται σε αρμονία με την βαθύτερη αλήθειά μας.
Αυτό που πραγματικά φοβόμαστε είναι να ζήσουμε, να ακολουθήσουμε τη ζωή και όχι να είμαστε ένα βήμα μπροστά από αυτή, προσπαθώντας να ελέγξουμε πλήρως την πορεία της. Φοβόμαστε να αφήσουμε όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, ανεπίλυτα, να επιτρέψουμε στη ζωή να μας αποκαλύψεις τις απαντήσεις μας όσο εμείς πορευόμαστε, να μένουμε που και που στο εδώ και τώρα.
Φοβόμαστε να δείχνουμε ευάλωτοι, να παραδοθούμε στο μυστήριο που τι μπορεί να συμβεί μετά. Όταν ζούμε με τις ερωτήσεις και τις αφήνουμε αναπάντητες για λίγο έστω, επιλέγουμε να στρέψουμε την προσοχή μας στο τι συμβαίνει τώρα, στην εμπειρία μας και στις επιλογές που θέλουμε να κάνουμε βασισμένοι σε αυτές τις αλήθειες. Επιλέγουμε να ανακαλύπτουμε αντί να γνωρίζουμε εκ των προτέρων. Ζώντας με τις ερωτήσεις, με το άγνωστο μας επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αλλάξει από το «γνωρίζω» στο «ακούω».
Τελικά οι ερωτήσεις είναι ένας τόπος τον οποίο μπορούμε πράγματι να κατοικήσουμε. Δεν τον γνωρίζουμε, έχουμε διδαχθεί να μην τον μάθουμε, αλλά στην πραγματικότητα μπορούμε να συμφιλιωθούμε με την αβεβαιότητα.
Την πρώτη φορά που κάποιος με ρώτησε αν μπορούσα να ζήσω με το άγνωστο, δεν είχα ιδέα τι να απαντήσω ή για να είμαι πιο ακριβής, δεν είχα ιδέα πώς να ενσωματώσω αυτό το συναίσθημα. Το να ζω για μένα σήμαινε ταυτόχρονα το να γνωρίζω και έτσι αν δεν ήθελα να εξαφανιστώ ή να ζω με ακραίο άγχος, έπρεπε να βρω απαντήσεις σε όλα μου τα αναπάντητα ερωτήματα. Η ζωή και το άγνωστο δεν πήγαιναν μαζί στο δικό μου σύμπαν. Χρειαζόμουν βέβαιο έδαφος.
Δεν θυμάμαι ακριβώς πώς έγινε αυτή η μεταμόρφωση στη σκέψη μου· μπορεί να ήταν κάποιος φίλος μου που συνήθιζε να λέει ότι η ζωή αγκαλιά με την αβεβαιότητα ήταν ουσιαστικά μια πιο ανέμελη ζωή. Ή ίσως ήταν μια εσωτερική αλλαγή, η σοφία ότι δεν θα μπορούσα να έχω τον πλήρη έλεγχο της ζωής μου, ακόμα κι αν το ήθελα.
Μόλις αποδέχτηκα την αβεβαιότητα, μόλις αγκάλιασα κι εγώ την άγνωστη πλευρά της ζωής με πλημμύρισε μια αναπάντεχη αίσθηση ανακούφισης. Άφησα τις απαντήσεις να μου αποκαλυφθούν μόνες τους μέσα από το ρου της ζωής. Και επιτρέποντας τις ερωτήσεις στη ζωή μου, απέκτησα ταυτόχρονα πρόσβαση στη στιγμή. Και επιτέλους δεν ήταν απαραίτητο για εμένα να έχω τον έλεγχο των πάντων.
Όταν δεν μπορούμε τη δεδομένη στιγμή να πάρουμε απαντήσεις, είναι σοφότερο να αποδεχόμαστε το άγνωστο. Κι αυτή είναι η πραγματική αλήθεια. Η αβεβαιότητα σημαίνει ότι βρισκόμαστε σε μια διαδικασία αλλά δεν γνωρίζουμε το αποτέλεσμα για τώρα. Κι αυτό χρειάζεται θάρρος και κουράγιο. Μπορούμε λοιπόν να αποδεχτούμε το άγνωστο, το αβέβαιο;
Nancy Colier, ψυχοθεραπεύτρια