Πλησιάζουν Χριστούγεννα… Οι πόλεις φοράνε τα γιορτινά τους, δέντρα στολίζονται και οι άνθρωποι ξεχύνονται στους φωτεινούς δρόμους για ψώνια ή για μια απλή βόλτα. Το χιόνι αρχίζει να πέφτει και να φωτίζει και αυτό μαζί με τα υπόλοιπα λαμπιόνια το σκοτάδι που ήδη έχει απλωθεί…
γράφει η Ιωάννα Χαρμπέα (κοινωνιολόγος/συγγραφέας)
Το κρύο τσουχτερό, αλλά ίσως η ζεστασιά της καρδιάς μας, μας κάνει να το απολαμβάνουμε χωρίς διαμαρτυρίες και αυτό! Εξάλλου τι νόημα έχουν τα Χριστούγεννα χωρίς λίγο χιόνι;
Και εσύ περπατάς μέσα στο πλήθος και σκέφτεσαι τι άλλο σου χρειάζεται για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι και φτάνεις στη στάση του λεωφορείου όπου εκεί όλες οι σκέψεις σου τελειώνουν, γιατί το κοινωνιολογικό σου βλέμμα αντιλαμβάνεται άλλη μια πληγή της κοινωνίας. Μια γριούλα ανήμπορη και ξυπόλυτη.
Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα.
Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή.
Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε.
Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλυτη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι. Σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο.
Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση.
Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια της γριούλας, δεν μίλησε.
Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθισε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του.
«Γεροντική άνοια», σκέφτηκε. Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου».
Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι.
— «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις».
— «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της.
Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της.
— «Φταίει το κράτος», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους».
— «Φταίνε όλοι οι κατέχοντες εξουσία», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. «Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς».
— «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν ν’ αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δεν θα υπέφερε σήμερα».
Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση.
Αλλά ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάευρο. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. — «Πάρε, κυρία, ν’ αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.
Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της.
— «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν’ απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».
Στην επόμενη στάση ένα παλικάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσική. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουγε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουργια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα.
Το παλικάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα.
— «Γιαγιά, είπε, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του.
Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.
Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι.Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του.
— «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας.
— «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος.
— «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος.
— «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος.
— «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία.
Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήτανε Άνθρωπος!
Άνθρωπος; Αναρωτήθηκαν όλοι φωναχτά. Υπάρχουν άνθρωποι στις μέρες μας που να νοιάζονται για τους συνανθρώπους τους σε σημείο που να περιορίζουν και τις δικές τους ανάγκες και θέλω;
Ναι, υπάρχουν άνθρωποι και σήμερα. Ίσως είναι λίγοι αλλά υπάρχουν και βρίσκονται ανάμεσά μας. Ανάμεσα στο πλήθος, ανάμεσα στις ανησυχίες και στα προβλήματα που μαστίζουν καθημερινά το νου μας. Ας μην αδιαφορούμε για το διπλανό μας.
Πάντα υπάρχει κάποιος που έχει μεγαλύτερη ανάγκη από εμάς. Είναι τραγικό να βλέπεις ξυπόλυτους ανθρώπους να βαδίζουν στο χιόνι ανήμερα των Χριστουγέννων αλλά είναι ακόμα πιο τραγικό να βλέπεις ξυπόλυτες ψυχές.