Πλέον το κακό που συνέβη στο Κιάρι δεν έχει επιστροφή. Ύστερα από την απόπειρα δολοφονίας του Ιάσονα από την Αλεξάνδρα, εκείνη βρίσκεται στη φυλακή κι εκείνος στο χειρουργείο και στο έλεος του Θεού.
Ο Ιάσονας βρίσκεται τραυματισμένος θανάσιμα από το χέρι της Αλεξάνδρας στη μέση του σαλονιού και όλοι είναι εμβρόντητοι με αυτό που μόλις συνέβη μπροστά στα μάτια τους. Η Μαργέτα είναι έτοιμη να λιποθυμήσει στην εικόνα του αιμόφυρτου γιου της, αλλά συγκροτεί τις δυνάμεις της και σπεύδει να καλέσει ασθενοφόρο.
Ο Ιάσονας μπαίνει στο χειρουργείο κι εκείνη περιμένει καταρρακωμένη, έτοιμη να καταρρεύσει στο χώρο αναμονής. «Σώστε τον γιο μου. Δεν θα τ’ αντέξω αν πεθάνει», μονολογεί κλαίγοντας. Η γυναίκα τρέμει. Εκεί βρίσκεται και ο Στέφανος για έναν δικό του άνθρωπο.
Τη βλέπει να σπαράζει, λυγίζει με την εικόνα της και μένει να τη στηρίξει, αφήνοντας στην άκρη τον θυμό που νιώθει για εκείνη. Την παίρνει αγκαλιά για να την παρηγορήσει. «Μην κλαις. Όλα θα πάνε καλά. Ο γιος σου είναι δυνατός, θα το δεις, θα τα καταφέρει», της λέει. Όμως τα πράγματα για τον Ιάσονα είναι δύσκολα. Είναι ώρες στο χειρουργικό κρεβάτι και η ζωή του κρέμεται από μια κλωστή.
Ο Μιχάλης και η ομάδα του κάνουν ό,τι μπορούν. «Εγώ φταίω για όλα. Εγώ έπρεπε να είμαι στη θέση του. Τα δικά μου λάθη πληρώνει», είναι τα λόγια της Μαργέτας που δεν αντέχει αυτόν τον πόνο. Όσο κι αν προσπαθεί ο Στέφανος να την ηρεμήσει, κάτι τέτοιο αυτές τις δύσκολες στιγμές φαντάζει αδύνατο.
Ο Παράδεισμος των κυριών: Ο Μάρκος στο πλευρό της Αλεξάνδρας
Η Αλεξάνδρα μετά τον πυροβολισμό ανεβαίνει στα δωμάτια των παιδιών της για να τα αποχαιρετήσει. Δεν έχει σκοπό να σκάσει. Η αστυνομία καταφθάνει και συλλαμβάνεται. Στο κρατητήριο την επισκέπτεται η δικηγόρος της: «Πέθανε;», τη ρωτάει. «Όχι, είναι στο χειρουργείο. Ελπίζω όλα να πάνε καλά. Είναι δύσκολη η θέση σου», της τονίζει «Όλη η ζωή μου είναι δύσκολη», της απαντάει η Αλεξάνδρα. Λίγο αργότερα η κοπέλα οδηγείται από τους αστυνομικούς με χειροπέδες στο περιπολικό για να μεταβεί στις φυλακές. Έξω από το τμήμα την περιμένει καρτερικά ο Μάρκος.
Τη βλέπει να βγαίνει. «Αλεξάνδρα», λέει σχεδόν ψιθυριστά όλο αγωνία. Εκείνη τον κοιτάζει με βουρκωμένα μάτια αλλά δεν του αποκρίνεται. Μπαίνει στο αυτοκίνητο που μετά από λίγο φεύγει.
Ο Μάρκος τότε μπαίνει στο τμήμα. Αυτό που δεν ξέρει όμως είναι ότι λίγο πιο πέρα δύο μάτια τον παρακολουθούν. Η Ευγενία τον έχει ακολουθήσει κι έχει δει τη σκηνή δακρυσμένη. «Ήρθε πάλι σε εκείνη. Πάντα σε εκείνη», μονολογεί.