Ο διαβήτης είναι μια χρόνια πάθηση που αν αφαιθεί χωρίς θεραπεία μπορεί να πλήξει σοβαρά πολλά όργανα και λειτουργίες του σώματος.
Η ψηλή συγκέντρωση γλυκόζης στο αίμα μπορεί να προκαλεί προβλήματα και κινδύνους τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Παλαιότερες μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο διαβήτης μπορεί να διπλασιάσει τον κίνδυνο άνοιας. Νέα μελέτη ρίχνει φως στη σχέση αιτίας και αποτελέσματος.
Η μελέτη διάρκειας πέντε ετών, διαπίστωσε ότι οι συμμετέχοντες βίωναν σταδιακά απώλειες στη λεκτική μνήμη και την ευφράδεια λόγου.
Οι επιστήμονες μελέτησαν 700 ανθρώπους ηλικίας από 55 έως και 90 ετών. Κατά τη διάρκεια των πέντε ετών, οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε τεστ σκέψης, προγραμματισμού και μνήμης.
Σε κάθε δοκιμασία υποβάλλονταν σε μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου. Περίπου οι μισοί από τους συμμετέχοντες έπασχαν από διαβήτη τύπου 2 (348 άτομα) και η μέση ηλικία τους ήταν τα 68 έτη, ενώ οι μη πάσχοντες από διαβήτη είχαν μέσο όρο ηλικίας τα 73 έτη.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα με διαβήτη είχαν μικρότερες βαθμολογίες στη δοκιμασία της λεκτικής μνήμης και της λεκτικής ευχέρειας.
Οι απεικονιστικές εξετάσεις έδειξαν ότι οι πάσχοντες από διαβήτη είχαν μικρότερο όγκο εγκεφάλου στην αρχή της μελέτης συγκριτικά με τους ανθρώπους που δεν είχαν διαγνωστεί με διαταραχή του σακχάρου στο αίμα. Αλλά οι ερευνητές δεν εντόπισαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το μέγεθος του εγκεφάλου σχετίζεται άμεσα με την πτωτική πορεία της σκέψης και της μνήμης.
«Παρόλο που η μνήμη και η εκτελεστική λειτουργία –δηλαδή η σκέψη και οι δεξιότητες προγραμματισμού– μειώθηκαν με μεγαλύτερη συχνότητα σε άτομα με διαβήτη τύπου 2, η απώλεια αυτή δεν αποτυπώνεται από αντίστοιχη μείωση του όγκου του εγκεφάλου» σημειώνει η συγγραφέας της μελέτης και ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Τασμανίας Michele Callisaya. Σε κάθε περίπτωση «το γενικό συμπέρασμα είναι ότι ο διαβήτης τύπου ΙΙ επηρεάζει τη λειτουργία του εγκεφάλου», προσθέτει.