Γιατί είμαστε επιρρεπείς στη συνωμοσιολογία;


Kάθε γεγονός που γνωρίζει μεγάλη προβολή από τα μέσα ενημέρωσης –από τη γέννηση του Ισλαμικού Κράτους έως την τρομοκρατική επίθεση εναντίον του περιοδικού «Charlie Hebdo» και από την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 ώς την οικονομική κρίση του 2008– ενδέχεται να πυροδοτήσει συνωμοσιολογικές θεωρίες.

Οι ρίζες τέτοιων κατασκευών απλώνονται στη λαϊκή κουλτούρα και στη σύγχρονη ιστορία, ενώ στηρίζονται και σε ορισμένες μηχανορραφίες οι οποίες υπήρξαν πραγματικά. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η ανυποληψία στην οποία έχουν περιπέσει οι θεσμοί είναι το καλύτερο μέσο για την διάδοση της συνωμοσιολογικής ρητορικής.

Παντού υπάρχουν συνωμοσίες / πουθενά δεν υπάρχουν συνωμοσίες: όταν η συζήτηση φτάνει σε αυτό το θέμα, σπάνια κατορθώνει να αποφύγει έναν από αυτούς τους δύο τόσο συμμετρικούς σκοπέλους. Όταν, το 2004, οι πέντε μεγάλες εταιρείες της Wall Street άσκησαν πιέσεις για να πραγματοποιηθεί μια συνεδρίαση της Securities and Exchange Commission (SEC, ο ρυθμιστής των αμερικανικών χρηματαγορών), η οποία αποφάσισε την κατάργηση του «κανόνα Picard» που περιόριζε στο 12 τον συνολικό συντελεστή μόχλευσης των επιχειρηματικών τραπεζών (1) και η οποία κρατήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα μυστική, θα πρέπει να διακατέχεται κανείς από διστακτικότητα, που να αγγίζει τα όρια της απόλυτης στενομυαλιάς, για να μην δει σε όλη αυτήν την ιστορία την κρυφή και συντονισμένη δράση μιας ομάδας εξαιρετικά ισχυρών οργανωμένων συμφερόντων. Συνεπώς, συνωμοσίες υπάρχουν, όπως για παράδειγμα η προαναφερθείσα, η οποία μάλιστα και στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία.

Χωρίς αμφιβολία, η συγκεκριμένη συνωμοσία δεν αρκεί από μόνη της για να μας προσφέρει όλα τα κλειδιά της ανάλυσης που απαιτείται για την εξήγηση της οικονομικής κρίσης –κι ίσως αυτό να αποτελεί μία από τις σημαντικότερες αδυναμίες της συνωμοσιολογίας, ακόμα κι όταν εστιάζει την προσοχή της σε αληθινά γεγονότα. Η αδυναμία της συνίσταται στον μονοϊδεασμό της (2), δηλαδή στο ένα και μοναδικό γεγονός το οποίο θα εξηγήσει τα πάντα, στην αποκλειστική ιδέα η οποία μπορεί να περιγράψει τα πάντα, στην κρυμμένη σύσκεψη στην οποία αποφασίστηκαν τα πάντα. Τυπικό παράδειγμα συνωμοσιολογικού μονοϊδεασμού αποτελεί η Λέσχη Μπίλντερμπεργκ (ή η Τριμερής) (3). Η Λέσχη Μπίλντερμπεργκ υπάρχει! Κι η Τριμερής επίσης. Συνεπώς, το πρόβλημα δεν συνίσταται στην απόδειξη των γεγονότων, αλλά στην απόδειξη της αιτιώδους σχέσης που τους αποδίδεται. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ ή της Τριμερούς, οι οποίες έχουν αναχθεί σε μοναδικούς και παντοδύναμους οργανωτές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Για να αποδομήσουμε τον μονοϊδεασμό της συνωμοσιολογικής αντίληψης για τον κόσμο, αρκεί να προβούμε στο εξής πείραμα: ας φανταστούμε μια διαφορετική παγκόσμια τάξη πραγμάτων, έναν κόσμο δίχως Λέσχη Μπίλντερμπεργκ ή Τριμερή. Θα είχε άραγε κατορθώσει αυτός ο υποθετικός κόσμος να αποφύγει τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση;

Η απάντηση είναι δεδομένη: προφανώς όχι. Μπορούμε να συνάγουμε εξ αυτού ότι τα απόκρυφα κονκλάβια δεν αποτελούσαν την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση του νεοφιλελευθερισμού, ίσως δε και να μην αποτελούν καν τους σημαντικότερους πυλώνες στους οποίους αυτός στηρίζεται. Κι όμως, όλα αυτά δεν αποτελούν επαρκή λόγο για να πάψουμε να μιλάμε για τη Λέσχη Μπίλντερμπεργκ ή για την Τριμερή, οι οποίες αναμφίβολα μας αποκαλύπτουν ενδιαφέροντα πράγματα για τη λειτουργία του κόσμου στον οποίο ζούμε.

Συνεπώς, αρκεί να διαθέτει κανείς έστω και μερικά ψήγματα διανοητικής εντιμότητας για να μην απορρίψει εκ των προτέρων τα όποια τεκμηριωμένα στοιχεία περιλαμβάνονται σε ορισμένες θέσεις οι οποίες αμέσως απαξιώνονται, καθώς τους κολλάνε την ατιμωτική ετικέτα της «συνωμοσιολογίας». Αρκεί, αφενός, να απορρίψει όλες τις πλάνες στις οποίες καταλήγουν οι θεωρίες της συνωμοσιολογίας στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν τα γεγονότα και, αφετέρου, να κρατήσει (έστω κι αν πρέπει να αλλάξει τη σημαντικότητά τους και τη θέση που κατέχουν μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο) τις ενέργειες και τις πράξεις που όντως αποτέλεσαν προϊόν συνεννοήσεων εν κρυπτώ και των οποίων την ύπαρξη προσπαθεί να αρνηθεί το νεοφιλελεύθερο δόγμα.

Είναι αλήθεια ότι ένα από τα κυρίαρχα και συστατικά στοιχεία του τρόπου με τον οποίο οι κυρίαρχοι αντιλαμβάνονται τον κόσμο συνίσταται στη γενικευμένη άρνηση των γεγονότων στα οποία στηρίζεται αυτή ακριβώς η κυριαρχία τους (για παράδειγμα, υποστηρίζουν ότι οι μισθωτοί και οι εργοδότες είναι «ίσοι και ελεύθερα συμβαλλόμενοι εταίροι στην αγορά εργασίας»…). Και φυσικά, το πρώτο τους μέλημα είναι η απόκρυψη των ολοφάνερων γεγονότων που μαρτυρούν τον συνασπισμό των κυρίαρχων συμφερόντων που συμβάλλουν στη δημιουργία, στην αναπαραγωγή και στην εμβάθυνση της κυριαρχίας τους. Πιθανότατα δεν έχει την παραμικρή ελπίδα εκείνος που θα επιχειρήσει να κρατήσει μια ενδιάμεση στάση στις διαμάχες του δημόσιου διαλόγου που παρουσιάζονται από τα μέσα ενημέρωσης, και θα προσπαθήσει να συνδυάσει τόσο τη διόρθωση ορισμένων κραυγαλέων (έως σκανδαλωδών) λαθών ή πλανών της συνωμοσιολογικής σκέψης όσο και την άποψη ότι η κυριαρχία –αν και παράγεται κυρίως μέσα στις δομές, αλλά και από τις ίδιες τις δομές– είναι επίσης και εν μέρει υπόθεση των συντονισμένων συλλογικών δράσεων των κυρίαρχων αυτού του κόσμου. Πιθανότατα, το να ζητάμε κάτι τέτοιο μοιάζει εξωφρενικό και ήδη φαντάζομαι τα χονδροειδή σχόλια τα οποία θα μετατρέψουν τα λόγια τούτα σε συνηγορία υπέρ της συνωμοσιολογίας και των συνωμοσιολόγων…

Ωστόσο, θεωρώ ότι έχει φθάσει η στιγμή για να προβούμε κατά κάποιο τρόπο σε μια έκκληση για τη δημιουργία μιας μη συνωμοσιολογικής σκέψης γύρω από τις συνωμοσίες, δηλαδή: 1) να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν μερικές φορές ορισμένες συντονισμένες και κρυφές ενέργειες και κινήσεις, τις οποίες μπορούμε να αποκαλέσουμε συνωμοσίες και 2) να αρνηθούμε να αναγάγουμε τις συνωμοσίες στο μοναδικό μέσο το οποίο εξηγεί όλα τα κοινωνικά γεγονότα, προσθέτοντας μάλιστα ότι, από όλα τα ερμηνευτικά μέσα τα οποία έχουμε στη διάθεσή μας, η συνωμοσία είναι το λιγότερο ενδιαφέρον, συχνά το λιγότερο εύστοχο, το μέσο το οποίο από μεθοδολογική άποψη θα πρέπει να αποτελεί την ύστατη καταφυγή μας… αν και –παρ’ όλα αυτά– δεν παύει να έχει μερικές φορές τη θέση του ανάμεσα στα ερμηνευτικά μας μέσα!

Χωρίς αμφιβολία, συναντάμε πλήθος προσεγγίσεων στην περίπτωση του φαινομένου της συνωμοσιολογίας: σαρκαστικές απαριθμήσεις των σημαντικότερων παραληρημάτων της (κι είναι αλήθεια ότι δεν δυσκολεύεται κανείς να τα εντοπίσει…), ανασκόπηση των κυριότερων θεμάτων της που αγγίζουν τα όρια του φετιχισμού, λόγιες αναλύσεις των ψυχοπαθολογιών της. Ωστόσο, δεν θα συναντήσουμε καμία πολιτική ανάλυση! Τα μέσα ενημέρωσης διαθέτουν τεράστιες δυνατότητες απαξίωσης, την απόλυτη εξουσία να επιλέγουν τα άτομα που θα έχουν δικαίωμα λόγου και παρέμβασης, καθώς και τη δυνατότητα να επιβάλλουν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με αυτήν ακριβώς την επιλογή. Μπορούν επίσης να περιορίσουν σε έναν κλειστό κύκλο ατόμων όσους νομιμοποιούνται να εκφέρουν λόγο, αποκλείοντας ταυτόχρονα απολύτως όλους τους υπόλοιπους. Μάλιστα, με αφορμή ορισμένους μεμονωμένους ανόητους που είναι βυθισμένοι μέσα στην πλάνη, επιτυγχάνεται μια αμαλγαματοποίηση, μέσα από την οποία ταυτίζεται με τους παραπάνω μια ολόκληρη κοινωνική κατηγορία –ή ακόμα κι ένα σύνολο κοινωνικών κατηγοριών– και κατηγορείται ότι είναι βυθισμένη μέσα στον απόλυτο παραλογισμό. Με αυτόν τον τρόπο αφαιρείται από αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες ο λόγος στον δημόσιο διάλογο και ο πολιτικός λόγος μετατρέπεται πλέον σε μονοπωλιακή υπόθεση «εκπροσώπων», οι οποίοι στηρίζονται στη συνδρομή των «ειδικών». Εξαιτίας όμως όλων αυτών των μηχανισμών, που έχουν φθάσει στο αποκορύφωμά τους στην περίπτωση των γαλλικών μέσων ενημέρωσης, θα έπρεπε να έχει εστιαστεί η προσοχή μας στα καθαρά πολιτικά διακυβεύματα που ενυπάρχουν στον διάλογο για τη συνωμοσιολογία. Αντί γι’ αυτό, το μόνο που παρατηρούμε είναι χαχανητά και υποκριτικές κραυγές φρίκης, καθώς, όσο εξοβελισμένη κι αν είναι η συνωμοσιολογία από τον δημόσιο λόγο, οι λιγοστές συνωμοσιολογικές ατάκες που κάνουν την εμφάνισή τους σε αυτόν προσφέρουν την ιδανική αφορμή για να δικαιολογηθεί ο σφετερισμός του πολιτικού λόγου.

Σφετερισμός: είναι ίσως η λέξη που αποτελεί το καλύτερο πολιτικό εργαλείο για την προσέγγιση του κοινωνικού –και όχι του ψυχικού– φαινομένου της συνωμοσιολογίας. Γιατί, αντί να την αντιμετωπίζει κάποιος ως ένα αναιτιολόγητο παραλήρημα –ή μάλλον ως ένα παραλήρημα με μόνη αιτία την πνευματική καθυστέρηση που υποτίθεται ότι αποτελεί έμφυτο χαρακτηριστικό των πληβείων– θα μπορούσε να δει το φαινόμενο ως την αναμφίβολα ασυνάρτητη και παράλογη –αλλά αρκετά εύκολα προβλέψιμη– αντίδραση στην οποία καταφεύγει ένας πληθυσμός που δεν παραιτείται από την επιθυμία του να κατανοήσει τι του συμβαίνει, τη στιγμή που του αρνούνται συστηματικά όλα τα απαιτούμενα για να το κατορθώσει μέσα: έλλειψη πρόσβασης στην ενημέρωση, αδιαφάνεια των προτεραιοτήτων της πολιτικής ατζέντας, απουσία δημοσίου διαλόγου που να εμβαθύνει στα ζητήματα (και φυσικά, με αυτόν τον όρο εννοούμε κάτι εντελώς διαφορετικό από τον δύσπεπτο πολτό που σερβίρουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποκαλώντας τον «δημόσιο διάλογο») κ.λπ. Και είναι αδύνατον να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι το μείζον πολιτικό γεγονός των δύο τελευταίων δεκαετιών στη Γαλλία, το δημοψήφισμα του 2005 για την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη, απέδειξε τι μπορεί να κάνει ένα πολιτικό σώμα στο οποίο παρέχεται χρόνος για να συλλογιστεί και για να συζητήσει: μπορεί τότε να ασχοληθεί με τα πλέον πολύπλοκα ζητήματα και να τα κάνει κτήμα του, έτσι ώστε να προχωρήσει με την ψήφο του σε μια σοφή απόφαση, παρά το γεγονός ότι βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα πρωτοφανές κλίμα σκληρών επιθέσεων και πιέσεων.

Εκτός από μερικές εξαιρετικές περιστάσεις όπως η προαναφερθείσα, έχουν αρνηθεί σε όλα –ή σχεδόν όλα– αυτά τα άτομα τα μέσα με τα οποία θα μπορούσαν να κατανοήσουν τις ιστορικές δυνάμεις που τους επιτίθενται και, ακόμα περισσότερο, τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στη διαβούλευση μέσα από την οποία αποφασίζεται το πεπρωμένο τους. Αλλά, όπως παρατηρεί ο Σπινόζα, δεν είναι δυνατόν να ανασταλούν και να αναβληθούν η επιφυλακτικότητα και η αποστασιοποίηση: «Κανείς δεν μπορεί να εκχωρήσει την ικανότητά του να κρίνει» (Πολιτική Πραγματεία). Έτσι, η κριτική ικανότητα ασκείται με τα λιγοστά μέσα που έχει στη διάθεσή της, κάτω από τις συνθήκες που έχουν κατασκευαστεί γι’ αυτήν, και με την επιμονή και το πάθος της απελπισίας όταν –και πόσο μάλλον– το μόνο πράγμα που καλείται να σκεφθεί το άτομο είναι η ίδια του η δυστυχία.

Η συνωμοσιολογία δεν αποτελεί την ψυχοπαθολογία μερικών παραφρόνων, είναι το αναγκαίο σύμπτωμα της στέρησης του δικαιώματος να ασκείς πολιτική, καθώς και του σφετερισμού του δημόσιου διαλόγου. Συνεπώς, αποτελεί το άκρον άωτον της ανοησίας να κατηγορείς τον λαό για τον λανθασμένο τρόπο σκέψης του, όταν με τόσο μεθοδικό τρόπο έχει οργανωθεί ο αποκλεισμός του από την πρόσβαση σε κάθε εργαλείο σκέψης και όταν ο λαός έχει εξοριστεί μακριά από τη δραστηριότητα της σκέψης. Κανείς δεν εκφράζει καλύτερα αυτήν την κατάσταση από τον Σπινόζα:

«Δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι το πλήθος των πληβείων των λαϊκών στρωμάτων δεν κατέχει ούτε την αλήθεια ούτε και την κριτική ικανότητα, δεδομένου ότι η διαχείριση των κρατικών υποθέσεων πραγματοποιείται εν αγνοία του και δεδομένου ότι ο πληβείος διαμορφώνει τη γνώμη του με βάση τα λιγοστά γεγονότα που είναι αδύνατον να του αποκρύψουν. Πράγματι, η αναβολή της εκφοράς μιας κρίσης ελλείψει επαρκών στοιχείων συνιστά μια σπάνια αρετή. Συνεπώς, αποτελεί μέγιστη βλακεία το να έχει κανείς τη δυνατότητα να χειρίζεται τα πάντα εν κρυπτώ, εν αγνοία των πολιτών, και να επιθυμεί να μην εκφέρουν αυτοί κρίση λόγω της άγνοιάς τους. Πράγματι, εάν οι πληβείοι μπορούσαν να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση, να αναβάλλουν να αποφανθούν στην περίπτωση που δεν κατέχουν σωστά το ζήτημα αλλά και να κατορθώσουν να εκφέρουν ορθή κρίση με βάση τα λιγοστά στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους, τότε θα ήταν πολύ περισσότερο άξιοι να κυβερνήσουν, παρά να κυβερνηθούν» (Πολιτική Πραγματεία).

Όμως, κατά παράδοξο τρόπο, περισσότερο και από συνέπεια του σφετερισμού του πεδίου της πολιτικής, η συνωμοσιολογία –την οποία οι ελίτ εμφανίζουν ως ένδειξη της αθεράπευτης ανωριμότητας του λαού– θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απόδειξη ότι ο λαός φτάνει εκ των πραγμάτων στην ενηλικίωση, καθώς έχει βαρεθεί πλέον να ακούει γεμάτος σεβασμό τις αρχές και προσπαθεί στο εξής να σχηματίσει μια ιδέα για τον κόσμο μόνος του, ερήμην τους. Ένα μονάχα πράγμα του λείπει για να το επιτύχει και για να απαλλαγεί από παγίδες όπως η συνωμοσιολογία, από τις οποίες βρίθει αναπόφευκτα ο δημόσιος διάλογος: η εξάσκηση, η πρακτική εφαρμογή, η συνήθεια… δηλαδή ακριβώς όλα όσα του αρνούνται οι θεσμοί που οργανώνουν τον σφετερισμό της πολιτικής (πολιτικοί εκπρόσωποι, μέσα ενημέρωσης, «ειδικοί»). Εντούτοις, ο λαός προσπαθεί να τα κατακτήσει όλα δρώντας στο περιθώριο του συστήματος (οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, εναλλακτικός Τύπος, λαϊκή εκπαίδευση, δημόσιες συγκεντρώσεις κ.λπ.), διότι μονάχα μέσα από την εξάσκηση δημιουργείται η ατομική και η συλλογική εξυπνάδα.

Χαρακτηριστική περίπτωση των σταδίων από τα οποία περνάει η διαδικασία μαθητείας, η γεμάτη δοκιμές και λάθη, θα πρέπει να θεωρηθεί η ιστορία του «νόμου του 1973» στη Γαλλία. Υποτίθεται ότι ο συγκεκριμένος νόμος απαγόρευε τη χρηματοδότηση των δημόσιων ελλειμμάτων με έκδοση χρήματος και θεωρήθηκε ως μια γιγάντια συνωμοσία που παρέδιδε τη διαχείριση των δημοσιονομικών ζητημάτων της χώρας στις ιδιωτικές τράπεζες. Μάλιστα, αντί για τον όρο «νόμος Πομπιντού» (από το όνομα του τότε πρωθυπουργού), ορισμένοι έφθασαν στο σημείο να αποκαλέσουν αυτόν τον νόμο «νόμο Ρότσιλντ», καθώς ο Πομπιντού είχε εργαστεί μέχρι το 1958 στην παγκοσμίου φήμης επενδυτική τράπεζα. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώχθηκε να δημιουργηθούν υπαινιγμοί για τις διασυνδέσεις της πολιτικής εξουσίας και των υψηλών κύκλων του χρηματοοικονομικού τομέα, αλλά και παντός είδους υπονοούμενα. Μετά το βίντεο με άρωμα συνωμοσίας του Πωλ Γκρινιόν «Το χρήμα ως χρέος» (με ελληνικούς υπότιτλους στο https://youtu.be/DIKJCAe3XTQ) το 2006, προκλήθηκε τεράστιος αναβρασμός στο Ίντερνετ, παρά το γεγονός ότι ένα μέρος από τους συνωμοσιολογικούς ισχυρισμούς μπορούσε να καταρριφθεί ανατρέχοντας στα στοιχεία που περιέχονται στα σχολικά εγχειρίδια του μαθήματος της Οικονομίας της Β΄ και της Γ΄ Λυκείου.

Όμως, η αρχή της πολιτικής εντιμότητας θα μπορούσε να διακρίνει τα εξής θετικά στοιχεία ανάμεσα στις αστοχίες:

1) το μικρό θαύμα των «μη ειδικών», οι οποίοι καταπιάστηκαν με ένα προφανέστατα τεχνικό ζήτημα, το οποίο ωστόσο μετατρέπεται –χάρη στα πολιτικά διακυβεύματά του– σε ζήτημα το οποίο θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ενός όσο το δυνατόν ευρύτερου διαλόγου,

2) την εμφάνιση –ίσως με άναρχο τρόπο, αλλά σωτήριο, σε τελική ανάλυση– ενός προβληματισμού αλλά και ερωτημάτων σχετικά με τη νομιμοποίηση των επιτοκίων, της χρηματοδότησης των δημοσίων ελλειμμάτων, των μορφών που μπορεί να λάβει η νομισματική εθνική κυριαρχία, τη θέση που κατέχουν σε μια δημοκρατική κοινωνία οι θεσμοί που εκδίδουν νόμισμα κ.λπ.,

3) την έντονη πολεμική –με την καλύτερη δυνατή έννοια του όρου– η οποία συνοδεύτηκε από την παραγωγή χιλιομέτρων ολόκληρων κειμένων, τη δημιουργία μπλογκ και ιστοσελίδων, τις συζητήσεις και τις διαμάχες στις οποίες υπήρχε ισχυρή τεκμηρίωση κ.λπ. Κι όλα αυτά –ναι– εν μέσω άγνοιας γύρω από ζητήματα τα οποία συχνά ήταν στοιχειώδη, αλλά και περιβόητων στραβοπατημάτων και κραυγαλέων λαθών, ενώ ορισμένοι από τους σφοδρότερους πολέμιους του «νόμου του 1973» αρχίζουν τώρα να αντιλαμβάνονται ότι… κυνηγούσαν τον λάθος λαγό.

Εντούτοις, αυτήν τη συλλογική άσκηση σκέψης, η οποία έχει αφεαυτής αξία παρά το πλήθος των ατελειών της, θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε –αποφεύγοντας να τη σαρκάσουμε– ως μια στιγμή της διαδικασίας της μαθητείας, η οποία αποτελεί τυπικό στάδιο της ενηλικίωσης. Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι οι ελίτ του κατεστημένου εκμεταλλεύονται τα στραβοπατήματα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια αυτής της μαθητείας για να αρνηθούν την ίδια τη μαθητεία. Τους κατανοούμε απόλυτα: αυτό που διακυβεύεται είναι το ενδεχόμενο να στερηθούν οι σφετεριστές τη δυνατότητα να σφετερίζονται την εξουσία και να στερούν την ελευθερία.

Ο συντελεστής μόχλευσης αντιστοιχεί στην αναλογία του δανεισμού που συνάπτει μια τράπεζα για να χρηματοδοτήσει τις θέσεις της στις αγορές σε σχέση με τα ίδια κεφάλαιά της.
Δηλαδή της παθολογικής επικέντρωσης της σκέψης σε ένα και μόνο ζήτημα.

Η Τριμερής Επιτροπή ιδρύθηκε το 1973 για να ενισχύσει τη συνεργασία μεταξύ των φιλονατοϊκών χωρών της Βόρειας Αμερικής, της Ευρώπης και της Ασίας. Σε αυτήν συμμετέχουν προσωπικότητες που προέρχονται από τους χώρους της εξουσίας (διανοούμενοι, πολιτικοί και οικονομικοί ηγέτες). Η Λέσχη Μπίλντερμπεργκ είναι μια άτυπη ομάδα, η οποία ιδρύθηκε το 1954, σε μια συγκυρία όπου εντεινόταν ο Ψυχρός Πόλεμος και λειτουργεί κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά είναι επικεντρωμένη στις ευρωαμερικανικές σχέσεις.

Frédéric Lordon, Οικονομολόγος, συγγραφέας του «La Malfaçon. Monnaie unique européenne et souveraineté démocratique», Les Liens qui Libèrent

Monde Diplomatique – Μετάφραση: Βασίλης Παπακριβόπουλος

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ