α. «Κρείττον αδικείσθαι του αδικείν» / «Ει αναγκαίον είη αδικείν ή αδικείσθαι ελοίμην αν αδικείσθαι» (ΣΩΚΡΑΤΗΣ).
β. «Εγώ δε λέγω υμίν…. αλλ’ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα στέψον αυτώ και την άλλην» (ΙΗΣΟΥΣ).
γ. «Ο οφθαλμός αντί οφθαλμού, καταλήγει να κάνει όλο τον κόσμον τυφλό»/ «Το να πολεμάς το κακό με κακό δεν βοηθά κανέναν» (ΓΚΑΝΤΙ).
γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος (Φιλόλογος)
Σε μια εποχή που η βία και η εκδίκηση – αντεκδίκηση είτε σε διαπροσωπικό – κοινωνικό, είτε σε διεθνές επίπεδο τείνει να λάβει επιδημικές διαστάσεις οι παραπάνω θέσεις φαντάζουν ουτοπικές ή και «συντηρητικές» για κάποιους. Μπορεί σύμφωνα με τον Έριχ Φρομ «η ανθρώπινη ιστορία να άρχισε με μια πράξη βίας» (ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ), αυτό, όμως, δεν καταδίκασε την ανθρωπότητα να υμνολογεί τη βία και τη δύναμη. Μπορεί και η θέση του Μαρξ ως διαπίστωση «η βία είναι η μαμή της ιστορίας» να βοήθησε στην ερμηνεία του ανθρώπινου πολιτισμού (η πάλη των τάξεων), αυτό, όμως, δεν εμπόδισε κάποιους να αντιτάξουν την αγάπη και τη συγχώρεση στο κακό και τη βεβαιότητα.
Στην ομάδα αυτών που αρνήθηκαν το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» και το αρχαίο «αντιπεπονθός» (Ζάλευκος) ανήκουν ο Σωκράτης, ο Χριστός και ο Γκάντι. Και οι τρεις με τη διδασκαλία και τη συμπεριφορά – πράξεις τους διαμόρφωσαν ως ένα βαθμό την ταυτότητα του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο δύσμορφος φιλόσοφος, ο ξυλουργός από τη Ναζαρέτ και ο ξυπόλητος Ινδός έμελλε με τις θέσεις τους απέναντι στα «μικρά και μεγάλα» της ανθρώπινης διαδρομής να θεμελιώσουν μια άλλη αντίληψη για τις ανθρώπινες σχέσεις, το δίκαιο, την ηθική, τη δύναμη, την εξουσία, το νόμο και το θείο. Διαφορετικοί άνθρωποι, σε διαφορετικές εποχές βρέθηκαν τόσο κοντά σε κάποια διαχρονικά και θεμελιώδη ζητήματα – ερωτήματα του ανθρώπου και της τέχνης του «συν-κοινωνείν».
α. Οι ομοιότητες
Η ανίχνευση των κοινών θέσεων των τριών «μεγάλων» της ανθρωπότητας, πέρα από τα μεθοδολογικά προβλήματα που εμπεριέχει, ίσως «σκανδαλίσει» κάποιους στο βαθμό που ο Χριστός ως θεάνθρωπος κρίνεται και συγκρίνεται με δυο ανθρώπους θνητούς. Για λόγους δεοντολογικούς και μεθοδολογικούς ο Χριστός θα λαμβάνεται ως άνθρωπος, αφού με αυτήν την ιδιότητα ήλθε στον κόσμο, γεννήθηκε στη φτωχική φάτνη, δίδαξε, υπέφερε και σταυρώθηκε ως «πάσχων». Βέβαια η εξέταση των κοινών στοιχείων μεταξύ των τριών είναι ευκολότερη και πιο εμφανής μεταξύ του Σωκράτη και του Χριστού. Επειδή το εύρος των κοινών σημείων είναι μεγάλο, η έρευνα θα εστιάσει σε συγκεκριμένες θέσεις.
Η άρνηση της Βίας
1. Ο Σωκράτης
Και οι τρεις ρητά αποκήρυξαν τη βία ως συμπεριφορά και ως τρόπο επίλυσης των διαφορών. Πρώτος χρονολογικά – και όχι κατ’ ανάγκην και αξιολογικά – ο Σωκράτης επέλεξε το «αδικείσθαι» αντί του «αδικείν». Αν και αδικήθηκε από τους δικαστές, δεν δραπέτευσε. Δεν θέλησε στην αδικία να αντιτάξει τη δική του αδικία. Ευθαρσώς διακήρυξε: «Ούτε άρα ανταδικείν δει ούτε κακώς ποιείν ουδένα ανθρώπων, ουδ’ αν οτιούν πάσχη υπ’ αυτών». Ήταν απολύτως ενάντια στην εκδίκηση και σε αυτήν τη θέση έμεινε συνεπής μέχρι το τέλος της ζωής του, διακηρύσσοντας με θάρρος, αυτό που μέχρι σήμερα ακούγεται περίεργο: «Ουδέ αδικούμενον άρα δει ανταδικείν, ως πολλοί οίονται, επειδή γε ουδαμώς δει ανταδικείν» (Ούτε όταν αδικείται κανείς πρέπει να ανταποδίδει το άδικον, όπως πολλοί νομίζουν αφού βέβαια απολύτως δεν πρέπει να αδικεί κανείς).
Μέχρι τότε δεν είχε διατυπωθεί τέτοια θέση με τόσο καθαρό τρόπο. Θέση που τρόμαξε τους παραδοσιακούς ηθικολόγους και τη συστημική λογική περί της φύσεως του δικαίου. Κάτι παρόμοιο, βέβαια, εξέφρασε και ο Ισοκράτης «α πάσχοντες υφ’ ετέρων οργίζεσθε, ταύτα τοις άλλοις μη ποιείτε» (Μην κάνετε στους άλλους εκείνα για τα οποία εσείς θυμώνετε όταν τα κάνουν άλλοι σε σας).
2. Ο Ιησούς
Σε ανάλογο επίπεδο κινείται και η διδασκαλία του Ιησού που η αγάπη και η άρνηση ανταπόδοσης του κακού και της αδικίας αποτέλεσαν τα βάθρα της ρηξικέλευθης βιοθεωρίας του. Ο Μωσαϊκός νόμος της αντεκδίκησης «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος» σωριάστηκε κάτω από το βάρος μιας «ακατανόητης» μέχρι σήμερα για πολλούς θέσης – πρότασης του Χριστού «όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην». Η ανεξικακία του Ναζωραίου θρυμμάτισε την υποκρισία και την «ανήθικη ηθική» των Φαρισαίων και προβίβασε την αγάπη και τη συγχώρεση σε απόλυτες αξίες.
Ωστόσο η απόλυτη πρόταση του Χριστού ως τρόπος ειρήνευσης των ανθρώπων και κώδικας συμβίωσης είναι το εμβληματικό «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Συνιστά το χρυσό κανόνα της ανθρώπινης συμπεριφοράς με στόχο την αλληλοκατανόηση και την ειρηνική συνύπαρξη. Πάνω σε αυτόν τον χρυσό κανόνα του Ιησού θεμελιώθηκε αιώνες αργότερα από τον Καντ η «κατηγορική προσταγή» (Η Καντιανή ηθική), η οποία ορίζεται ως η ενιαία υποχρέωση που πηγάζει από το αίσθημα και την έννοια του καθήκοντος. Για τον Καντ, δηλαδή, μια συμπεριφορά είναι ηθική στο βαθμό που αν αυτή γινόταν ηθικός νόμος για όλα την ανθρωπότητα (παγκόσμιος) θα είχε θετικά αποτελέσματα.
3. Ο Γκάντι
Ο τρίτος της ομάδας, ο Μαχάτμα Γκάντι, είναι αυτός που στον αγώνα του για την ανεξαρτησία της Ινδίας εισήγαγε την πολιτική της μη – βίαιης αντίστασης. Η πολιτική της μη – βίας ή της παθητικής αντίστασης εκφράστηκε ως θέση τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Δέχτηκε επιδράσεις τόσο από το Χριστό όσο κι από τον Αμερικανό συγγραφέα Χένρι Θορό.
Ο ίδιος ο Ινδός επαναστάτης – φιλόσοφος – διανοούμενος διέγραψε τον όρο παθητική αντίσταση από το λεξιλόγιό του και εισήγαγε το “Satyagraha”. Είναι η φιλοσοφία της μη – βίας. Η λέξη είναι σύνθεση του Satva (αλήθεια) και Agraha (σταθερότητα). Θεωρούσε, δηλαδή, ότι ακόμη και στις επιθέσεις – βία των κατακτητών δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί βία. Αυτό απέβλεπε στο να αναγκάσει τον αντίπαλο να αλλάξει συμπεριφορά και να συνεργαστεί. Τόνιζε πως «αν χρησιμοποιείται βία, αναγκαστικά, ενσωματώνεται μέσα σε αυτή και η αδικία».
Βέβαια η Satyagraha βρήκε εφαρμογή τόσο στην πολιτική όσο και στις διαπροσωπικές σχέσεις – διαμάχες. Με τον καιρό η πρόταση της μη – βίας κατέστη κινητήρια δύναμη και ενέπνευσε πολλούς, όπως τον Martin Luther King, τον Μαντέλα κι άλλους «Ξεκίνησα να αποκαλώ το Ινδικό κίνημα Satyagraha, γιατί η Δύναμη γεννιέται από την Αλήθεια και την Αγάπη, τη μη – βία. Έτσι εγκατέλειψα τον όρο ‘’παθητική αντίσταση’’».
β. Ο θάνατος των μεγάλων διανοητών
Αποτελεί αντιφατικότητα και ιστορική παραδοξότητα οι κήρυκες της μη – βίας και οι υπέρμαχοι της αγάπης και της ειρήνης να πεθαίνουν από μεθόδους βίας. Είναι ένα άλλο κοινό στοιχείο και των τριών ανδρών. Εκείνο, όμως, που ξαφνιάζει – και ίσως διαφοροποιεί κάπως τον Γκάντι από το Σωκράτη και το Χριστό – είναι ο τρόπος που αντιμετώπισαν το τέλος τους, τόσο ο Σωκράτης όσο και ο Χριστός. Ωστόσο τα κίνητρα όλων αυτών που σχεδίασαν και επέφεραν το θάνατο και των τριών ήταν κοινά. Η αδυναμία των ανθρώπων να βιώσουν την εσωτερική ειρήνη˙ κι όταν αυτή απουσιάζει τότε εξωτερικεύεται ως μίσος και βία προς το συνάνθρωπό μας.
Ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο μετά την καταδίκη του σε θάνατο. Η κατηγορία οδήγησε σε μια δίκη, που με τους δικονομικούς όρους της εποχής ερμηνευόταν ως «γραφή ασεβείας». Κατηγορήθηκε, δηλαδή, για αθεία, για διαφθορά της νεολαίας και για εισαγωγή «καινών δαιμονίων». «Αδικεί Σωκράτης, ους μεν η πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα δε δαιμόνια καινά εισηγούμενος˙ αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος». Βέβαια τους κατήγορους ενόχλησε ο λόγος του φιλοσόφου που λειτουργούσε ως αλογόμυγα στις συντηρητικές και κοιμισμένες συνειδήσεις των Αθηναίων.
Παρόμοιους λόγους επικαλέστηκαν και οι εχθροί του Χριστού που στο πρόσωπο του διέβλεψαν τον κίνδυνο της αποκάλυψης της υποκρισίας τους και του ψευδούς προσωπείου τους. Φοβήθηκαν έναν ξυλουργό που μέσα από την απλότητα και το κήρυγμα της αγάπης αναδομούσε το αξιακό σύστημα και τους ηθικούς κώδικες της κοινωνίας.
Το κατηγορητήριο θεμελιώθηκε πάνω στη φράση του Χριστού «λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέρας εγερώ αυτόν». Επειδή, όμως, αυτό δεν αρκούσε ως κατηγορία, τότε εφεύραν τη ρήση του Χριστού που τον εμφάνιζε ως «υιόν Θεού» «συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού; λέγει αυτώ ο Ιησούς. Συ είπας…», ενώ ο όχλος κατευθυνόμενος από τους επιτήδειους έκραζε: «Ημείς νόμον έχομεν και κατά νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι θεού υιόν εαυτόν εποίησε». Το αποτέλεσμα της δίκης γνωστό: «Ένοχος θανάτου εστί» (Ματθαίου ΚΣΤ, 67).
Βέβαια, η αιτία ήταν διαφορετική, όπως και της καταδίκης του Σωκράτη. Ο φόβος και η ανασφάλεια απέναντι στον εμπρηστή του Φαρισαϊσμού. «…Τι ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί;…. ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται» (Ιωάννη ΙΑ’, 48-50).
Ωστόσο θύμα της μισαλλοδοξίας και της απουσίας θρησκευτικής ανεκτικότητας έπεσε και ο Ινδός ηγέτης Γκάντι. Έχασε τη ζωή του από έναν ομόθρησκό του Ινδουιστή, που δεν συγχωρούσε την αναγνώριση των δικαιωμάτων προς τους μουσουλμάνουν. Ο φανατικός ομόθρησκός του Ναθουράμ Γκόντσε πυροβολώντας τον Γκάντι πυροβολούσε την πολιτική του θρησκευτικού κατευνασμού και της μη – βίας. Ο Γκάντι υπήρξε το θύμα ενός μέσου (ΒΙΑ) που το απέρριπτε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ως μέσο επίτευξης πολιτικών στόχων.
Ο Σωκράτης και ο Χριστός μπορούσαν να αποφύγουν το θάνατο. Ωστόσο έμειναν πιστοί σε αυτά που δίδασκαν. Υπήρξαν δάσκαλοι με τη ριζική έννοια του όρου. Ο Γκάντι, αν και απέφυγε το θάνατο από τους Άγγλους κατακτητές, έπεσε θύμα ενός ομογενούς – ομόθρησκου στο όνομα της εθνικής και θρησκευτικής καθαρότητας. Αν μπορούσε να αποφύγει τη βία ή την αντι- βία του δολοφόνου του, είναι ένα θεωρητικό πρόβλημα. Ωστόσο πριν δεχτεί τη σφαίρα του Ινδού εθνικιστή είπε «Μερικές φορές μπορεί να χρειαστεί να υποστείς την οργή του αντιπάλου. Με τον τρόπο αυτό θα αποδεχθείς τις επιθέσεις από τον αντίπαλο, ποτέ όμως δε θα προβείς σε αντίποινα».
γ. Η αμφισβήτηση του Νίτσε
Ο βίαιος θάνατος είναι η κοινή μοίρα όλων των μεγάλων που τόλμησαν να συγκρουστούν με παραδοσιακές αντιλήψεις και απολιθωμένες ιδεολογίες. Ωστόσο η νίκη στο τέλος τους στεφανώνει με αθάνατη δόξα. «Πρώτα θα σε αγνοήσουν , μετά θα γελάσουν με σένα, μετά θα σε πολεμήσουν, και τότε κέρδισες» (Γκάντι).
Ο Σωκράτης, ο Χριστός και ο Γκάντι εμπλούτισαν την ανθρωπότητα με εκείνα τα στοιχεία που είναι συμβατά με θετικές αξίες, όπως: αγάπη, ανεκτικότητα, ειρήνη, συγχώρηση, ανθρωπιά, ηθική…. Αν και έζησαν σε διαφορετικές εποχές και βάδισαν σε ξεχωριστές διαδρομές, ωστόσο κάπου νοητά συναντήθηκαν.
Πολεμήθηκαν σφοδρά όσο ζούσαν (γι’ αυτό και θανατώθηκαν) αλλά και μετά το θάνατό τους. Ιδιαίτερα αντικείμενο σφοδρής κριτικής αποτέλεσαν ο Σωκράτης και ο Ιησούς στο βαθμό που η διδασκαλία τους στόχευε στην υπεράσπιση των αδυνάτων. Κύριος εκφραστής αυτής της πολεμικής ο Νίτσε, ο υπέρμαχος της δύναμης, ως βασικού στοιχείου που πυροδοτεί τις διαδικασίες για την εξέλιξη και τον πολιτισμό. Κατηγόρησε σφοδρά και τους δυο για την ακατάσχετη ηθικολογία τους. Κηρύσσοντας τη «θέληση για δύναμη» πίστευε ότι θα απελευθέρωνε το δημιουργικό στοιχείο του ανθρώπινου είδους και ο πολιτισμός θα αποκτούσε άλλη ταχύτητα. Θεωρούσε πως οι άξιοι, δημιουργικοί και οι φυσικοί ηγέτες πρέπει να αισθάνονται ελεύθεροι και αποκομμένοι από τους «δουλικούς ηθικούς κώδικες». Κάπως έτσι προανήγγειλε τον Υπεράνθρωπό του. («Το λυκόφως των ειδώλων»).
Η βασική κριτική του Νίτσε στο Σωκράτη και στο Χριστιανισμό συμπυκνώνονται στα παρακάτω: α. «Ο Σωκράτης ήταν ο παλιάτσος που κατάφερε να τον πάρουν στα σοβαρά», β. «Οι αδύναμοι και οι αποτυχημένοι πρέπει να εκλείψουν. Είναι η πρώτη αρχή της δικής μας αγάπης για τον άνθρωπο», γ. «Οι Χριστιανοί κηρύττουν την υπακοή, μα εγώ κηρύττω τη θέληση του λιονταριού. Η θέληση σπάει τα δεσμά, γιατί το θέλω είναι δημιουργώ. Αυτή είναι η διδασκαλία μου».
Όποιες, όμως, κι αν ήταν οι φιλοσοφικές, ιδεολογικές, πολιτικές, ηθικές και κοινωνικές αιτιάσεις κατά του ηθικού και κοινωνικού κώδικα αξιών που θεμελίωσαν οι Σωκράτης, Χριστός και Γκάντι, δεν στάθηκαν ικανές να αποδομήσουν το αξιακό οικοδόμημα των τριών μεγάλων ανδρών. Το έργο τους εξακολουθεί να φωτίζει, να εμπνέει, να προβληματίζει και να προκαλεί αμφισβητήσεις.
Έζησαν λιτά και δεν επιδίωξαν τον πλούτο. Δίδαξαν τη σεμνότητα και την αληλοκατανόηση και στιγμάτισαν την έπαρση και το φαρισαϊσμό. Λοιδορήθηκαν, θανατώθηκαν αλλά το έργο τους εξακολουθεί να ζει. Παραμένουν ακόμη ενοχλητικοί γιατί οι εχθροί τους πέτυχαν να τους θανατώσουν, όχι όμως και να τους βλάψουν.
«Εμέ δε Άνυτος και Μέλητος αποκτείναι μεν δύνανται, βλάψαι δε ου» (Σωκράτης)