Η Μαρλέν Ντίτριχ (Marlene Dietrich, 27 Δεκεμβρίου 1901 – 6 Μαΐου 1992) δεν ήταν απλά μία πολύ καλή ηθοποιός του κινηματογράφου, αλλά και μία από τις πρώτες σταρ της μεγάλης οθόνης που με τις ερμηνείες και την παρουσία της, επηρέασε τις επόμενες γενιές. Με οδηγό την ταινία ο «Γαλάζιος Άγγελος» του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ, ρίχνουμε μία ματιά στη ζωή και το έργο της Γερμανίδας καλλιτέχνιδος.
Η Μαρία Μαγκνταλένε Ντίτριχ γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 1901 και μεγάλωσε σύμφωνα με την αυστηρή καθοδήγηση της συντηρητικής μητέρας της. Ήθελε να γίνει μουσικός αλλά ένας τραυματισμός στο αριστερό της χέρι ανέτρεψε τα αρχικά σχέδιά της αναγκάζοντάς την να διακόψει τις σπουδές της. Έτσι αποφάσισε να γίνει ηθοποιός.
Ως το 1927 η Ντίτριχ ερμήνευε μικρούς ρόλους στο θέατρο και συμμετείχε σε πολλές βουβές ταινίες. Τον Αύγουστο του 1929 ο σκηνοθέτης του Χόλιγουντ, Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ βρέθηκε στο Βερολίνο για τα γυρίσματα μιας ταινίας, γνώρισε την Ντίτριχ και έτσι γεννήθηκε μία από τις πιο πετυχημένες συνεργασίες του κινηματογράφου.
Γύρισαν μαζί την ταινία «Γαλάζιος Άγγελος» και έτσι ξεκίνησε η σπουδαία καριέρα της. Η Ντίτριχ και ο Στέρνμπεργκ συνεργάστηκαν μαζί σε συνολικά 6 ταινίες: «Μαρόκο» («Morocco», 1930), «Η Ατιμασμένη» («Dishonored» 1931), «Σανγκάη Εξπρές» («Shanghai Express», 1932), «Ξανθή Αφροδίτη» («Blond Venus», 1932), «Τραγική Τσαρίνα» («Scarlet Empress», 1934).
Το 1936 η Ντίτριχ ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη ηθοποιός του κόσμου. Το 1939 αλλάζοντας την υπηκοότητά της σε Αμερικανική αποδοκιμάστηκε από τον Γερμανικό λαό και ο Τύπος της αφιέρωνε πρωτοσέλιδα με τίτλο: «Ντίτριχ: προδότρια της πατρίδας».
Στη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου η Μάρλεν συμμετείχε στον αγώνα κατά του ναζιστικού κινήματος και τιμήθηκε αργότερα για την προσφορά της με το μετάλλιο της ελευθερίας.
Το 1950 συνεργάστηκε με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ στην ταινία «Ο δολοφόνος έρχεται κάθε βράδυ» («Stage Flight»). Το 1951 η Ντίτριχ ηχογράφησε για λογαριασμό της Columbia στη Νέα Υόρκη τον πρώτο της δίσκο με τίτλο: Marlene Dietrich Overseas. Το 1960 ρίσκαρε την επιστροφή της στη Γερμανία και παρ’ όλη την κατακραυγή που της είχε επιφυλαχθεί - δεν της συγχώρησαν ποτέ την αλλαγή της υπηκοότητας - εκείνη επέμεινε και κέρδισε πίσω την αγάπη τους.
Το 1978 η Ντίτριχ εμφανίστηκε για τελευταία φορά στην ταινία του Ντέιβιντ Χέμινγκ «Ζιγκολό» («Just a gigolo»), με τον David Bowie. Το 1982 επέτρεψε στον Μαξιμίλιαν Σελ για να ηχογραφήσει την τελευταία της συνέντευξη διάρκειας 18 ωρών. Ο Σελ χρησιμοποίησε αποσπάσματα της συνέντευξης στο αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ με τίτλο «Marlene: Α feature» που γνώρισε το 1984 τεράστια επιτυχία παγκοσμίως. Στις 6 Μαΐου 1992 η Μαρλένε Ντίτριχ άφησε την τελευταία της πνοή στο διαμέρισμά της στο Παρίσι.
Οι ομοφυλοφιλικές της τάσεις έγιναν γνωστές αφού εγκατέλειψε την κινηματογραφική της καριέρα σε προχωρημένη πλέον ηλικία. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει ένατη στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.
Ο καθηγητής Ρατ (Εμίλ Τζάνινγκς), εργάζεται σ’ ένα λύκειο και είναι ο τυπικός, παλαιών αρχών αυστηρός δάσκαλος, που ζει μια άχαρη και άδεια ζωή. Δεν ξέρει τίποτα άλλο από σπίτι -δουλειά και το αντίστροφο. Καταπιέζει τους μαθητές του, που τον τρέμουν και δε ζει ο ίδιος καμιά χαρά. Όταν ανακαλύπτει ότι μερικοί μαθητές του συχνάζουν σ’ ένα καμπαρέ, τον «Γαλάζιο Άγγελο», αποφασίζει να πάει για να τους βρει και να τους τιμωρήσει. Εκεί, όμως βρίσκεται αντιμέτωπος με κάτι που δεν είχε ποτέ φανταστεί.
Στη σκηνή του καμπαρέ, βγαίνει η σαγηνευτική τραγουδίστρια Λόλα Λόλα (Μάρλεν Ντίτριχ), η οποία με τολμηρή εμφάνιση, τραγουδά για τον έρωτα και την ελεύθερη φύση του. Ο Ρατ, αντί να μαλώσει τους μαθητές του, μαγεύεται και μπλέκεται στα δίχτυα του έρωτα της νεαρής αυτής πανέμορφης καμπαρετζούς. Μέσα του ξεσπά ένα άσβεστο πάθος για την Λόλα, που δεν σταματά πουθενά.
Είναι η αρχή του τέλους και η πτώση του μέχρι σήμερα αυστηρού καθηγητή, έχει μόλις αρχίσει. Η Λόλα τον κάνει κυριολεκτικά ό,τι θέλει και ο Ρατ όλο και περισσότερο βυθίζεται σε αυτόν τον κόσμο των ύποπτων και φιλήδονων νάιτκλαμπ. Ο καθηγητής χάνει σταδιακά το κοινωνικό του στάτους και την αξιοπρέπειά του, για χάρη της περίφημης Λόλα.
Βασισμένο στη νουβέλα του Χάινριχ Μαν (Heinrich Mann), το αριστουργηματικό φιλμ του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ, έχει ως πρωταγωνιστές του τη θρυλική Μαρλέν Ντίτριχ και τον βραβευμένο με Όσκαρ, Εμίλ Γιάνινγκς. Ο σκηνοθέτης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σήμερα ο τίτλος «Ο Γαλάζιος Άγγελος» χρησιμοποιείται σε νάιτ-κλαμπ, μοίρες της αεροπορίας και νέες εκδόσεις κινηματογραφικών έργων. Πριν από την ταινία μου, ο τίτλος αυτός δεν υπήρχε.» Και συνεχίζει ο Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ:
«Μια βραδιά που επισκέφθηκα ένα μικρό θέατρο στο οποίο έπαιζαν δύο ηθοποιοί που ήδη είχα επιλέξει, πρόσεξα μία ηθοποιό, το πρόσωπο της οποίας ήταν αυτό ακριβώς που ήθελα. Αυτή ήταν η Μάρλεν Ντίτριχ. Σχεδόν όλοι έχουν αποδώσει την ανακάλυψη της σ’ εμένα. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Δεν είμαι ένας αρχαιολόγος που ανακάλυψα κάποια θαμμένα γυναικεία οστά. Είμαι ένας δάσκαλος που πήρε μια όμορφη γυναίκα, την καθοδήγησε, την εμφάνισε στο κοινό με προσοχή, οργάνωσε τα χαρίσματα της, κάλυψε τις ατέλειες της και την οδήγησε ν’ αποκρυσταλλώσει τον ρόλο που την έκανε γνωστή. Η ίδια ήταν ένα τέλειο μέσο που ευφυέστατα απορρόφησε τις οδηγίες μου και παρά τους φόβους της ανταποκρίθηκε στη σύλληψη μου για το γυναικείο αρχέτυπο»
Μαγευτικό, γοητευτικό, λαμπερό, γεμάτο σεξουαλικότητα και αισθησιασμό, το φιλμ είναι ουσιαστικά αυτό που σύστησε στο ευρύ κοινό τη σταρ Μάρλεν Ντίτριχ. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η σκηνή όπου η πανέμορφη Ντίτριχ, τραγουδά το περίφημο «Falling in love again», φορώντας καπέλο και ζαρτιέρες, και γίνεται εν μία νυκτί το απόλυτο σύμβολο του σεξ. Πολύ τολμηρό για την εποχή της, αισθησιακό, προκλητικό και απίστευτα γοητευτικό.
Η πρώτη συνεργασία της Ντίτριχ με τον ήδη καταξιωμένο σκηνοθέτη Γιόζεφ Φον Στέρνμπεργκ σε αυτήν εδώ την ταινία ήταν κάτι παραπάνω από εκρηκτική και ξεκίνησε μία σειρά ταινιών μεταξύ τους, που έχτισαν τον μύθο της εκθαμβωτικής Μάρλεν Ντίτριχ.
Η επιτυχία της ταινίας τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, δικαίωσαν απόλυτα τον Στέρνμπεργκ για την επιλογή του στον γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο. Παράλληλα η ταινία σηματοδοτεί, την πρώτη ομιλούσα δημιουργία που γυρίστηκε στην ιστορία του Γερμανικού Κινηματογράφου.
Με τη σκηνοθετική μαεστρία του Στέρνμπεργκ, το αστείρευτο ταλέντο του μεγάλου Γερμανού ηθοποιού, Εμίλ Γιάνινγκς, και τη λάμψη της Μάρλεν Ντίτριχ, η ταινία – που βασίζεται στο καυστικό σατιρικό δράμα του διάσημου Γερμανού συγγραφέα Χάνριχ Μαν, «Ο καθηγητής Ανρατ» – είχε όλο το κατάλληλο έμψυχο υλικό για να γίνει αμέσως κλασσική και ταυτόχρονα διαχρονική.
Ο συνδυασμός του δράματος ενός καταπιεσμένου καθηγητή, του κυνισμού με τον οποίο τον χειρίζεται η Λόλα, η αντίθεση του αυστηρού περιβάλλοντος του σχολείου και του βρώμικα αισθησιακού περιβάλλοντος του καμπαρέ, συνθέτουν μία ατμόσφαιρα εκρηκτική, ακραία όσο και μαγευτική. Η τραγική ιστορία συγκινεί, η Ντίτριχ δείχνει όσο ποτέ άλλοτε εκθαμβωτική, με την έντονη σεξουαλικότητά της να αναδεικνύεται σε κάθε πλάνο και ο Στέρνμπεργκ μας δίνει μία από τις σπουδαιότερες ταινίες της πλούσιας φιλμογραφίας του.
Γύρω στο 1928 ο ηθοποιός Εμίλ Γιάνινγκς είχε ζητήσει από τον Στέρνμπεργκ να του σκηνοθετήσει την πρώτη του ομιλούσα ταινία. Αν και ξεκινήσανε μαζί να προετοιμάζονται για μια κινηματογραφική εκδοχή του Ρασπούτιν, τελικά κατέληξαν να γυρίσουν το βιβλίο του Χάινριχ Μαν.
Ο Στέρνμπεργκ διάβασε το βιβλίο, προσάρμοσε την ιστορία σε μια δική του εκδοχή με διαφορετικό τέλος σε συμφωνία με τον ίδιο τον Μαν και προχώρησε στα γυρίσματα. Ανάμεσα σε πολλές υποψήφιες για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Στέρνμπεργκ δεν επέλεξε μία από τις ήδη διάσημες σταρ της εποχής όπως, η Γκλόρια Σβάνσον, η Μπριγκίτε Χελμ, η Λουίζ Μπρουκς, η Λότε Λένια κ.α.
Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι η ταινία είχε προβλήματα με τη λογοκρισία στην Αμερική και συγκεκριμένα στην Καλιφόρνια. Το φιλμ απαγορεύτηκε στη ναζιστική Γερμανία το 1933, ωστόσο είναι γνωστή η λατρεία που έτρεφε ο Χίτλερ για την ταινία και την Ντίτριχ συγκεκριμένα και συχνά λέγεται ότι έβλεπε την ταινία σε ιδιωτική αίθουσα.
Εντυπωσιακό είναι και το γεγονός ότι «Ο Γαλάζιος Άγγελος» γυρίστηκε ταυτόχρονα σε δύο βερσιόν. Μία Γερμανική και μία Αγγλική. Η Αγγλική κόπια θεωρούνταν για χρόνια χαμένη μέχρι που ανακαλύφθηκε σ’ ένα Γερμανικό αρχείο και αποκαταστάθηκε. Και οι δύο εκδοχές θεωρούνται πλέον κλασσικές.
Ο Φον Στέρνμπεργκ αποκαλεί την ιστορία «την πτώση ενός ερωτευμένου άντρα». Και πράγματι, από τη στιγμή που ο αυταρχικός καθηγητής γνωρίζει την γοητευτική αλλά και επιπόλαια Λόλα, παθιάζεται μαζί της και υπομένει κάθε είδους εξευτελισμό. Η πτώση του θα είναι χωρίς επιστροφή.
Η Λόλα μαζεύει τους άντρες γύρω της, όπως τα πεταλουδάκια μαζεύονται γύρω από τη φωτιά και καίγονται από αυτήν. Το ίδιο παθαίνει και ο καθηγητής, καθώς κλιμακώνεται η δράση και οι θεατές παρακολουθούν τη συγκινητική του ιστορία, ενώ παρασύρονται από τη σαγηνευτική παρουσία της Μάρλεν – Λόλα, που είναι φτιαγμένη για τον έρωτα…
Η Λόλα Λόλα, είναι η ενσάρκωση της αντρικής ερωτικής επιθυμίας, είναι το αιώνιο θηλυκό σαν εικόνα και η Μάρλεν Ντίτριχ ενσαρκώνει ιδανικά αυτή την σαγηνευτική εικόνα, ερμηνεύοντας παράλληλα μοναδικά τα τραγούδια του Φρίντριχ Χόλεντερ.