Ιστορίες «λυκανθρώπων» Δεν είναι άλλοι από τους λυκόμορφους Ραν Μαλτσέχ! Οι 5 πιο σκοτεινές περιπτώσεις λυκανθρώπων στην ιστορία
Σε αυτό το βίντεο μετράμε αντίστροφα 5 περιπτώσεις λυκανθρώπων σε όλη την ιστορία.
Υπάρχουν πολλές ιστορίες για λυκάνθρωπους. Κατά τον Μεσαίωνα και την πρώιμη σύγχρονη περίοδο, ύποπτοι λυκάνθρωποι δικάζονταν σαν μάγισσες και συχνά βασανίζονταν για να ομολογήσουν ότι είχαν λάβει τα δέρματα του λύκου και τις ειδικές αλοιφές τους από τον Σατανά.
Σε αυτή τη λίστα μετράμε αντίστροφα 5 υποτιθέμενες περιπτώσεις λυκανθρώπων.
- Number 5 – Gilles Garnier
- Number 4 – Claudia Gaillard
- Number 3 – Thiess
- Number 2 – Jean Grenier
- Number 1 – Werewolf Of Chalons (Demon Tailor)
Τι είναι οι λυκάνθρωποι;
Ως λυκάνθρωπος θεωρείται στη λαϊκή κουλτούρα, ο άνθρωπος που έχει την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε λύκο (ή, ειδικά στις σύγχρονες ταινίες, σε ένα θηριανθρωπικό υβριδικό πλάσμα που μοιάζει με λύκο), είτε κατά βούληση είτε μετά από κατάρα είτε κατά τύχη (συχνά δάγκωμα ή γρατζουνιά από άλλον λυκάνθρωπο), με τις μεταμορφώσεις να συμβαίνουν τη νύχτα της πανσελήνου.
Ο λυκάνθρωπος ήταν μια ευρέως διαδεδομένη φιγούρα στην ευρωπαϊκή λαογραφία, ιδίως κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Από την Ευρώπη οι δοξασίες για τους λυκάνθρωπους εξαπλώθηκαν και στον Νέο Κόσμο.
Η πίστη στους λυκάνθρωπους αναπτύχθηκε παράλληλα με την πίστη στις μάγισσες, κατά τη διάρκεια του ύστερου Μεσαίωνα και της πρώιμης νεότερης περιόδου.
Όπως και οι δίκες για μαγεία στο σύνολό τους, η δίκη των υποτιθέμενων λυκανθρώπων εμφανίστηκε στη σημερινή Ελβετία (ιδίως στο Καντόνι του Βαλαί και του Βω) στις αρχές του 15ου αιώνα και εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη τον 16ο αιώνα, κορυφώθηκε τον 17ο αιώνα και υποχώρησε τον 18ο αιώνα.
Η περίπτωση του Πέτερ Σταμπ (Peter Stumpp) (1589) (γνωστού και «Ο λυκάνθρωπος του Μπέντμπουργκ» οδήγησε σε κορύφωση του ενδιαφέροντος και της δίωξης των υποτιθέμενων λυκανθρώπων, κυρίως στη γαλλόφωνη και γερμανόφωνη Ευρώπη.
Το φαινόμενο παρέμεινε περισσότερο στη Βαυαρία και την Αυστρία, όπου καταγράφηκαν διώξεις μέχρι πολύ μετά το 1650, ενώ οι τελευταίες περιπτώσεις σημειώθηκαν στις αρχές του 18ου αιώνα στην Καρινθία και τη Στυρία.