Η μάχη της Κόνιτσας δεν ήταν ένα απλό συμβάν της τρίχρονης πολεμικής αναμέτρησης, που είναι πλέον γνωστή ως Ελληνικός Εμφύλιος. Αποτέλεσε σύγκρουση καταλυτικής σημασίας, σε πολιτικό κυρίως επίπεδο. Η ηρωική αντίσταση της μικρής και απομονωμένης φρουράς για περισσότερο από μία εβδομάδα οδήγησε σε ναυάγιο τα μεγαλεπήβολα όσο και ουτοπικά σχέδια του Ζαχαριάδη, ο οποίος είχε μόλις συγκροτήσει την «προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση» και αναζητούσε εναγωνίως την έδρα της, αλλά και μέσω αυτής την αναγνώριση από τα «αδελφά» καθεστώτα.
Η Κόνιτσα όμως αποτέλεσε την αρχή του τέλους του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Τα «λαοκρατικά» καθεστώτα, με πρώτη τη σταλινική Σοβιετική Ένωση, αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την προσωρινή κυβέρνηση του Ζαχαριάδη -πολιτική που ακολούθησαν μέχρι τέλους- αφήνοντάς τον έκθετο και απέναντι στους συντρόφους του, αλλά και σε ολόκληρο τον ελληνικό λαό, που στη συντριπτική του πλειοψηφία δεν συμμεριζόταν το «λαοκρατικό» του όραμα.
Το 1947 ήταν ένα από κρίσιμα έτη του Εμφυλίου. Ήταν έτος αποτυχιών για τον Ελληνικό Στρατό, τόσο λόγω απειρίας της ηγεσίας του -τουλάχιστον όσον αφορά τη μορφή του αγώνα που έπρεπε να δώσει- όσο και λόγω σοβαρών ελλείψεων σε πολεμικό υλικό. Οι αντάρτικες ομάδες του Μάρκου είχαν ισχυροποιηθεί αρκετά, ώστε να αρχίσουν να μετατρέπονται σε πραγματικό στρατό. Σημαντικός πολλαπλασιαστής ισχύος του ΔΣΕ ήταν η εξασφάλιση βάσεων επιχειρήσεων στην Πίνδο.
Με τον τρόπο αυτό ήταν εξασφαλισμένες οι γραμμές συγκοινωνιών με την Αλβανία του δολοφόνου των Ελλήνων Χότζα (βάση Ρούμπικ), τη Γιουγκοσλαβία του διεκδικητή της Μακεδονίας Τίτο (βάση Μπούλκες) και την αδύναμη ακόμη Βουλγαρία (βάση Μπεκοβίτσα). Ακόμη και αν πιέζονταν, άλλωστε, οι δυνάμεις του ΔΣΕ, μπορούσαν πάντοτε να καταφύγουν στα εδάφη των κρατών αυτών και να αναδιοργανωθούν εκεί που ο Ελληνικός Στρατός δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει.
Οι χώρες αυτές αποτέλεσαν και τον κύριο προμηθευτή πολεμικού υλικού για τον ΔΣΕ, η δράση του οποίου -αν και δεν είχε ακόμη λάβει αυτό το όνομα ακόμη- επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο εντός του 1947. Ο Ελληνικός Στρατός εξαπέλυσε τότε την επιχείρηση «Τέρμινους», που όμως δεν είχε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Το 1947 η δύναμη του ΔΣΕ σε όλη την Ελλάδα υπολογιζόταν σε 20.000 μαχητές.
Η ηγεσία του ΔΣΕ και του τότε ΚΚΕ μετά την αποτυχία της επιχείρησης «Τέρμινους» υπεραισιοδοξούσε. Υπολόγιζε ότι εντός του 1947 ο πόλεμος θα μπορούσε να λήξει με την επικράτησή της, λόγω της συνεχούς φθοράς του αντιπάλου και πάνω από όλα, λόγω της αδυναμίας του να προκαλέσει σοβαρά πλήγματα στον ΔΣΕ.
Παράλληλα, σε πολιτικό επίπεδο, τον Δεκέμβριο του 1947 ανακοινώθηκε από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς Βελιγραδίου και Τιράνων η ίδρυση της «προσωρινής δημοκρατικής κυβέρνησης» με «πρωθυπουργό» τον Μάρκο Βαφειάδη. Η ιδέα για τη συγκρότηση της «προσωρινής δημοκρατικής κυβέρνησης» ήταν γέννημα του Τίτο, που «ρίχτηκε» στο τραπέζι πριν από την περιβόητη συνάντηση του Μπλεντ (2 Αυγούστου 1948), όπου Τίτο και Δημητρόφ μοίρασαν ουσιαστικά τη Μακεδονία. Η ιδέα υιοθετήθηκε από τον Ζαχαριάδη, ο οποίος πίστευε ότι θα κέρδιζε την άμεση αναγνώριση των «σοσιαλιστικών» κρατών.
Στις 23 Δεκεμβρίου ανακοινώθηκε πρώτα από το ραδιοφωνικό σταθμό του Βελιγραδίου η συγκρότηση της «προσωρινής δημοκρατικής κυβέρνησης» και την επομένη, ημέρα έναρξης της μάχης της Κόνιτσας, ο Βαφειάδης απηύθυνε διάγγελμα στον ελληνικό λαό. Η Ελλάδα βρέθηκε τότε κυριολεκτικά με την πλάτη στον τοίχο.
Οι δυνάμεις του ΔΣΕ κσι το σχέδιο ενεργείας τους
Οι δυνάμεις του ΔΣΕ εντός του 1947 είχαν αρχίσει να οργανώνονται σε τακτική βάση. Συγκροτήθηκαν τάγματα, ταξιαρχίες και αργότερα μεραρχίες. Βασικός σχηματισμός ελιγμού ήταν η ταξιαρχία. Για την επιχείρηση κατά της Κόνιτσας ο Μάρκος διέθεσε δύο ισχυρές ταξιαρχίες του, την 32η ταξιαρχία του Σοφιανού και την 16η ταξιαρχία του Παλαιολόγου, ενισχυμένες με δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες.
Ένα ενισχυμένο με τμήμα σαμποτέρ τάγμα διατέθηκε για την κάλυψη της κύριας επιχείρησης από την κατεύθυνση Καλπάκι – Γκραμπάλα. Επίσης, οι Ταξιαρχίες των Αγράφων, του Λευτέρη, του Υψηλάντη και του Χειμάρρου ανέλαβαν την απομόνωση του πεδίου της μάχης από τα νότια και νοτιοδυτικά, από το Πωγώνι, τη Μουργκάνα, τη Μεγάλη Ράχη.
Η Ταξιαρχία Σοφιανού άρχισε τη μάχη με 4 τάγματα, για να ενισχυθεί με ένα ακόμη στις 26 Δεκεμβρίου και με ακόμη ένα στις 27. Επίσης, σε αυτήν διατέθηκαν οι δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες των 75 χιλ. Άλλα 10 τάγματα διατέθηκαν σε αποστολές κάλυψης. Συνολικά, λοιπόν, ο ΔΣΕ στη μάχη της Κόνιτσας έριξε περί τους 6.000 μαχητές, με καλό και πλούσιο οπλισμό.
Το σχέδιο δράσης του Μάρκου προέβλεπε την κατάληψη σε πρώτη φάση της γέφυρας Μπουραζάνι από την Ταξιαρχία Παλαιολόγου, προς απομόνωση της πόλης και κατόπιν την προώθησή της προς τα νοτιοδυτικά, με στόχο την κατάληψη της γραμμής των υψωμάτων Βίγλα – Πελεκάνα – Βασιλικά, με στόχο την αντιμετώπιση κάθε πιθανής κίνησης ενίσχυσης της πολιορκημένης φρουράς της Κόνιτσας.
Η Ταξιαρχία του Σοφιανού θα επετίθετο κατά της πόλης από τα βορειοδυτικά με στόχο την κατάληψή της. Οι λοιπές μονάδες θα ενίσχυαν τις δυνάμεις αποκοπής επί του δημοσίου δρόμου Καλπάκι – Βίγλα – γέφυρα Μπουραζάνι – Κόνιτσα και θα κάλυπταν το μέτωπο επί του Βοϊδομάτη ποταμού με σημείο στηρίγματος την ηρωική Γκραμπάλα -εκεί που ο Κατσιμήτρος τσάκισε του Ιταλούς το 1940.
Έχοντας ολοκληρώσει τις προετοιμασίες, η ηγεσία του ΔΣΕ αποφάσισε να εκτελεστεί αιφνιδιαστική επίθεση κατά της Κόνιτσας αφού πρώτα η πόλη θα είχε απομονωθεί με την κατάληψη επίκαιρων θέσεων στη γύρω περιοχή.
Το επιλεγέν σχέδιο βασιζόταν για την επιτυχία του στον άριστο συντονισμό μεταξύ των μονάδων που θα συμμετείχαν, συντονισμός που προϋπέθετε ένα υποφερτό τουλάχιστον δίκτυο διαβιβάσεων, το οποίο υπήρχε, τη συνεχή επίβλεψη της επιχείρησης από τη διοίκηση, ώστε να μπορεί αυτή να επεμβαίνει αποφασιστικά στον αγώνα και να επιβάλει το κύρος της και πάνω από όλα μία σχετική τουλάχιστον ικανότητα διοίκησης από τους κατά τόπους διοικητές – εκτελεστές.
Στα δύο τελευταία σημεία ο ΔΣΕ έπασχε δραματικά. Η ανώτατη διοίκηση φάνηκε από τις ενέργειές της κατά τη διάρκεια της μάχης ότι δεν ήταν ικανή να επιβάλει τις θελήσεις της, όντας άλλωστε πολύ μακρά του πεδίου της μάχης, ενώ όσον αφορά την ποιότητα των διοικήσεων, παρά τα βαρύγδουπα ψευδώνυμα των διοικητών, υπήρχαν σοβαρά προβλήματα.
Οι δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού
Για τον Ε.Σ. η μάχη της Κόνιτσας εξελίχθηκε σε σκληρή δοκιμασία. Στην ίδια την πανέμορφη ηπειρωτική κωμόπολη η φρουρά ήταν περιορισμένη. Τη φρουρά της Κόνιτσας αποτελούσε η 75η Ταξιαρχία υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δόβα, με το 582 (ταγματάρχης Περρίδης) και 584 (ταγματάρχης Παλλαντάς) Τάγματα Πεζικού (ΤΠ), ένα λόχο ΜΑΥ, 2 πολυβόλα του 530 Λόχου, 2 πεδινά πυροβόλα των 25 λιβρών του 105 Συντάγματος Πεδινού Πυροβολικού και 2 όλμους των 4,2 in της 132ης Μοίρας Όλμων. Τα όπλα υποστήριξης είχαν τεθεί υπό τη διοίκηση του ταγματάρχη Βασιλείου Γεννημάρα. Οι πενιχρές αυτές δυνάμεις κάλυπταν την πόλη καθ’ αυτή και τη στρατηγικής σημασίας γέφυρα του ποταμού Αώου στο Μπουραζάνι.
Επίθεση
Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Το κρύο ήταν τσουχτερό, ηπειρώτικο. Στην Κόνιτσα των 5.000 κατοίκων οι εκκλησίες λίγο πριν είχαν διαδώσει με τις καμπάνες το χαρμόσυνο μήνυμα της Γέννησης του Χριστού. Γύρω από την πόλη τα φυλάκια αγρυπνούσαν. Η 75η Ταξιαρχία απλωμένη από το Μπουραζάνι ως τα βόρεια και βορειοδυτικά της πόλης υψώματα με μόλις 1.000 άνδρες στη διάθεσή της έδινε ένα αίσθημα ασφάλειας στους κατοίκους.
Ωστόσο, μέσα στη νύχτα οι δυνάμεις του ΔΣΕ είχαν ήδη λάβει τις θέσεις τους. Πριν ξημερώσει, οι πρώτες επιθέσεις είχαν εκδηλωθεί κατά της δημοσιάς Ιωαννίνων – Καλπακίου. Τμήμα του δρόμου είχε αποκοπεί και ναρκοθετηθεί. Παράλληλα, επιθέσεις εκδηλώθηκαν στα υψώματα Βασιλικό, Πελεκάνα και Βίγλα. Παράλληλα, άρχισε να ασκείται πίεση στις δυνάμεις του Ε.Σ. στο Καλπάκι.
Στις 06.00 της 25ης Δεκεμβρίου άρχισε και η γενική επίθεση του ΔΣΕ κατά της ίδιας της Κόνιτσας. Η Ταξιαρχία του Σοφιανού, ενισχυμένη με τις δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες και με αρκετούς όλμους, άρχισε να βομβαρδίσει τις θέσεις του 582ΤΠ στα υψώματα Προφήτης Ηλίας και Άγιος Αθανάσιος, καθώς και την ίδια την πόλη. Παράλληλα, εκδηλώθηκε επίθεση και κατά του εκτεθειμένου δεξιού της 75ης Ταξιαρχίας του 584ΤΠ τόσο στο ύψωμα Ιτιά και Τσέρνικο όσο και στη γέφυρα Μπουραζάνι, την οποία φρουρούσε ένας μόνο λόχος του 584ΤΠ.
Ο λόχος αυτός δέχθηκε την επίθεση της Ταξιαρχίας Παλαιολόγου και ύστερα από αντίσταση μιάμισης ώρας κάμφθηκε τελικά και οπισθοχώρησε. Η σημαντική γέφυρα έπεσε σύντομα και εύκολα στα χέρια των επιτιθέμενων και η πόλη αποκλείστηκε από την υπόλοιπη Ελλάδα ήδη από τις πρώτες ώρες της μάχης. Παράλληλα η πίεση επί του 584ΤΠ κατέστη σταδιακά αφόρητη και το τάγμα υποχρεώθηκε να υποχωρήσει στο ύψωμα 915. Εκεί θα έπρεπε να αμυνθεί μέχρις εσχάτων.
Τα τάγματα του Σοφιανού συνέχισαν την επίθεση και κατάφεραν να διεισδύσουν στην τοποθεσία του υψώματος 915. Η επιτυχία τους, όμως, ήταν προσωρινή. Με άμεση αντεπίθεση με τη λόγχη και τις χειροβομβίδες, οι άνδρες του 584ΤΠ ανέτρεψαν τις δυνάμεις που είχαν διεισδύσει και αποκατέστησαν το μέτωπο στο σύνολό του. Στο δεξιό της 75ης Ταξιαρχίας η κατάσταση εξελίχθηκε δυσμενέστερα για τον ΔΣΕ.
Αρχικά εκτοξεύτηκαν πολύ ισχυρές φανατισμένες επιθέσεις κατά του 582ΤΠ, που όμως αποκρούστηκαν όλες με απώλειες. Κατόπιν τούτου, οι επιθέσεις στο σημείο αυτό έπαψαν και οι επιτιθέμενοι αρκέστηκαν να παρενοχλούν τους αμυνόμενους με πυρά πυροβολικού και όλμων. Στις 12.30, καθώς η μάχη βρισκόταν στο αποκορύφωμά της τραυματίστηκε ο διοικητής της 75ης Ταξιαρχίας, ο συνταγματάρχης Δόβας. Τη διοίκηση ανέλαβε αμέσως ο ταγματάρχης Γεώργιος Παλλαντάς, διοικητής του 584ΤΠ, την οποία και διατήρησε.
Ο Παλλαντάς, κρίνοντας ότι η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα σοβαρή στο αριστερό του πλευρό, παρέμεινε δίπλα στο σκληρά αγωνιζόμενο 584ΤΠ, και μάλιστα διανυκτέρευσε στα προκεχωρημένα χαρακώματα στο υψ. 915. Μόλις έπεσε το σκοτάδι, οι δυνάμεις του Σοφιανού εξαπέλυσαν σφοδρές νυχτερινές επιθέσεις, κυρίως κατά του 915, αλλά και του Αγ. Αθανασίου.
Όλες, όμως, οι επιθέσεις τους αποκρούστηκαν. Μετά τις 21.00 οι επιθέσεις σταμάτησαν και σχετική ησυχία επικράτησε γύρω από την πόλη. Μέχρι τότε ο απολογισμός της μάχης ήταν σαφώς υπέρ του ΔΣΕ. Είχε αποκόψει την πόλη και την πολιορκούσε ασφυκτικά.
Οι αμυνόμενοι είχαν, επίσης, υποστεί σημαντικές απώλειες ιδίως σε αξιωματικούς, οι οποίοι διοικούσαν εκ του σύνεγγυς. Συνολικά την 25η Δεκεμβρίου η 75η Ταξιαρχία είχε 12 νεκρούς (οι 2 αξιωματικοί), 40 τραυματίες (οι 5 αξιωματικοί) και 30 εξαφανισθέντες (οι 2 αξιωματικοί).
Η αρχική αποτυχία της Ταξιαρχίας του Σοφιανού να καταλάβει την πόλη προβλημάτισε την ηγεσία του ΔΣΕ, που αποφάσισε να της διαθέσει ένα ακόμη τάγμα. Έτσι, στις 26 Δεκεμβρίου παρέτασσε τα τάγματα Ερμή, Καραμπέρη, Κόλια, Ορέστη και Λάμπη.
Από την αυγή της 26ης Δεκεμβρίου, ενισχυμένες οι δυνάμεις του Σοφιανού εξαπέλυσαν νέες επιθέσεις κατά της Κόνιτσας, επικεντρώνοντας τις προσπάθειές τους στα υψ. 915 και Αγ. Αθανάσιος. Παρά τις ορμητικές τους εφόδους, δεν κατόρθωσαν να πατήσουν την αμυντική τοποθεσία των πολιορκημένων. Ωστόσο, η Μεραρχία, φοβούμενη θραύση του 584ΤΠ, διέταξε την 75η Ταξιαρχία να αποσυρθεί πίσω από το 915 και αμυνθεί άνευ ιδέας υποχωρήσεως στα υψώματα του Προφήτη Ηλία – Παναγίτσας.
Έτσι και έγινε. Αφού όλη την ημέρα απέκρουσε όλες τις εναντίον του επιθέσεις, το 584ΤΠ αποσύρθηκε μόλις έπεσε το σκοτάδι στις παρυφές της πόλης. Στις 22.00 οι δυνάμεις του ΔΣΕ επιτέθηκαν κατόπιν ισχυρής προπαρασκευής πυροβολικού κατά του κενού 915 και το κατέλαβαν αμαχητί. Νοτιότερα, όμως, η κατάσταση ήταν πολύ πιο κρίσιμη. Το 581ΤΠ επιτέθηκε, αλλά δεν κατόρθωσε να ανατρέψει τους οχυρωμένους στα υψώματα της Βίγλας αντιπάλους.
Ήδη γύρω από την Κόνιτσα είχε σχηματιστεί ένας σιδερένιος δακτύλιος και τίποτε δεν φαινόταν ικανό να σώσει την αποκλεισμένη φρουρά. Ωστόσο, οι διοικήσεις τόσο της Μεραρχίας όσο και του Β’ Σώματος Στρατού και της Στρατιάς είχαν δραστικά κινητοποιηθεί και σχεδίαζαν τη μεγάλη αντεπίθεση.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η Πολεμική Αεροπορία, η οποία με συνεχείς προσβολές -όταν το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες και παρά την απόλυτη ακαταλληλότητα του υλικού της- ρίχθηκε με ενθουσιασμό στη μάχη.
Οδομαχίες
Την 27η Δεκεμβρίου παρατηρήθηκε αλλαγή στον τρόπο δράσης του ΔΣΕ. Τα κύρια σημεία στηρίγματος της άμυνας της Κόνιτσας στα υψώματα Προφήτης Ηλίας και Άγιος Αθανάσιος δέχθηκαν πυρά παρενοχλήσεως μόνο. Πυρά εκδηλώθηκαν και κατά της ίδιας της πόλης με θύματα ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό. Καμία, όμως, επίθεση πεζικού δεν εκδηλώθηκε μέχρι τις 20.45 το βράδυ.
Την ώρα εκείνη ισχυρές δυνάμεις της Ταξιαρχίας Σοφιανού -που διέθετε πλέον 6 τάγματα- επιτέθηκαν όχι όμως κατά των υψωμάτων, αλλά κατά της ίδιας της πόλης από τα δυτικά, με ορμητήριο τα υψώματα Βάση και Πλάκα. Ένα τάγμα του ΔΣΕ κατάφερε να διεισδύσει στην πόλη και να καταλάβει αρκετά σπίτια στις νοτιοδυτικές παρυφές της.
Οι άνδρες του 584ΤΠ, πάντως, κατόρθωσαν να περιορίσουν τη διείσδυση και να κρατήσουν όλη τη νύκτα τους επιτιθέμενους υπό έλεγχο. Εκείνη τη νύκτα εντός της πόλης δόθηκαν σκληρές συγκρούσεις σώμα με σώμα. Οι αντιαρματικοί εκτοξευτές έγιναν τα αγαπημένα όπλα των πολεμιστών, αφού τα βλήματά τους γκρέμιζαν με ευκολία τους τοίχους των σπιτιών που πίσω τους κρυβόταν ο αντίπαλος.
Όλη τη νύκτα οι εκρήξεις των αντιαρματικών και των χειροβομβίδων φώτιζαν το σκοτάδι. Οι μη ικανοί για μάχη κάτοικοι της Κόνιτσας είχαν καταφύγει στις εκκλησιές και με δάκρυα προσεύχονταν. Οι υπόλοιποι βοηθούσαν με κάθε τρόπο τους στρατιώτες που πολεμούσαν.
Η 28η Δεκεμβρίου ξημέρωσε με την κατάσταση να παραμένει ευνοϊκή για τον ΔΣΕ. Η πολιορκία της Κόνιτσας συνεχιζόταν, μέρος της είχε καταληφθεί και οι πρώτες απόπειρες διάσπασης του κλοιού είχαν αποκρουστεί. Απέμενε μόνο να καταληφθεί η πόλη καθ’ αυτή.
Η 75η Ταξιαρχία, όμως, δεν ήταν αποφασισμένη να υποκύψει στη μοίρα της. Αντί να περιμένει τη νέα επίθεση των Ταγμάτων του Σοφιανού, συγκρότησε εκ των ενόντων δύο τμήματα εφόδου, τα οποία αντεπιτέθηκαν με σφοδρότητα, με σκοπό να ανακτήσουν το τμήμα της πόλης που είχε κυριευθεί από τους αντιπάλους.
Από την αυγή της 28ης τα δύο τμήματα επιτέθηκαν με αφάνταστη ορμή. Ακολούθησαν άγριες σκηνές, με φονικές οδομαχίες. Κάθε σπίτι προσεκτικά εκκαθαριζόταν με χειροβομβίδες και ριπές αυτομάτων. Ιαχές και βρισιές ακούγονταν παντού. Μέσα από τους καπνούς των εκρήξεων ξεπετάγονταν σφιχταγγαλιασμένοι αντίπαλοι, πιασμένοι στα χέρια με τα μαχαίρια. Υπήρξαν περιπτώσεις που στρατιώτης που έμεινε χωρίς πυρομαχικά άρχισε να πετροβολά τους αντιπάλους.
Αυτή τη φορά ήταν η σειρά των ανδρών του Σοφιανού να αιφνιδιαστούν. Οι δύο διμοιρίες του 584ΤΠ έκαναν καλή δουλειά. Σε σχετικά μικρό χρόνο κατάφεραν να εκκαθαρίσουν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης που είχε κυριευτεί, εκτός από ελάχιστα σπίτια στο ΝΑ άκρο της πόλης.
Έτσι η διείσδυση στην πόλη απέτυχε, αλλά σε απάντηση ο Σοφιανός έριξε τις δυνάμεις του στην επίθεση κατά των υψωμάτων ΒΔ της πόλης, οι οποίες κατάφεραν να καταλάβουν το αντέρεισμα Μαυροβούνι ύστερα από τετράωρη μάχη.
Ο 1/582 Λόχος που κρατούσε το αντέρεισμα συμπτύχθηκε κανονικά στην κύρια τοποθεσία αντίστασης επί των υψωμάτων του Προφήτη Ηλία. Η διοίκηση της 75ης Ταξιαρχίας υποχρεώθηκε τότε να σταματήσει τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις δυτικές συνοικίες της πόλης και να αναδιατάξει τις πενιχρές εφεδρείες της. Μέχρι το πρωί της 29ης Δεκεμβρίου το μέτωπο της ταξιαρχίας είχε πλήρως αποκατασταθεί.
Στο μεταξύ η από Νότο πίεση κατά της περιμέτρου των δυνάμεων του ΔΣΕ είχε αρχίσει να αποδίδει. Επίσης, σημαντική ήταν και η δράση της Πολεμικής Αεροπορίας την ημέρα εκείνη. Πέραν της μεγάλης ζημιάς που προκάλεσε στον ΔΣΕ με τις συνεχείς προσβολές της, εκτέλεσε και δύο ρίψεις πυρομαχικών και φαρμάκων στην πολιορκημένη φρουρά της Κόνιτσας, αναπτερώνοντας κατακόρυφα το ηθικό των ανδρών της 75ης Ταξιαρχίας.
Αντίστροφη μέτρηση
Έχοντας αποκαταστήσει απολύτως τη συνέχεια του μετώπου της, η 75η Ταξιαρχία επανέλαβε στις 29 Δεκεμβρίου τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και εξεδίωξε οριστικά τα τμήματα του ΔΣΕ από την πόλη. Η πλήρης αποτυχία της επιχείρησης διείσδυσης στην πόλη, παράλληλα με τις αποτυχίες κατάληψης των σημείων στηρίγματος της άμυνας στα γύρω υψώματα, προκάλεσε κατακόρυφη πτώση του ηθικού της διοίκησης και των ανδρών της Ταξιαρχίας Σοφιανού.
Στο μεταξύ όμως οι απελευθερωτικές δυνάμεις πλησίαζαν. Η 30ή Δεκεμβρίου ξημέρωσε πιο αισιόδοξη στην Κόνιτσα. Μέχρι τις 10.30 το πρωί οι δυνάμεις του ΔΣΕ συνέχισαν τα πυρά παρενοχλήσεως. Την ώρα αυτή, όμως, εκδηλώθηκε σφοδρότατη επίθεση κατά του 582ΤΠ, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του Προφήτη Ηλία. Η μάχη σύντομα πήρε πολύ άγρια μορφή. Κάθε χαράκωμα και όρυγμα που κέρδιζαν οι επιτιθέμενοι ανακαταλαμβανόταν άμεσα με ορμητικές αντεπιθέσεις με τη λόγχη και τις χειροβομβίδες.
Η γη έβραζε από τα βλήματα. Οι στρατιώτες πολλές φορές στη ορμή τους ξεπερνούσαν τα κατεστραμμένα τους συρματοπλέγματα και κυνηγούσαν τους επιτιθέμενους στην πλαγιά. Νέες επιθέσεις προκαλούσαν νέες αντεπιθέσεις. Η ιαχή «Αέρα» ακουγόταν από τα χαρακώματα της πρώτης γραμμής. «Δεν θα περάσουν» ήταν το σύνθημα.
Οι τρομερές λόγχες των Lee Enfield δούλευαν ασταμάτητα. Οι επικεφαλής των τμημάτων του ΔΣΕ, όμως, δεν σταματούσαν τις επιθέσεις, συνεχώς διέταζαν νέες. Η μάχη κράτησε από τις 10.30 το πρωί της 30ής Δεκεμβρίου έως τις 03.00 τα ξημερώματα της 31ης ασταμάτητα, με την ίδια ένταση. Οι άνδρες του 582ΤΠ με δυσκολία μπορούσαν να κρατήσουν τα όπλα τους από την κούραση. Παρόλα αυτά άντεξαν, οι αντίπαλοι «δεν πέρασαν».
Ήρθε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Η πάντα πολιορκημένη 75η Ταξιαρχία, παρά τα προβλήματα, εξακολουθούσε να αντέχει. Στο άλλο στρατόπεδο, η αδυναμία κατάληψης της πολιορκημένης πόλης με τη μικρή φρουρά είχε προκαλέσει αναταράξεις. Αποφασίστηκε η εκτόξευση νέας μεγάλης επίθεσης κατά του Αγ. Αθανασίου-Προφήτη Ηλία, η οποία εκδηλώθηκε κατόπιν προπαρασκευής πυρών πυροβολικού και όλμων.
Οι επιτιθέμενοι πέτυχαν αρχικά μικρή διείσδυση στην περιοχή Αγ. Αθανασίου, αλλά με ορμητική αντεπίθεση των αμυνομένων το μέτωπο αποκαταστάθηκε. Νέα σφοδρή επίθεση κατά του Προφήτη Ηλία και πάλι αποκρούστηκε εκ του συστάδην με τις χειροβομβίδες, μα και άγρια πάλη σώμα με σώμα. Τελικά, η επίθεση «έσπασε» και οι επιτιθέμενοι αποσύρθηκαν με βαριές απώλειες.
Ήταν η έσχατη επίθεση. Η αποτυχία της σήμανε ουσιαστικά και το τέλος της μάχης καθώς οι απελευθερωτικές δυνάμεις άνοιγαν διάδρομο ζωής προς την πολιορκημένη κωμόπολη.