Μια άγραφη Παράδοση λαϊκής ευσέβειας και προελεύσεως είναι και το να μην συναντιούνται ο γαμπρός και η νύφη μια εβδομάδα ή περισσότερο πριν από το γάμο τους. Αυτό το τοπικό έθιμο πιθανόν να κρύβει μέσα του κάποιο συμβολισμό τον οποίον θα προσπαθήσουμε να ερευνήσουμε.
Καταρχάς ευθύς εξ αρχής πρέπει να σημειώσουμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει θεσπίσει τέτοια έθιμα στην παράδοσή της. Άρα αυτό το έθιμο δεν είναι της Ορθοδόξου Παραδόσεώς μας.
Κι αυτό γιατί για την ορθόδοξη διδασκαλία σημασία δεν έχει το να μη συναντήσει ο γαμπρός τη νύφη μια βδομάδα πριν από το γάμο ή περισσότερο ή λιγότερο χρονικό διάστημα, αλλά σημασία για την Εκκλησία μας έχει πως ο γαμπρός και η νύφη θα κρατηθούν αγνοί και άσπιλοι μέχρι την ήμερα, που η Εκκλησία θα ευλογήσει το γάμο τους στο ναό.
Άρα λοιπόν για την Εκκλησία μεγαλύτερη σημασία έχει η καθαρότητα του βίου και η αποχή από τις προγαμιαίες λεγόμενες σχέσεις και επαφές του ζευγαριού. Το τοπικό αυτό έθιμο πιθανόν να θέλει να διατηρήσει εν μέρει αυτή την αλήθεια της Εκκλησίας, προφυλάσσοντας τουλάχιστον το μελλοντικό ζευγάρι από σχέσεις πριν από το γάμο τους, έστω κι αν αυτό το διάστημα ορίζεται ως μια εβδομάδα.
Κατά την ταπεινή μου άποψη, θα ήταν ορθότερο, μιας και το μυστήριο του γάμου σήμερα έχει αποσυνδεθεί από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, την ήμερα πού θα τελεσθεί ο γάμος, το πρωί αυτής της ημέρας οι μελλόνυμφοι να συμμετάσχουν, εφόσον προηγηθεί και το μυστήριο της εξομολογήσεως και με την ευλογία του πνευματικού τους πατέρα, στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, στο κοινό ποτήριο ζωής, που δεν είναι απλό και ευλογημένο κρασί του γάμου, όπως αυτό ισχύει σήμερα κατά το γάμο, αλλά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
Οπότε καταρρίπτεται το παραπάνω έθιμο εν ονόματι της Θείας Κοινωνίας, της μετοχής των μελλονύμφων στο αληθινό ποτήριο ζωής. Σήμερα όμως τα πάντα τείνουν να ξεφεγουν από τις ορθόδοξες παραδόσεις μας και φυσικά και ό,τι ακόμη σχετίζεται με το μυστήριο του γάμου.
Έτσι το μελλοντικό ζεύγος τηρεί τυπικές άγραφες διατάξεις χωρίς περιεχόμενο και χωρίς νόημα, μιας και όλες, τοπικές ή μη, παραδόσεις δεν έχουν μέσα τους το πνεύμα του Θεού και οι ακολουθούντες αυτές φέρονται μάλλον σαν φερέφωνα και φυσικά κάνουν κάτι, ή το ακολουθούν χωρίς ταυτόχρονα να το κατανοούν και να το βιώνουν εις βάθος. Για το λόγο αυτό το έθιμο αυτό θα πρέπει να βρει τη σωστή του ορθόδοξη τοποθέτηση, πού δεν είναι άλλη από τη διατήρηση της αμοιβαίας αγνότητας και καθαρότητας των μελλονύμφων.
Τέλος πάντων, κάποια πράγματα, έστω κι αν αυτά τηρούνται χρόνια στις τοπικές μας κοινωνίες, όσο σεβαστές κι αν είναι αυτές, θα πρέπει να κρίνονται με γνώμονα όχι μόνο το ρητό που λέει έτσι τα βρήκαμε και τ’ ακολουθούμε, αλλά το πως αυτά τα βλέπει η Ορθόδοξος Εκκλησία μας μέσα στην προοπτική της σωτηρίας μας.