Νεανική παραβατικότητα: Με το βλέμμα στους γονείς


Καθημερινά γινόμαστε γνώστες δυσάρεστων ειδήσεων που αφορούν σε αξιόποινες πράξεις ανηλίκων ή και νεαρών ενηλίκων. Κάποιες από αυτές, οι πιο ακραίες, είθισται να γίνονται πρωτοσέλιδα και να κάνουν το γύρω του διαδικτύου. 14χρονος σκότωσε με κουζινομάχαιρο τον παιδικό του φίλο, δύο 20χρονοι αφού βίασαν και χτύπησαν μέχρι θανάτου μια συνομήλικη τους την πέταξαν στα παγωμένα νερά της Ρόδου ενώ μια 19χρονη συνελήφθη με αρκετά κιλά κοκαίνης στο γειτονικό μας Χονγκ-Κονγκ.

Στο άκουσμα τέτοιων ειδήσεων ο νους των περισσότερων από εμάς, ας μην κρυβόμαστε, θα τρέξει με ταχύτητα φωτός και θα αγκυροβολήσει στους γονείς αυτών των παιδιών. Γιατί πίσω από τα γνήσια και βαθειά αισθήματα συμπόνιας και συμπαράστασης για το δράμα τους, ενυπάρχει, άλλοτε συγκεκαλυμμένη και υπαινισσόμενη και άλλοτε ευθεία και ξεκάθαρη, η πεποίθηση περί γονικής ανεπάρκειας και συν-ευθύνης. Εκφράσεις του τύπου καλά τόσον καιρό δεν είχαν καταλάβει τίποτα, να κάτσουν και αυτοί στο εδώλιο, τι σόι γονείς είναι αυτοί … κτλ ηχούν αναμενόμενες και οικείες.

Ακούγοντας λοιπόν τέτοιες ειδήσεις και ο δικός μου νους τρέχει, δεν αποτελώ εξαίρεση, στους γονείς αυτών των παιδιών με επίσης ανάμικτα συναισθήματα και σκέψεις. Και όταν η λογική και η ψυχραιμία επικρατήσει δε σας κρύβω ότι η συμπόνια και η συμπάθεια κερδίζει έδαφος απέναντι στην αμφισβήτηση και το θυμό. Γιατί το τραύμα αυτών των ανθρώπων, το πλήγμα που υφίσταντο είναι ανείπωτο και βαθύ. Σε μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι ολοκληρώνονται μόνο όταν γίνουν γονείς, όπου στα παιδιά συμπυκνώνεται το νόημα της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, όπου ο ερχομός των παιδιών προβάλλεται από τους γονείς ως μια θαυμαστή ευκαιρία να διορθώσουν και να εξωραΐσουν όλα τα άσχημα της δικής τους ζωής, μια τέτοια εξέλιξη συνιστά μέγιστο πλήγμα όχι μόνο στη γονική τους ταυτότητα αλλά και στην ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη τους.

Τα παραπάνω παραδείγματα νεανικής παραβατικότητας ασφαλώς και μόνο ακραία μπορούν να χαρακτηριστούν, δεν συνιστούν το μέσο όρο. Οι άκρες όμως αυτές είναι συχνά χρήσιμες γιατί αβίαστα και εύστοχα αναδεικνύουν την ωμή πραγματικότητα ενός συστήματος στο οποίο οι άνθρωποι αξιολογούνται, μοριοδοτούνται, ανάλογα με την προκοπή και την εξέλιξη των παιδιών τους. Έχεις καλό παιδί είσαι πετυχημένος και άξιος, έχεις κακό παιδί είσαι αποτυχημένος και ανίκανος, γονιός και άνθρωπος μαζί. Ταπείνωση, απαξίωση, στιγματισμός, κοινωνική απομόνωση, ματαίωση είναι μερικές από τις ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειες που υφίστανται οι γονείς όταν η παραβατική συμπεριφορά ενός παιδιού παίρνει σάρκα και οστά μέσα στο ποινικό σύστημα.

Τι θα μπορούσαμε όμως να πούμε σ αυτούς αλλά και σε όλους εκείνους τους γονείς που νιώθουν ότι έχασαν τον έλεγχο απέναντι στα παιδιά τους, βιώνουν το αίσθημα της αποτυχίας και φορτώνονται με το βάρος της αποκλειστικής ευθύνης για την εξέλιξη των πραγμάτων?

Κατ’ αρχήν ας ξεκινήσουμε με μια αναγκαία παραδοχή: κανένας γονιός δε θέλει να μεγαλώνει δολοφόνους, κλέπτες και εμπόρους ναρκωτικών. Όλοι θέλουμε το καλύτερο για τα παιδιά μας και οι καλές μας προθέσεις δεν πρέπει ποτέ και από κανέναν να τίθενται υπό αμφισβήτηση. Τι συμβαίνει όμως και οι καλές προθέσεις κάποιες φορές δεν είναι από μόνες τους αρκετές?

Πολλοί γονείς στην προσπάθεια τους να διορθώσουν λανθασμένες τακτικές διαπαιδαγώγησης από τους δικούς τους γονείς, από οίστρο και επιθυμία να γίνουν καλύτεροι γονείς από τους γονείς τους, επιλέγουν εκ διαμέτρου αντίθετες παιδαγωγικές πρακτικές από αυτές με τις οποίες εκείνοι μεγάλωσαν. Έτσι, αν οι δικοί τους γονείς ήταν υπερβολικά αυστηροί γίνονται υπερβολικά χαλαροί με τα παιδιά τους, τα μεγαλώνουν χωρίς όρια και δεν τα χαλούν χατίρι, και αν, αντίθετα, οι γονείς τους ήταν υπερβολικά χαλαροί τότε γίνονται αρκετά αυστηροί με τα παιδιά τους. Και στις δύο όμως περιπτώσεις, αυξημένης αυστηρότητας ή υψηλής χαλαρότητας, έχει χαθεί το μέτρο ανάμεσα στην πειθαρχία και την αυτονομία, το σεβασμό και τον έλεγχο. Παρόλα αυτά ποιος μπορεί να μέμψει το κίνητρο αυτού του γονέα που δεν είναι άλλο από το να γίνει καλύτερος από τον δικό του γονιό?

Η γέννηση ενός παιδιού τις περισσότερες φορές είναι το επιστέγασμα της συνειδητής επιλογής και επιθυμίας δύο ανθρώπων να συνοδοιπορήσουν στη ζωή, ο καρπός του έρωτα δύο ενήλικων που ήταν πάνω από όλα σύντροφοι πριν γίνουν γονείς. Τι συμβαίνει όμως και τα ζευγάρια αποκτώντας τη γονική ταυτότητα ξεχνούν τη συντροφική σαν η μητρότητα ή η πατρότητα να μοιάζει τελικά ο αυτοσκοπός τους?

Μύθοι και αξίες για τον καλό γονιό ξεπηδούν από την πρώτη στιγμή που το παιδί έρχεται στον κόσμο: οι ανάγκες του παιδιού πάνω από όλα, αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε, προτεραιότητα έχει τώρα το παιδί. Το ζευγάρι απομονώνεται στο γονικό του ρόλο, παραμελώντας τις ατομικές και συντροφικές τους ανάγκες, έχοντας την πεποίθηση ότι έτσι, δυστυχισμένοι, θα μεγαλώσουν ευτυχισμένα παιδιά. Η έλλειψη όμως συντροφικότητας μακροπρόθεσμα επιφέρει ψυχολογικές συνέπειες στα παιδιά καθώς τα στερεί από το πρότυπο μιας υγιούς συναισθηματικής σχέσης και τα ωθεί συχνά σε συνασπισμούς ή συμμαχίες με τον έναν από τους δύο γονείς, συνήθως τον πιο ευάλωτο. Και πάλι όμως ποιος μπορεί να μέμψει το γονιό εκείνο που αφοσιώνεται στα παιδιά του χάνοντας τον ίδιο τον εαυτό του, που παραμελεί και βάζει σε χαμηλή προτεραιότητα τις ατομικές του ανάγκες?

Η γονική ιδιότητα, συγχωρέστε με αν κάνω λάθος, περιγράφεται διαχρονικά περισσότερο ως τέχνη παρά ως επάγγελμα. Το να σαι καλός γονιός δε διδάσκεται, δε μαθαίνεται, απαιτεί μόνο, προϋποθέτει αγάπη στα παιδιά, φαντασία, δημιουργικότητα και έμπνευση. Μαζί με το επάγγελμα του πολιτικού είναι, ίσως, τα μοναδικά επαγγέλματα στα οποία δεν απαιτείται καμία πείρα, εκπαίδευση και κατάρτιση.

Αν υποθέσουμε όμως ότι έστω το ταλέντο είναι αρκετό για να πετύχεις και αυτό το ταλέντο κληροδοτείται από γενιά σε γενιά, ποιος μπορεί να μέμψει τους γονείς εκείνους που είναι λιγότερο ταλαντούχοι στο ρόλο τους επειδή απλά δεν είχαν την τύχη να είναι απόγονοι εξαιρετικά ταλαντούχων στην παιδαγωγική προγόνων? Υπάρχουν άνθρωποι εξαιρετικά καλλίφωνοι, γεννημένοι για να τραγουδούν και να μαγεύουν με τη φωνή τους όσους έχουν την τύχη να τους ακούνε, οι οποίοι συχνά είναι και αυτοδίδακτοι. Για όλους όμως εμάς, τους κοινούς θνητούς, που δεν είχαμε την τύχη να κληρονομήσουμε ένα τέτοιο ταλέντο για ένα πράγμα είμαι βέβαιη: Αν θέλουμε να τραγουδάμε τουλάχιστον χωρίς να φαλτσάρουμε πρέπει να μελετήσουμε και να εξασκηθούμε. Κι ενώ η συστηματική μελέτη και η εξάσκηση γενικά θεωρείται αναγκαία και επιβεβλημένη, ενισχύει τη θέση μας και πολλαπλασιάζει τις προοπτικές μας, σε όποιον τομέα κι αν καταπιαστούμε, η μελέτη και η εξάσκηση στον πιο απαιτητικό και κρίσιμο ρόλο μας, αυτόν του γονιού θεωρείται ακόμα ήσσονος σημασίας, ίσως και ένδειξη αδυναμίας. Ποιος μπορεί, λοιπόν, να μέμψει τους γονείς εκείνους που μολονότι επιθυμούν εν τέλει διστάζουν να δουλέψουν τον γονεικό τους ρόλο καθώς η συμμετοχή σε εκπαιδευτικές ομάδες όπως οι Σχολές Γονέων ή η επίσκεψη σε ειδικό ψυχικής υγείας συμπαρασύρει στίγμα, ελάττωμα και αποτυχία?

Tα ποινικά, λοιπόν, δικαστήρια, δικάζουν τους νεαρούς παραβάτες και τα λαϊκά, αυτά που στήνονται μέσα στα σπίτια, στις γειτονιές και σε χώρους εργασίας τους γονείς. Αυτά τα τελευταία επιδικάζουν, μάλιστα, και τις πιο αυστηρές ποινές αγνοώντας όμως ότι καταδικάζοντας τους γονείς καταδικάζουν και την ίδια την κοινωνία, τον καθένα από εμάς, που σιωπηρά συναινεί καθώς αναπνέει στην ίδια περιρρέουσα ατμόσφαιρα και, θέμα συγκυρίας και συγχρονισμού, μπορεί να βρεθεί στην ίδια θέση.

Επιμέλεια: Κουτσογιαννίδου Σοφία, Ψυχοθεραπεύτρια- Οικογενειακή θεραπεύτρια- Ms Κοινωνικη Λειτουργος

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ