Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας αξιοσέβαστος ερημίτης που ζούσε στην σπηλιά ενός βουνού. Όλη μέρα δεν έπινε ούτε σταγόνα νερό. Μόνο το βραδάκι ικανοποιούσε τη δίψα του. Όταν νύχτωνε, έβλεπε ένα αστέρι να αστράφτει στο στερέωμα με εκθαμβωτική λάμψη: ήταν οι θεοί που επιδοκίμαζαν την ταπεινότητά του.
Κάποια μέρα, ένας νεαρός του ζήτησε να ζήσει κοντά του και να ακολουθήσει τον δικό του τρόπο ζωής. Ο γέροντας δέχτηκε. Την επόμενη μέρα κατέβηκαν μαζί να βρουν νερό στο ρυάκι που κυλούσε στη μέση της κοιλάδας. Ούτε ο γέρος ερημίτης ήπιε από το κρυστάλλινο νερό, ούτε ο νεαρός, που ήθελε να τον μιμείται σε όλα.
Ανέβηκαν την απότομη πλαγιά. Η ζέστη ήταν αφόρητη και είχαν εξαντληθεί από την κούραση. Ο νεαρός τον κοιτούσε με τα χείλη του ξεραμένα και τον παρακολουθούσε με τα μάτια να τον αφήσει να πιει έστω μία σταγόνα από το κανάτι που κουβαλούσε στον ώμο του. Κάθισαν στην άκρη του δρόμου για να ξεκουραστούν.
Ο γέρος σκεφτόταν: «Αν δεν πιω εγώ, ούτε ο νεαρός θα πιει. Αλλά αν πιω, απόψε το βράδυ δεν θα δω το αστέρι». Πόσες αμφιβολίες έτρωγαν την ψυχή του ερημίτη! Τελικά, την επόμενη φορά που σταμάτησαν, ο γέρος, από συμπόνια για το παιδί που διψούσε, πήρε το κανάτι, το έφερε στο χείλος του και ήπιε. Πώς άστραψαν τότε τα μάτια του νεαρού!
– Μπορώ κι εγώ να πιω;
– Ναι, παιδί μου. Αφού ήπια εγώ, πιες κι εσύ.
Το βραδάκι, ο γέροντας δεν τολμούσε να σηκώσει τα μάτια του στον ουρανό γιατί πίστευε πως οι θεοί δεν θα τον άφηναν να δει το αστέρι. Ωστόσο, όταν τελικά έριξε μια ματιά, είδε πως εκείνη τη νύχτα, στον θολό του ουρανό, έλαμπαν δύο αστέρια.
Απόσπασμα από το βιβλίο «20 αξίες της ζωής», των Εστέβε Πουχόλ Ι Πονς, Ινές Λουθ Γκονθάλεθ