Ο Αυστροπρωσικός Πόλεμος του 1866, γνωστός και ως Πόλεμος των Επτά Εβδομάδων, κρίθηκε στο μέτωπο της Βοημίας από την συντριπτική νίκη των Πρώσων στη μάχη της Σάντοβα. Ωστόσο μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις διεξήχθησαν και στην Ιταλία, μεταξύ των συμμάχων της Πρωσίας Ιταλών και των Αυστριακών. Η σύγκρουση στο μέτωπο αυτό κρίθηκε στη μεγάλη μάχη εκ συναντήσεων, ανατολικά του ποταμού Μίντσιο, που έλαβε την ονομασία της από το μικρό χωριό Κουστόζα.
Οι Αυστριακοί διέθεταν 75.000 άνδρες (Νότια Στρατιά υπό τον εξαίρετο στρατηγό, αρχιδούκα Άλμπρεχτ των Αψβούργων) έναντι 220.000 Ιταλών (δεν ενεπλάκησαν όλοι). Η 1η Ιταλική Στρατιά υπό τον Λα Μαρμόρα διέθετε 120.000 άνδρες, ενώ η 2η, υπό τον στρατηγό Κιαλντίνι, 80.000 άνδρες. Επίσης διατίθεντο και ένα ανεξάρτητο Σώμα Στρατού (ΣΣ).
Η μάχη ξεκίνησε με την απόπειρα των Ιταλών να αναπτυχθούν βόρεια του ποταμού Μίντσιο. Ύστερα από μια ιδιαίτερα συγκεχυμένη σύγκρουση ο λα Μαρμόρα προσπαθούσε να ενισχύσει το κέντρο του κατά των Αυστριακών, στα νοτιοανατολικά, μεταξύ Σομακαμπάνα και Βιλαφράνκα.
Εκεί είχε αναπτυχθεί η Αυστριακή Μεραρχία Ιππικού (ΜΙ) του συνταγματάρχη Πουλτς. Η εκ των ενόντων συγκροτημένη μεραρχία διέθετε 15 μόλις ίλες ελαφρού ιππικού, ουσάρων και ουλάνων (λογχοφόρων). Η ΜΙ του Ποyλτς είχε ως κύρια αποστολή να ελέγχει τις κινήσεις του Ιταλικού 3ου ΣΣ, οι δυο πρώτες Μεραρχίες Πεζικού (ΜΠ) του οποίου, η ΜΠ του πρίγκιπα Ουμπέρτο και η ΜΠ του υποστράτηγου Μπίξιο, έφταναν στη Βιλαφράνκα. Οι δύο αυτές ιταλικές ΜΠ ενισχύθηκαν από τη ΜΙ του 3ου ΣΣ, υπό τον υποστράτηγο Σόναζ, δυνάμεως 20 ιλών. Το ιταλικό ιππικό τάχθηκε δεξιά των δύο ΜΠ, ως πλαγιοφυλακή.
Η ώρα ήταν 07.00 όταν ο συνταγματάρχης Γιόζεφ Ροντακόφσκι, ένας πολωνικής καταγωγής αξιωματικός του Αυστριακού Στρατού, τέθηκε επικεφαλής τεσσάρων ιλών ουλάνων και ετοιμάστηκε να επιτεθεί κατά των απέναντί του Ιταλών. Ο Πουλτς είχε λάβει διαταγή από τον Άλμπρεχτ να επιτηρεί το αντίπαλο σώμα και όχι, φυσικά, να επιτεθεί εναντίον του με 15 ίλες ελαφρού ιππικού.
Ο Ροντακόφσκι, με γνήσιο πολωνικό πνεύμα, είχε, όμως, διαφορετική αντίληψη. Όταν μάλιστα αγγελιοφόρος του Άλμπρεχτ έφτασε στο στρατηγείο του Πουλτς, μεταφέροντας την εντολή του αρχιστρατήγου πως το ιππικό δεν έπρεπε, επ’ ουδενί, να εμπλακεί σε αγώνα με τους Ιταλούς, ο Ροντακόφσκι και οι άνδρες του, ήταν πολύ αργά να ανακληθούν. Και σα να μην έφτανε αυτό, άλλες επτά αυστριακές ίλες ακολούθησαν τον θερμόαιμο Πολωνό και τους ουλάνους του.
Ο επιτελής αγγελιοφόρος του Άλμπρεχτ, βλέποντας το ίλες να εφορμούν, είπε στον Πουλτς πως η επίθεση 12 ιλών κατά δύο ιταλικών μεραρχιών και 20 ιλών ιππικού ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Ο Πουλτς απάντησε πως ο Ροντακόφσκι θα περιοριστεί σε επίδειξη με στόχο να τρομάξει τους Ιταλούς.
Σύντομα όμως άκουσε πυρά. Θεώρησε τότε πως οι Ιταλοί βαδίζουν προς τη Σομακαμπάνα, με σκοπό να απειλήσουν το αριστερό της αυστριακής διάταξης και κινήθηκε και ο ίδιος, με τις τρεις εναπομείνασες ίλες, προς την κατεύθυνση του εχθρού. Έτσι οι 15 αυστριακές ίλες βρέθηκαν, σε τρία κλιμάκια, τεσσάρων, επτά και τριών ιλών, αντίστοιχα, να εφορμούν κατά δύο ολόκληρων εχθρικών μεραρχιών και 20 ιλών Ιταλών δραγώνων και θωρακοφόρων.
Ο Ροντακόφσκι και οι άνδρες του, ανήκοντες στο 13ο Σύνταγμα Ουλάνων, αν και ήταν λιγότεροι από 500, κινήθηκαν με ταχύτητα, ανάμεσα στο κενό που υπήρχε μεταξύ των δύο ιταλικών ΜΠ και επιτέθηκαν στο αριστερό πλευρό της ΜΠ του πρίγκιπα Ουμπέρτο.
Ο Ιταλός πρίγκιπας διέταξε το πεζικό του να σχηματίσει τετράγωνα, όπως και έγινε, αποκρούοντας με πυρά τους γενναίους ουλάνους. Οι ουλάνοι δέχτηκαν τα πυρά χιλιάδων Ιταλών πεζών. Περίπου 260 σκοτώθηκαν στην απέλπιδα αυτή επίθεση. Ανάλογη τύχη είχαν και οι επτά ίλες ουσάρων που ακολουθούσαν. Παρόλα αυτά οι Αυστριακοί ιππείς συνέχισαν την επίθεσή τους, πέρασαν πίσω από τα ιταλικά τετράγωνα και επιτέθηκαν στις εφοδιοπομπές του Ιταλικού 3ου ΣΣ που ακολουθούσαν, προκαλώντας απίστευτη σύγχυση και πανικό.
Έντρομοι οι Ιταλοί οδηγοί των αμαξών της επιμελητείας, στράφηκαν μαζικά προς τα πίσω, προς τις γέφυρες του ποταμού από όπου είχαν περάσει, εμποδίζοντας τις ακολουθούσες μάχιμες μονάδες να περάσουν, αλλά και εμποδίζοντας τις μονάδες επιμελητείας των μαχόμενων, στη Βιλαφράνκα, μεραρχιών, να περάσουν επίσης.
Ο πανικός εξαπλώθηκε μέχρι το στρατηγείο του διοικητή του 3ου ΣΣ, ντε λα Ρόκα, 10 χλμ. πίσω από τη Βιλαφράνκα. Οι κραυγές «έρχονται οι Γερμανοί. Χαθήκαμε. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!», ακούγονταν παντού. Αρκετοί Ιταλοί που δεν είχαν καν αντικρίσει ακόμα Αυστριακούς, πέταξαν τα όπλα τους και τράπηκαν σε άτακτη φυγή, περνώντας με κάθε τρόπο τον ποταμό, όσοι βρισκόταν στην ανατολική όχθη, ή απλώς τρεπόμενοι δυτικά ή νότια, όσοι βρισκόταν στη δυτική όχθη.
Μέσα στην απίστευτη αυτή σύγχυση καμία διαταγή δεν μπορούσε να φτάσει στους σχηματισμούς του 3ου ΣΣ που είχαν περάσει τον ποταμό και είχαν αποκρούσει, στην πραγματικότητα, την απέλπιδα επέλαση του αυστριακού ιππικού. Ο πανικός διήρκεσε αρκετές ώρες και αδρανοποίησε το Ιταλικό 3ο ΣΣ, το ισχυρότερο που διέθετε η 1η Στρατιά.
Η ηρωική επίθεση των γενναίων ελαφρών ιππέων του Πουλτς, η οποία έμεινε γνωστή ως η επέλαση της Αυστριακής Ελαφράς Ταξιαρχίας, χάρισε, πολύτιμο χρόνο στον Άλμπρεχτ, με την συνεργασία των φοβισμένων Ιταλών, φυσικά, των οποίων αδρανοποίησε το ισχυρότερο ΣΣ. Αν το Ιταλικό 3ο ΣΣ κατόρθωνε, συγκεντρωμένο, να επιτεθεί κατά του αυστριακού αριστερού, θεωρείται βέβαιο πως θα το διασπούσε και θα περικύκλωνε την Νότια Στρατιά του Άλμπρεχτ, καταστρέφοντάς την.
Η επέλαση αυτή έδωσε χρόνο στον Άμπρεχτ ο οποίος και τον εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, υποχρεώνοντας τελικά τους Ιταλούς σε ταπεινωτική ήττα.