Ένα γράμμα της κόρη μου προς εμένα, που «έλαβα» το 2046
Σε θυμάμαι ίσως σχεδόν μόνιμα και για κάμποσο καιρό με μάτια υγρά έτοιμα να βρέξουν τα μάγουλα σου. Σε θυμάμαι να μην χαμογελάς, ή ακόμη ακόμη όταν το πάλευες φιλότιμα, να δυσκολεύεσαι να το καταφέρεις και η προσπάθεια σου δεν άνεχε παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα μονάχα. Και όταν τα κατάφερνες θυμάμαι τα μάτια σου να παραμένουν υγρά κ θλιμμένα. Λες και γελούσε όλο το υπόλοιπο αλλά ποτέ τα μάτια σου…
Θυμάμαι να προσπαθώ να σε αποσπάσω από τη θλίψη σου. Να πασχίζω για να κερδίσω την προσοχή σου, να την «τραβήξω» έστω για λίγο από το γκρίζο και να σε κάνω έστω για ένα δευτερόλεπτο να χαμογελάσεις, ή και να θυμώσεις! Σε προτιμούσα άλλωστε θυμωμένη από λυπημένη κι ας μην το συνειδητοποιούσα τότε. Βλέπεις μαμά, ακόμη δεν είχα καταλάβει ότι έψαχνες κι εσύ να σε βρεις και όχι μόνον εγώ και ο Αχιλλέας…
Θυμάμαι να προσπαθώ να σε κάνω να σηκωθείς μαζί μου από νωρίς από το κρεβάτι. Να φάμε μαζί πρωινό, να μιλήσουμε στην δική μου ακαταλαβίστικη γλώσσα, τότε που και σε εμένα ήταν όλα μπερδεμένα. Κι εσύ πολλές φορές το προσπάθησες. Τώρα ξέρω ότι το προσπάθησες, τότε όμως δεν το θεωρούσα αρκετό. Μάλλον επειδή μου έλειπες κι ας ήσουν πάντοτε εκεί! Άλλες φορές θύμωνες που δεν μπορούσες να με καταλάβεις, άλλες προσπαθούσες να συμμετέχεις στο φαντασιακό μου, άλλες εκνευριζόσουν, άλλες μου το έλεγες, άλλες όχι, άλλες χανόσουν και πάλι στις δικές σου πνιγηρές σκέψεις. Σε έβλεπα να πνίγεσαι, μαμά, αλλά τότε δεν μπορούσα να καταλάβω τι μπορεί να σου συμβαίνει. Αφού σε ένιωθα ΤΟΣΟ δυνατή για τα πάντα…
Θυμάμαι να μου δίνεις δημητριακά για μεσημεριανό επειδή δεν πρόλαβες να μαγειρέψεις. Θυμάμαι να σε παίρνει ο ύπνος όρθια στον καναπέ, ή όταν μας διάβαζες παραμύθι για να κοιμηθούμε εμείς. Συχνά μας προλάβαινες όμως!!
Σε θυμάμαι συνέχεια κουρασμένη μαμά. Και τότε δεν καταλάβαινα γιατί. Δεν ήξερα πόσο μπορεί να σε κουράσουν οι θλιμμένες σκέψεις ούτε και πόσο μπορούνε να σε πνίξουν μέχρι να σε κατασπαράξουν τελικά.
Θυμάμαι τα αγχωμενα πρωινά για να προλάβεις και τα «δεν θέλω να μου φωνάξει πάλι ο διευθυντής! Τρέξτε!».
Θυμάμαι τις φωνές σου. Κάμποσες φορές και για το τίποτα…
Θυμάμαι να έρχεσαι στο κρεβάτι ενώ νόμιζες ότι κοιμάμαι και να μου ζητάς συγνώμη που δεν ήσουν μια καλή μαμά εκείνη την ημέρα. Θυμάμαι να με φιλάς με βρεγμένα χείλη. Μάλλον έκλαιγες… Και τότε καταλάβαινα ότι έκλαιγες, αλλά όχι το «γιατί»…
Κάμποσο καιρό μετά σε θυμάμαι να αρχίζεις να χαμογελάς και σιγά σιγά να βλέπω τα μάτια σου να λάμπουν. Θυμάμαι τις φωνές να μειώνονται μέχρι που εξαφανίστηκαν.
Θυμάμαι να ξυπνάς πολύ πιο εύκολα. Να τρως μαζί μου πρωινό και να γελάς με τις ιστορίες που σου ετοίμαζα εκείνη μόλις τη στιγμή. Θυμάμαι να σε βλέπω ακόμη πιο όμορφη. Θυμάμαι να σε βλέπω να προσπαθείς! Και ήσουν ΕΜΠΝΕΥΣΗ όταν σε έβλεπα να προσπαθείς να φτιάξεις ακόμη και τον απορροφητήρα που δεν άναβε! Και κάπως έτσι, μέσα από εσένα άρχισα και εγώ να προσπαθώ για τα δικά μου «δύσβατα»…
Θυμάμαι να βάζεις όρια. Σε όλους μας! Και πόσο ασφαλής άρχισα να νιώθω μέσα τους κι ας κλωτσούσα στην αρχή…
Θυμάμαι να μας παραδέχεσαι συχνά τα λάθη σου και να συζητάμε τα βράδια τις συμπεριφορές της ημέρας που πέρασε. Τα σωστά, τα άδικα, τα αστεία, τα λυπηρά, τα επιτεύγματα. Δικά μας και δικά σου. Και μετά κάναμε μικρές αναδρομές σε παλιότερες συμπεριφορές και μνήμες και προσπαθούσαμε μέσα από αυτό «να μαθαίνουμε από τα λάθη μας» αλλά και «δεν πειράζει. Την επόμενη φορά θα ξέρουμε πως να φερθούμε».
Θυμάμαι να μας λες «δεν με νοιάζει να τα καταφέρετε, αρκεί να σας βλέπω να το προσπαθείτε» και μέχρι σήμερα ακούγεται η φωνή σου στο κεφάλι μου να μου λέει ΑΚΡΙΒΩΣ αυτο…
Θυμάμαι να λες «όταν χρειάζεσαι βοήθεια, ΖΗΤΑ ΤΗΝ!! Σε παρακαλώ!» βάζοντας ιδιαίτερη ένταση στη φωνή σου στα τελευταία. Και νομίζω πως τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσες.
Ευτυχώς που ζήτησες βοήθεια μαμά και σε ξαναβρήκες…
Και μαζί με εσένα, σε βρήκαμε και εμείς…
Μαρίνα Π.
Μάιος 2046
Γράφει η Αύρα Φούκου