Με αφορμή την προβολή του «Χριστουγεννιάτικου Εφιάλτη» στο Μέγαρο Μουσικής, στις 15 και 16 Δεκεμβρίου, με ζωντανή μουσική από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, θυμόμαστε μερικούς από τους λόγους που κάνουν ξεχωριστό το stop motion αριστούργημα των Τιμ Μπάρτον και Χένρι Σέλικ.
25 χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο «Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης» έκανε πρεμιέρα στις αμερικανικές αίθουσες, κι ακόμα παραμένει ο βασιλιάς των «εναλλακτικών» χριστουγεννιάτικων ταινιών, με ένα τεράστιο φανατικό κοινό. Οχι κι άσχημα για ένα φιλμ στο οποίο ακόμα κι η ίδια η Disney ελάχιστα είχε πιστέψει αρχικά.
Πίσω στο 1993, ο Μπάρτον δεν ήταν ακριβώς ο σκηνοθέτης που το κοινό (αλλά και η βιομηχανία) θα ταύτιζε με ταινίες για όλη την οικογένεια. Αντιθέτως, μάλιστα, ερχόταν κατευθείαν μετά το κατασκότεινο και γκροτέσκο «Batman Returns» της προηγούμενης χρονιάς, το οποίο υπήρξε μεν εισπρακτική επιτυχία αλλά πολλοί γονείς το είχαν κρίνει υπερβολικά βίαιο και σεξουαλικά υπαινικτικό, προκαλώντας ανησυχία και αμφιβολίες στο στούντιο για το αν ο Μπάρτον ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για μια ταινία που θα έπρεπε να απευθύνεται (και) σε παιδιά.
Μια ανησυχία που παρέμεινε, ακόμα κι όταν λόγω του φορτωμένου του προγράμματος (ανάμεσα στο «Batman Returns» και την προετοιμασία για το «Ed Wood») ο Μπάρτον παρέδωσε τη σκυτάλη της σκηνοθεσίας στον Χένρι Σέλικ, κρατώντας για τον εαυτό του τα credits της ιστορίας (βασισμένης σε ένα ποίημα που είχε γράψει το 1982) και της δημιουργίας των χαρακτήρων, καθώς και ρόλο παραγωγού.
Τέτοια ήταν μάλιστα η δυσπιστία της Disney απέναντι στο πρότζεκτ, που όχι μόνο αποφάσισε να διανείμει το φιλμ μέσα από την πιο ενήλικου προσανατολισμού θυγατρική της Touchstone Pictures, με καταλληλότητα PG (κάτι εξαιρετικά σπάνιο τότε για ταινία κινουμένων σχεδίων), αλλά είχε ήδη προγραμματίσει το επόμενο υποψήφιο μπλοκμπάστερ της μερικές εβδομάδες μετά.
Αυτό ειδικά το τελευταίο δεν επέτρεψε στον «Χριστουγεννιάτικο Εφιάλτη» να μετατραπεί στην εισπρακτική επιτυχία την οποία προμήνυε το εξαιρετικά ελπιδοφόρο άνοιγμά του στο περιορισμένο κύκλωμα αιθουσών όπου βγήκε, διακόπτοντας απότομα την πορεία του στις αίθουσες.
Μόνο που –ευτυχώς– η ταινία είχε ήδη αφήσει το στίγμα της, αποκτώντας σχεδόν αυτόματα το cult status που της άξιζε κι αποδεικνύοντας ότι επρόκειτο για κάτι πολύ περισσότερο από μια «παιδική» ταινία – και η Disney το αναγνώρισε, έστω και καθυστερημένα, τοποθετώντας την πλέον στο πάνθεον των καλύτερων ταινιών της και επανακυκλοφορώντας την ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Η ιστορία του βασιλιά του Halloween, Τζακ Σκέλινγκτον, και η καταδικασμένη προσπάθειά του να επαναλανσάρει τα Χριστούγεννα με τον δικό του, ειλικρινή αλλά αναπόφευκτα φρικαλέο τρόπο, αποδείχθηκε απολαυστικά μακάβρια αλλά κι απρόσμενα συγκινητική, μια σπάνια ευτυχής συγκυρία και σύμπνοια ανάμεσα στην πρωτοποριακή αισθητική του φιλμ και το μήνυμά της για τη συμφιλίωση με τις απογοητεύσεις και τις αποτυχίες μας, διανθισμένων με δεκάδες αναφορές σε μύθους και horror classics του παρελθόντος.
Κάπως έτσι, ο «Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης» επαναπροσδιόρισε για το ευρύ κοινό την ίδια την έννοια της οικογενειακής ταινίας (είναι ΟΚ να τρομάξεις τα παιδιά), των κινουμένων σχεδίων (συστήνοντας ουσιαστικά στους περισσότερους θεατές την απαιτητική τεχνική του stop motion animation) και επιβεβαίωσε την (τότε ακόμα) αστείρευτη φαντασία και δημιουργικότητα του Τιμ Μπάρτον και την ικανότητά του να εκμαιεύει την τρυφερότητα και την αισιοδοξία μέσα από το σκοτάδι. Κι άνοιξε περήφανα με αυτόν τον τρόπο τον mainstream δρόμο για δεκάδες παιδικές ταινίες κινουμένων σχεδίων που δεν φοβόντουσαν πλέον να εισάγουν στοιχεία τρόμου στον κόσμο τους, όπως πολύ επιτυχημένα έκαναν, για παράδειγμα, αργότερα το «Coraline» του ίδιου του Σέλικ, το «ParaNorman» κ.α.
Μας σύστησε ακόμα το ταλέντο του ιδιοφυούς animator και σκηνοθέτη Χένρι Σέλικ, έστω κι αν η προώθηση της ταινίας (αναφέροντας το όνομα του Μπάρτον στον ίδιο τον τίτλο ως «Tim Burton’s The Nightmare Before Christmans») παραγκώνιζε το γεγονός ότι εκείνος ήταν ο πραγματικός σκηνοθέτης και όχι ο Τιμ Μπάρτον, μια παρεξήγηση που για πολλούς παραμένει έως και σήμερα, μολονότι ο Σέλικ θα έχτιζε στο ενδιάμεσο μια αξιόλογη καριέρα στο είδος.
Και, φυσικά έδωσε στον Ντάνι Ελφμαν την ευκαιρία να συνθέσει όχι απλά ένα από τα καλύτερα σάουντρακ της καριέρας του, αλλά κι ένα από τα σπουδαιότερα όλων των εποχών, αντικατοπτρίζοντας άψογα μέσα από τις πολυσυλλεκτικές μουσικές αναφορές του (από την όπερα μέχρι την τζαζ) το ίδιο το εμπνευσμένο, ανατρεπτικό συνονθύλευμα ειδών που συνθέτουν και το ίδιο το φιλμ.
Ταινία τρόμου για παιδιά, μιούζικαλ, γοτθικό παραμύθι, love story, animation, όλα στην υπηρεσία της εμμονής που χαρακτηρίζει τις καλύτερες στιγμές στη φιλμογραφία του Μπάρτον: Ενας αλλούτερος ύμνος στα πιο τρελά όνειρα των losers και των απόκληρων αυτού του κόσμου.