Οταν σκέφτεσαι τον Τομ Χανκς, πιθανότατα στον νου έρχονται οι ερμηνείες του στις ταινίες «Φιλαδέλφεια», «Φόρεστ Γκαμπ», για τις οποίες βραβεύτηκε με Οσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου. Αν όμως δεν ήταν η Νόρα Εφρον, η Αμερικανίδα σκηνοθέτρια της αισθηματικής κομεντί «Αγρυπνος στο Σιάτλ», δεν θα γνωρίζαμε τον χολιγουντιανό σταρ και με την «όψη» του συγγραφέα.
«Η Νόρα πάντα μου έλεγε “λοιπόν, εσύ το έγραψες αυτό”. Και της απαντούσα, “δεν το έγραψα εγώ, είναι ο εαυτός μου που παραπονιέται σε μια πρόβα”. Και αυτή επέμενε: “Οχι, όχι, έτσι είναι, αυτή είναι η συγγραφή”», εξομολογείται ο Τομ Χανκς στην Κέιτ Σάμιουελσον, σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο Time τον Νοέμβριο του 2017.
Εκείνη την εποχή έκανε το συγγραφικό του ντεμπούτο στις ΗΠΑ με τη συλλογή διηγημάτων «Ασυνήθιστα στοιχεία», που μόλις τώρα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Αντώνη Καλοκύρη. Δεκαεπτά ξεχωριστές ιστορίες, που ενθουσίασαν αναγνώστες και ειδικούς. «Ολόκληρη η αμερικανική ζωή είναι εδώ! Απίστευτο», έγραψαν οι Sunday Times. «Οταν διαβάζεις τα “Ασυνήθιστα στοιχεία” του Τομ Χανκς είναι σαν να ανακαλύπτεις ότι η Αλις Μονρό είναι επίσης η σημαντικότερη ηθοποιός της εποχής μας», έγραψε η μπεστσελερίστα Αν Πάτσετ, ενώ ο γνωστός ηθοποιός Στιβ Μάρτιν υπερθεματίζει: «Αποδεικνύεται ότι ο Τομ Χανκς είναι συν τοις άλλοις και ξεκαρδιστικός συγγραφέας, με αστείρευτα πρωτότυπη σκέψη».
Ευφυής, πρωτότυπος, τρυφερός μα και συγκινητικός, ο Χανκς, που αγαπάει την Ελλάδα -με την ελληνικής καταγωγής σύζυγό του, επίσης ηθοποιό, Ρίτα Γουίλσον μας επισκέπτονται τα καλοκαίρια-, δίνει μια έντονη ατμόσφαιρα αμερικανικής καθημερινότητας, φιλίας, ζωής και οικογένειας στις μικρές ιστορίες του. Μια πυρετική, αστεία σεξουαλική σχέση μεταξύ δύο φίλων. Ενας βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που αντιμετωπίζει τα συναισθηματικά και σωματικά τραύματά του.
Τα “Ασυνήθιστα στοιχεία” του Τομ Χανκς
Ενας ηθοποιός βήτα διαλογής που βρίσκεται ξαφνικά στο επίκεντρο της δημοσιότητας και μια χαοτική περιοδεία δημοσιογραφικής προώθησης είναι ορισμένοι από τους χαρακτήρες και τα συστατικά στοιχεία των ιστοριών του. Οπως κι ένας αρθρογράφος στην εφημερίδα μιας μικρής πόλης, με απαρχαιωμένες απόψεις για τον σύγχρονο κόσμο. Μια γυναίκα που προσαρμόζεται στη ζωή μετά το διαζύγιο, σε μια καινούργια γειτονιά. Τέσσερις φίλοι που πάνε μέχρι τη Σελήνη και επιστρέφουν, με έναν πύραυλο κατασκευασμένο στην πίσω αυλή ενός σπιτιού. Κι ένας έφηβος σέρφερ που ανακαλύπτει τυχαία την κρυφή ζωή του πατέρα του.
«Τα περισσότερα από τα διηγήματα των “Ασυνήθιστων στοιχείων” έχουν αφετηρία τον τίτλο του βιβλίου. Προσπάθησα να βρω μια μικρή δόση ποιητικής πρόζας μέσω του τίτλου και να τη διοχετεύσω στις ιστορίες μου», λέει. Η ιδιαιτερότητα είναι ότι όλες έχουν έναν συνδετικό κρίκο: μια γραφομηχανή διαδραματίζει κάποιον ρόλο, κεντρικό ή συμπληρωματικό. Δεν είναι τυχαίο, αφού, όπως αποκάλυψε ο Τομ Χανκς στο Time, είναι φανατικός συλλέκτης γραφομηχανών από όλο τον κόσμο κι έχει στην κατοχή του πάνω από 150. «Δεν θέλω να με θάψουν με τις γραφομηχανές. Δεν ξέρω πόσα κοιμητήρια μπορούν να δεχτούν 140 γραφομηχανές», δήλωσε με το γνωστό του χιούμορ. «Το να συλλέγεις γραφομηχανές είναι πιο οικονομικό από το να συλλέγεις αυτοκίνητα».
Πάντως, δεν τις χρησιμοποιεί για να γράψει τα διηγήματά του, παρά μόνο για σημειώσεις ή για τη λίστα του σουπερμάρκετ κι όταν επιχείρησε να «χτυπήσει» σε γραφομηχανή κάτι πιο λογοτεχνικό, έπειτα από πέντε σελίδες εγκατέλειψε την προσπάθεια…«αποδείχτηκε καταστροφικό!».
Ο σπουδαίος ηθοποιός είχε δείξει «δείγμα γραφής» από το 2014, όταν δημοσίευσε στον New Yorker μια μικρή ιστορία με τίτλο «Alan Bean Plus Four». O ίδιος δηλώνει ότι δεν διαβάζει ποίηση, του αρέσουν τα ταξιδιωτικά βιβλία του Μπιλ Μπράισον, τα ιστορικά του Ουίλιαμ Μάντσεστερ και αγαπάει ιδιαίτερα τη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης («είναι τόσο όμορφη που δεν μπορείς να διαβάσεις εκεί μέσα. Είναι μαγευτικό να κάθεσαι εκεί περιτριγυρισμένος από λογοτεχνία»). Οσο για το βιβλίο που του πήρε χρόνια να τελειώσει ήταν ο «Μόμπι Ντικ»: «Ημουν από τους τύπους που προσποιούνταν ότι είχαν διαβάσει τον “Μόμπι Ντικ”. Δεν το έκανα μέχρι που πάτησα τα 50…».
Επιμέλεια: Παρή Σπίνου