Το κλάμα είναι ένα μέσο επικοινωνίας του μωρού με το περιβάλλον του.
Τα βρέφη κλαίνε για δεκάδες διαφορετικούς λόγους. Οι πιο συχνές αιτίες είναι η πείνα, η δίψα, ο πόνος, επειδή έχουν λερώσει την πάνα τους, το κρύο, η αναζήτηση της μητέρας, η υπερδιέγερση και η κούραση.
Επιπλέον, η γενική «ανασφάλεια» που μπορεί να αισθάνεται το βρέφος το οποίο ξαφνικά βρέθηκε από την προστασία που είχε στην κοιλιά της μαμάς του στον έξω κόσμο, το κάνει να επιδιώκει τη σωματική επαφή και τη συναισθηματική επικοινωνία, ακόμα και αν έχουν καλυφθεί όλες του οι φυσικές ανάγκες.
Και το κλάμα είναι ο μόνος τρόπος που διαθέτουν για να ζητήσουν αυτό που θέλουν.
Εχει υπολογιστεί ότι στην ηλικία των δύο εβδομάδων, ένα νεογνό κλαίει κατά μέσο όρο μία ώρα και σαράντα πέντε λεπτά, στην ηλικία των έξι εβδομάδων κλαίει δύο με τρεις ώρες και στους τέσσερις μήνες περίπου μία ώρα το 24ωρο.
Αν έχετε παρατηρήσει τα μωρά κλαίνε, αλλά δεν βγάζουν δάκρυα. Περίπου έξι εβδομάδες μετά τη γέννησή τους, αποκτούν και δάκρυα.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, υπάρχει λόγος που συμβαίνει αυτό.
Τα νεογνά, όπως αναφέρει δημοσίευμα της Daily Mirror, δεν βγάζουν δάκρυα καθώς δακρυγόνοι αδένες ακόμη αναπτύσσονται στις πρώτες εβδομάδες.
Τα περισσότερα βρέφη αρχίζουν να βγαζουν δάκρυα γύρω στην ηλικία των δύο εβδομάδων, αλλά μερικά μπορεί να χρειαστούν περισσότερο χρόνο για την ανάπτυξη των δακρυγώνων αδένων αγωγών – συνήθως μέχρι την ηλικία των δύο μηνών.
Στην αρχή, οι δακρυγόνοι αδένες, που βρίσκονται στην εξωτερική πλευρά κάθε ματιού και παράγουν τα δάκρυα, παράγουν υγρό αρκετό μόνο για να διατηρείται ο βολβός του ματιού υγρός.
Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι έρευνες έχουν συμπεράνει ότι τα παιδιά που δεν είχαν την προσοχή των γονιών τους όταν έκλαιγαν, ήταν πιο επιρρεπή στο άγχος όταν έγιναν ενήλικες.
Όταν η μητέρα ανταποκρίνεται στο κλάμα του, το παιδί δένεται περισσότερο μαζί της και νιώθει πως έτσι χτίζεται μία σχέση «εμπιστοσύνης» μεταξύ τους.
Οπως τονίζουν οι ειδικοί, δεν πρέπει ν’ αφήνουμε τα παιδιά να κλαίνε μόνα τους χωρίς λόγο.