Η ελληνική οικονομία βαδίζει προς το πρώτο μεταπρογραμματικό της έτος επιχειρώντας να βρει τον βηματισμό της, να διασφαλίσει την ανάκαμψη και να ανοίξει τον δρόμο προς τις αγορές, έχοντας στις πλάτες της μια βαριά “κληρονομία” και πολλά μέτωπα που έχουν μείνει ανοικτά. Επτά τουλάχιστον εσωτερικοί κίνδυνοι υποβόσκουν και σε αυτούς προστίθενται οι συνεχώς εντεινόμενες διεθνείς αβεβαιότητες.
Οι δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά σε συνταξιούχους και μισθωτούς αλλά και η εντεινόμενη παροχολογία που προκαλεί ο παρατεταμένος εκλογικός κύκλος, συνιστούν δύο μεγάλα δημοσιονομικά μέτωπα. Εντείνουν τον κίνδυνο δημοσιονομικής εκτροπής το 2019 από τον δύσκολο στόχο των πλεονασμάτων στο 3,5% του ΑΕΠ. Και τούτο με την αγορά να “κραυγάζει” για την αδυναμία πληρωμής των φόρων και για την εξάντληση των αποταμιεύσεών της.
Στα πιο πάνω μέτωπα προστίθεται το μεγάλο αγκάθι των “κόκκινων” δανείων που σφίγγει τον βρόχο της πιστωτικής ασφυξίας για τον ιδιωτικό τομέα και ανάγει τις τράπεζες σε ένα από τα κομβικά μέτωπα του 2019.
Παράλληλα, η αδυναμία της κυβέρνησης να ολοκληρώσει τις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις και να εφαρμόσει τις αναπτυξιακές θεσμικές παρεμβάσεις, καθώς και οι πιέσεις που προκαλεί αυτή η υστέρηση στην παραγωγικότητα και στο οικονομικό κλίμα, σε συνδυασμό με το “θολό” πολιτικό περιβάλλον των επόμενων μηνών απωθεί τους επενδυτές. Όπως έδειξαν και οι επαφές που έγιναν πρόσφατα στη Νέα Υόρκη τα ξένα κεφάλαια δεν θέλουν να έρθουν στην Ελλάδα πριν “καθαρίσει” το τοπίο… Ωστόσο, το αδύναμο αυτό επιχειρηματικό περιβάλλον περιορίζει την εξαγωγική δυνατότητα της χώρας, φέρνοντας πιο κοντά τον κίνδυνο μιας πλημμύρας εισαγωγών. Με τα πρώτα σημάδια να είναι ήδη ορατά.
Παράλληλα, παρά τα μερίσματα –που διανέμει και φέτος η κυβέρνηση– το μεγάλο κοινωνικό μέτωπο παραμένει. Η ανεργία και η φτώχεια παραμένουν σε εκρηκτικά επίπεδα, το ανθρώπινο κεφάλαιο εξαερώνεται με το κύμα φυγής στο εξωτερικό και οι προοπτικές εισοδηματικής σύγκλισης παραμένουν χαμηλές.
Οι εν λόγω κίνδυνοι έχουν ήδη ονοματιστεί και καταγραφεί τόσο από τους δανειστές στις εκθέσεις τους για την Ελλάδα, όσο και από ανεξάρτητες αρχές και οργανισμούς του “εσωτερικού”.
Οι εξωτερικές απειλές
Περιγράφουν συνθήκες υψηλής μεταβλητότητας στο εσωτερικό, τη στιγμή που το διεθνές οικονομικό αλλά και γεωπολιτικό περιβάλλον (στο οποίο “επιστρέφει” χωρίς Μνημόνια η Ελλάδα) δεν έχει καμία σχέση με την άνθηση του 2014. Από την κρίση στην Ιταλία και στη Γαλλία, το Brexit και το προσφυγικό έως τον εμπορικό πόλεμο και τους κλυδωνισμούς στην Τουρκία (που έχουν και οικονομικές επιπτώσεις ειδικά στον τουρισμό λόγω της υποτίμησης της λίρας) οι διεθνείς εστίες εντείνονται.
Δικαστικές αποφάσεις
Ο Νο 1 κίνδυνος για την ελληνική οικονομία το 2019 σύμφωνα με την Έκθεση Συμμόρφωσης της Κομισιόν είναι η έκβαση των 5 δικαστικών αποφάσεων αναφορικά με την αναστροφή ή όχι των θεσπισμένων περικοπών σε συντάξεις και στη μισθοδοσία του Δημοσίου. Οι δανειστές κάνουν σαφές ότι, αν εφαρμοσθούν οι εν λόγω δικαστικές αποφάσεις, θα πρέπει να ληφθούν αντισταθμιστικά μέτρα, προκειμένου να μην ανατραπούν οι συμφωνημένοι μεσοπρόθεσμοι δημοσιονομικοί στόχοι.
Ο λόγος για την επέκταση των “προσωπικών διαφορών” στο προσωπικό το οποίο προσελήφθη στο ΥΠΟΙΚ, για τις αποφάσεις του ΣτΕ για τις περικοπές στις συντάξεις το 2012, για την απόφαση του Πρωτοδικείου της Θεσσαλονίκης περί επαναφοράς της 13ης και 14ης σύνταξης, τις αποφάσεις του ΣτΕ και Διοικητικών Πρωτοδικείων ενάντια στην κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο, για την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου για εργασιακά θέματα, η οποία ορίζει πως πρέπει οι συντάξεις των δικαστικών να επιστρέψουν στο επίπεδο που ήταν το καλοκαίρι του 2012, αλλά και για την αναμενόμενη απόφαση του ΣτΕ σχετικά με τη συνταγματικότητα της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του 2016 (νόμος Κατρούγκαλου).
Τα σενάρια για το πιθανό δημοσιονομικό κόστος ξεκινούν, στο πιο συντηρητικό σενάριο, από 2,5 δισ. ευρώ μόνο για την περικοπή των συντάξεων. Ακόμη 2,5 δισ. ευρώ προστίθεται (στο πιο συντηρητικό σενάριο) ως το ετήσιο κόστος των περικοπών του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο (χωρίς κρατήσεις). Οι δανειστές θα επανέλθουν στο ζήτημα τον Ιανουάριο με την κάθοδό τους στην Αθήνα αλλά θεωρείται ότι καθαρότερη εικόνα θα υπάρχει αργότερα μέσα στο έτος.
Εκλογικός κύκλος
Ένα από τα ευαίσθητα θέματα για τους δανειστές είναι το Δημόσιο. Η επέκταση των “προσωπικών διαφορών” που αποφάσισε προ ημερών ο ΥΠΟΙΚ, Ευκλείδης Τσακαλώτος, θεωρείται από την Κομισιόν ότι “ξεφεύγει” των αρχών του Ενιαίου Μισθολογίου. Στο μικροσκόπιο είναι και η πρωθυπουργική εξαγγελία περί 15.000 προσλήψεων στην εκπαίδευση την τριετία 2019-2021.
Μαζί με τις παροχές του 2018, θεωρείται ότι αποτελούν μόνο μία “πρόγευση” όσων θα ακολουθήσουν στο πολύμηνο προεκλογικό σκηνικό που διαμορφώνεται. Επόμενο βήμα θα είναι η διαμόρφωση του κατώτατου μισθού αλλά και η διαπραγμάτευση για τη μη μείωση του αφορολόγητου.
Ο φόβος για τον εκλογικό κύκλο δεν εκφράζεται μόνο από το εξωτερικό. Και το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, το όργανο που επιτηρεί τα δημοσιονομικά βάρη των κανόνων της Ε.Ε., στην τελευταία έκθεσή του για τον Προϋπολογισμό του 2019 στους κινδύνους για το επόμενο έτος αναφέρει ότι η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών υπόκειται σε ορισμένες προκλήσεις και κινδύνους, όπως “οι κίνδυνοι ενδεχόμενης αποσταθεροποιητικής δυναμικής του επερχόμενου εκλογικού κύκλου”.
Φόροι με άδειες τσέπες
Η επιδιωκόμενη νέα ρύθμιση οφειλών αλλά και το μπαράζ κατασχέσεων και οι ρυθμίσεις παλαιότερων ετών είναι μια βασική πηγή τροφοδότησης των κρατικών ταμείων. Φέτος τα φορολογικά έσοδα από κατασχέσεις και ρυθμίσεις αναμένονται σε πάνω από 3 δισ. ευρώ. Αντισταθμίζουν την αδυναμία όλο και περισσότερων πολιτών και επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, κάτι που καθρεφτίζεται και στην πορεία των ληξιπρόθεσμων οφειλών που συνεχίζουν να αυξάνονται. Αλλά και τα στοιχεία της ΑΑΔΕ δείχνουν ότι το 20% των τεσσάρων βασικών φόρων δεν πληρώνεται στην ώρα του, αποδεικνύοντας τη χαμηλή φοροδοτική ικανότητα επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
“Κόκκινα” δάνεια
Η ανάγκη να απομειωθούν άμεσα τα “κόκκινα” δάνεια για να στηρίξουν τις ίδιες τις τράπεζες αλλά και να αυξηθούν οι χορηγήσεις νέων δανείων και να μειωθεί η πιστωτική ασφυξία είναι άμεση. Ωστόσο, η πρόταση του ΤΧΣ για μείωση των NPLs με βάση το ιταλικό μοντέλο παροχής κρατικών εγγυήσεων μεταφέρθηκε προς συζήτηση για τον Ιανουάριο και επισήμως δεν έχει υποβληθεί στους “θεσμούς” (προβλέπει τη μεταβίβαση σε SPV μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία θα τιτλοποιηθούν για να πωληθούν σε επενδυτές). Η ενεργοποίησή του θα πάρει μήνες όπως θα συμβεί και στο νέο όχημα που θα αντικαταστήσει τον ν. Κατσέλη και βασίζεται στο κυπριακό πρότυπο. Ο χρόνος, ωστόσο, πιέζει καθώς οι απαιτήσεις από τους εποπτικούς θεσμούς (SSM, EKT) αλλά και από τις χρηματιστηριακές αγορές είναι πλέον ανελαστικές.
Επενδύσεις και παραγωγικότητα
Οι επενδύσεις στο 11μηνο του 2018 αντί να αυξηθούν μειώθηκαν κατά 6,2%, ενώ το ΥΠΟΙΚ στον Προϋπολογισμό του 2019 παραδέχεται ότι θα αγγίξουν τον επόμενο χρόνο το υψηλότερο σημείο στήριξης του ΑΕΠ (κατά 1,5%). Και τούτο όταν οι επενδύσεις τα χρόνια της κρίσης (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) έχουν εξαερωθεί με απώλειες 24,5 δισ. ευρώ. Με το ΠΔΕ να παραμένει “παγωμένο” έως και το 2020 η άνοδός τους τα επόμενα χρόνια μπορεί να στηριχθεί σχεδόν μόνο στην έλευση ξένων κεφαλαίων, τα οποία όμως δεν έρχονται.
Πέρα από την αβεβαιότητα των εκλογών, τα στοιχεία της πραγματικής οικονομίας απωθούν. Μία σειρά από αναπτυξιακές πράξεις είναι στον δρόμο (απλοποίηση αδειοδότησης) ή μεταφέρθηκαν για το 2019 (αναπτυξιακή τράπεζα, νομοθεσία fast Track, παρεμβάσεις στην δικαιοσύνη), ενώ σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, η Ελλάδα ήταν η μοναδική της Ευρωζώνης όπου παρατηρήθηκε μείωση της παραγωγικότητας στη διάρκεια της κρίσης παρά τη δραστική μείωση των μισθών.
Αλλά και το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ υπολογίζει ότι η χώρα μας υποχώρησε σε ανταγωνιστικότητα κατά 1βαθμίδα (στην 87η θέση μεταξύ 137 χωρών) σε μια σειρά από δείκτες αναφορικά με: το αίσθημα ασφάλειας που αποπνέουν οι “θεσμοί”, τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, την εταιρική διακυβέρνηση, την ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου (λόγω, προφανώς, και της ροής εργαζομένων στο εξωτερικό), αλλά και το παρόν και τις προοπτικές της αγοράς εργασίας. Μειωμένες ήταν οι επιδόσεις και στο πεδίο των φραγμών που υπάρχουν στο εμπόριο, στην κεφαλαιοποίηση της αγοράς (μετά και τις κακές επιδόσεις του Χρηματιστηρίου), στην ευμάρεια των τραπεζών, αλλά και στην καινοτομία. Στον ανάλογο δείκτη Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας η Ελλάδα υποχώρησε πέρυσι στην 67η θέση μεταξύ 190 χωρών από την 61η θέση ένα έτος νωρίτερα.
Οι επιπτώσεις είναι ήδη μεγάλες. Η Έκθεση της Κομισιόν για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες δείχνει ότι η Ελλάδα έχει τεράστιο πρόβλημα/άνοιγμα στη διεθνή επενδυτική της θέση (στο 142,5% του ΑΕΠ), το οποίο θα διερευνηθεί σε βάθος μέσα από έκθεση που θα διεξάγουν τα κοινοτικά όργανα και θα εκδοθούν συστάσεις μέσα στο 2019.
Ο κίνδυνος των εισαγωγών
Μπορεί η κυβέρνηση να πανηγυρίζει για άνοδο των εξαγωγών, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν αυξάνονται όσο θα έπρεπε, με βάση τις (καλές) επιδόσεις άλλων χωρών τα χρόνια που προηγήθηκαν. Ως αποτέλεσμα χάθηκαν μερίδια αγοράς στο εξωτερικό. Στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν ότι το μερίδιο της Ελλάδας στο παγκόσμιο εμπόριο περιορίστηκε από το 0,32% το 2014 στο 0,28% το 2017.
Η ανάγκη για στήριξη της παραγωγής και των εξαγωγών προέρχεται και από ένα άλλο κίνδυνο: τις εισαγωγές που (και πάλι) επιταχύνονται σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ: αυξήθηκαν κατά 15% το 3ο τρίμηνο έναντι 7,6% ανόδου των εξαγωγών. Και τούτο όταν το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή είχε προειδοποιήσει ότι ο μεγαλύτερος μελλοντικός κίνδυνος για τον ιδιωτικό τομέα μπορεί να είναι μια μεγάλη εισαγωγική διείσδυση.
Κοινωνικό μέτωπο
Η απώλεια ΑΕΠ τα χρόνια της κρίσης έφτασε στα 54,7 δισ. ευρώ. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ φτάνει μόλις στο 48,3% του κοινοτικού μέσου όρου και δεν υπήρξε η παραμικρή σύγκλιση τα 2 έτη ανάπτυξης γιατί τα άλλα κράτη έχουν ταχύτερη άνοδο του ΑΕΠ από την Ελλάδα. Η αποκλιμάκωση της ανεργίας είναι αργή, ενώ επιβραδύνεται, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομίας, η άνοδος της απασχόλησης (κατά 1,8% το 9μηνο, έναντι ανόδου 2,2% το 2017). Η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και τα πραγματικά ποσοστά ανεργίας θα ήταν ακόμη μεγαλύτερα αν προσμετρούνταν το εργατικό δυναμικό που “έφυγε” στο εξωτερικό, απομειώνοντας, όμως, και τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας στο μέλλον.
Της Δήμητρας Καδδά