Με διευθυντή τον Ευστ. Τριάντη άρχισε τη λειτουργία του το 1914 στη Λαμία, το Μέγα Ξενοδοχείον Ύπνου ”ΑΧΙΛΛΕΙΟΝ” (όπως διαφημιζόταν τότε), στην πλατεία Ελευθερίας. Το υπέροχο αυτό τριώροφο νεοκλασικό κτίστηκε το 1912. Την εκμετάλλευση είχαν ο ιδιοκτήτης Ιωάν. Παναγιώτου και οι αδελφοί Τριάντη, μέχρι το 1932. Όπως αναφέρει η σχετική διαφήμιση (του 1914):
Υπό την διεύθυνσιν του φιλοπροόδου νέου κ. Ευσταθίου Τριάντη, ήνοιξε μέγα ευάερον, ευήλιον με καινουργή εντελώς επίπλωσιν και ηλεκτροφώτιστον ξενοδοχείον του ύπνου. Οι μεταβαίνοντες εις το Αχίλλειον θα εύρωσι καθαριότητα άμεμπτον, υπηρεσίαν πρόθυμον. Δι οικογενείας υπάρχουσι και ιδιαίτεραι κουζίναι. Μετ ολίγον δε και η λειτουργία λουτρού δια τους βουλομένους εκ των επιβατών άρχεται.
Μετά, το ξενοδοχείο ”ΑΧΙΛΛΕΙΟΝ” ανέλαβαν ο Ευστάθιος Τριάντης και ο Φώτης Πανάγος.
Από επιθεώρηση που έκανε η αρμόδια υπηρεσία υγιεινής στα ξενοδοχεία ύπνου εκείνης της περιόδου, έχουμε ενδιαφέροντα στοιχεία γι αυτά. Συγκεκριμένα η έκθεση αναφέρει:
Ξενοδοχείον ”ΑΧΙΛΛΕΙΟΝ” με διευθυντή τον Ευστάθιο Β. Τριάντη. Καθαρόν σχετικώς
Το όμορφο κτίριο του ξενοδοχείου ιδιοκτησίας Παναγιώτου, που κτίστηκε το 1912 ήταν επιχείρηση σε διαφορετικές περιόδους των Π. Παναγιώτου – Κ. Λάμπρου και του Ευσταθίου Τριάντη, μέχρι τη δεκαετία του 30. Περιήλθε στην ιδιοκτησία του Γεωργίου Τελώνη (1890-1966) και συνέχισε τη λειτουργία του μεταπολεμικά ως ξενοδοχείο με διευθυντή το Φώτη Πανάγο.
Άλλαξε χρήση τη δεκαετία του 70, με τη στέγαση των γραφείων της Στ Εκπαιδευτικής Περιφέρειας. Το 1981 κατεδαφίστηκε.
Στο ισόγειο λειτουργούσε καφενείο με τον ίδιο τίτλο.
Ήταν το καλύτερο ξενοδοχείο της Λαμίας στο Μεσοπόλεμο. Την εκμετάλλευση είχε ο Βασίλειος Μαλάμος. Μεταπολεμικά είχε πολλές χρήσεις (Σχολές, Γυμνάσιο). Κατεδαφίστηκε στη 10ετία του 70. Μια μικρή περιγραφή του δίνει ο Μπάμπης Κλάρας στο βιβλίο του ”Η περιπέτεια ενός ανθρώπου του 20ού αιώνα”:
”…Ένα μεγάλο ξενοδοχείο με απέραντη αίθουσα καφε-ζαχαροπλαστείου και με τεράστιο κιγκλιδωτό περίβολο. Ψηλά δένδρα εδώ κι εκεί, με τάξη φυτεμένα. …Στη μεγάλη αίθουσα γίνονταν συνήθως, οι λαμιώτικοι χοροί και τα Μπαλ ντ΄ ανφάν. … Εκεί πότε-πότε και συναυλίες με καλούς περιοδεύοντες καλλιτέχνες του πιάνου και του βιολιού…”
Η οικία στις οδούς Βύρωνος 19 – 21 και Καραγιαννοπούλου στη Λαμία, ιδιοκτησίας Ζήση Γαρδίκη, εντάχθηκε στα διατηρητέα κτίσματα το 1979. Κηρύχθηκε ως διατηρητέο κτήριο με την Υ.Α. ΥΠΠΕ/ΔΙΛΑΠ/Γ/1488/39020/19-6-1979 (Φ.Ε.Κ. 639/Β/28-7-1979). Το νεώτερο αυτό μνημείο χαρακτηρίστηκε ως έργο τέχνης που έχρηζε ειδικής κρατικής προστασίας, γιατί παρουσίαζε αρχιτεκτονικό και μορφολογικό ενδιαφέρον, χάρη στα διακοσμητικά πλαίσια στα ανοίγματα, στις ποδιές των παραθύρων τις διαμορφωμένες με πήλινες μπουκάλες, στα μαρμάρινα μπαλκόνια και φουρούσια με τη νεοκλασική διπλή έλικα, στις νεοκλασικές παραστάδες, στις διακοσμητικές ταινίες κ.ά. Το κτίριο δέσποζε σε κεντρικό σημείο της Λαμίας και αποτελούσε αξιόλογο δείγμα νεοκλασικού ρυθμού, όπως αυτός αναπτύχθηκε στην ελληνική επαρχία
Ωστόσο, την ίδια χρονιά η οικία αυτή αποχαρακτηρίστηκε και, παράλληλα, χορηγήθηκε άδεια κατεδάφισής της, γιατί είχε υποστεί σημαντικές φθορές και οι δαπάνες αποκατάστασης θα ήταν πολλές.
Η οικία Ζήση Γαρδίκη ανήκε κάποτε στο Θανάση Στεδόπουλο. Κτίστηκε το 1860 και γκρεμίστηκε το 1981. Κατά τον πόλεμο του 1897 είχε μετατραπεί σε Στρατηγείο των ελληνικών στρατευμάτων. Στους χώρους του φιλοξενήθηκε την ίδια χρονιά ο Παύλος Μελάς (Δαβανέλλος, 1994: 145).
Στο υπ’ αριθμ. 8903/1.10.1900 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου της Λαμίας Δημητρίου Ρέντζου, αναφέρεται ότι η οικία στις οδούς Καραγιαννοπούλου και Βύρωνος δόθηκε σε πλειστηριασμό από τον ιδιοκτήτη της Αθανάσιο Στεδόπουλο, επειδή δε μπορούσε να αντέξει το οικονομικό βάρος από την κατασκευή της. Στο συμβόλαιο αυτό, επίσης, οι εσωτερικοί χώροι του χαρακτηρίζονταν ως αθηναϊκής καλλονής (Γιωτόπουλος, Αργυρόπουλος, Ανδρέου, Καντάς, 1976: 5–7. Γιωτόπουλος,
1980: 87, 88)
Η κύρηξη της οικίας ως μνημείο (ΥΑ ΥΠΠΕ/ΔΙΛΑΠ/Γ/1488/39020/19-6-1979 – ΦΕΚ 639/Β/28-7-1979) listedmonuments.culture.gr
Το εν λόγω Αρχοντικό βρίσκεται στην οδό Αινιάνων, κηρύχθηκε ως νεώτερο μνημείο το 1967, με την Υ.Α. 4701/3-3-1967 (Φ.Ε.Κ. 183/Β/16-3-1967), και χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο κτήριο και τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Το Αρχοντικό κρίθηκε εξαιρετικά ενδιαφέρον από απόψεως αρχιτεκτονικής και ιστορικής. Η κατασκευή του τοποθετείται στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα (Δαβανέλλος, 1994: 143. Διαρκής κατάλογος μνημείων, 2003: 259).
Ο ιδιοκτήτης το άφησε κληροδότημα στην Παιδαγωγική Ακαδημία Λαμίας. Στους χώρους του φιλοξένησε τον Οίκο του Απόρου Σπουδαστού. Δόθηκε δωρεά στο Δήμο της πόλης μαζί με το διπλανό Αρχοντικό του Τράκα. Στη θέση τους κτίστηκε η Δημόσια Βιβλιοθήκη, η Δημοτική Πινακοθήκη και το Ιστορικό Αρχείο (Δαβανέλλος, 1994: 143).
Όταν το Αρχοντικό γκρεμίστηκε και πριν ανεγερθεί το νέο κτήριο, ιδιοκτησίας Δήμου Λαμιέων, το οποίο στεγάζει σήμερα τις προαναφερθείσες Υπηρεσίες, εντοπίστηκαν, χάρη σε εκσκαφικές εργασίες, αρχαία οικοδομικά λείψανα πολλών και διαφορετικών φάσεων και εποχών (Παπακωνσταντίνου – Κατσούνη, 1990: 155 – 157).
Το Αρχοντικό Δημητριάδη (ή εκείνο του Τσάλη) προτάθηκε το 1967, μετά την αποκατάσταση του, να χρησιμοποιηθεί για τη στέγαση του υπό ίδρυση τότε αρχαιολογικού, ιστορικού και λαογραφικού Μουσείου Λαμίας, τον πυρήνα του οποίου θα αποτελούσε η Συλλογή Αρχαιοτήτων Λαμίας, που φιλοξενούνταν έως τότε σε δύο δωμάτια της Δημοτικής Βιβλιοθήκης (Φιλιππάκη, Συμεώνογλου, Φαράκλας, 1968: 225 – 257).