Εκείνος που αποκαλούσε τον εαυτό του «baddest man on the planet», λες και ήθελε να επιβεβαιώσει τον χαρακτηρισμό…
Ποια ήταν η μέρα που πραγματικά έπιασε πάτο;
Στις 11 Φεβρουαρίου 1990 ο Μάικ Τάισον σοκάρει όλο τον πλανήτη. Είναι η πρώτη φορά στην ως τότε φανταστική καριέρα του που εγκαταλείπει το ρινγκ ηττημένος. Κόντρα σε κάθε προγνωστικό, ο Μπάστερ Ντάγκλας του οποίου η επικράτηση δινόταν σε απόδοση 42 προς 1 (!) τον ρίχνει στο καναβάτσο και του αφαιρεί όλες τις ζώνες. Ο κόσμος μένει με το στόμα ανοιχτό. Είναι αδύνατο να πιστέψει πως ο κορυφαίος πυγμάχος της γενιάς του και ένας από τους σημαντικότερους στην ιστορία, έχανε μετά από 37 σερί νίκες, τις περισσότερες με νοκ άουτ.
Περίπου 1,5 χρόνο αργότερα ο Iron Mike θα σοκάρει ξανά τους πάντες. Μόνο που αυτή τη φορά δεν θα γίνει πρωτοσέλιδο για τις αθλητικές επιδόσεις του, τις αποτυχημένες σχέσεις του, τις καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία, τα διαζύγια, την χρήση ναρκωτικών ή την οδήγηση υπό την επήρεια ουσιών. Εκείνος που αποκαλούσε τον εαυτό του «baddest man on the planet», λες και ήθελε να επιβεβαιώσει τον χαρακτηρισμό, έπιασε πάτο. Ήταν κατηγορούμενος για βιασμό. Και όλα μαρτυρούσαν πως το έχει κάνει.
Ήταν Ιούλιος του 1991, είχαν προηγηθεί 4 σερί νίκες μετά από εκείνη την ήττα από τον Ντάγκλας και θεωρητικά ο Τάισον προετοίμαζε την επάνοδό του στην κορυφή. Τα πράγματα, όμως, δεν ήταν ακριβώς έτσι. Ο πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής εκείνη την περίοδο είχε δημιουργήσει παντού εχθρούς και συμπεριφερόταν σαν ένα κακομαθημένο κ@λόπαιδο, που ζητούσε να πάρει ρεβάνς από τη ζωή και όσα εκείνη του στέρησε τα χρόνια που πέρασε στους δρόμους άστεγος ή σε αναμορφωτήρια και δομές για εγκαταλελειμμένους νέους. Όλα αυτά μέχρι ενός βαθμού συνετέλεσαν στο να γίνει αυτός που ήταν. Όχι μόνο ως δυναμίτης μέσα στα ρινγκ, αλλά και ως ένας ασταθής, ευμετάβλητος χαρακτήρας, με έξεις, εθισμούς και απρεπείς συμπεριφορές. Τα δύο χρόνια που προηγήθηκαν του περιστατικού είχε προλάβει να χωρίσει κάτω από πολύ άσχημες συνθήκες (που περιελάμβαναν και βιαιοπραγίες) από την σύζυγό του, να μπλέξει σε δικαστικές διαμάχες με τον Ντον Κινγκ, και ακόμη χειρότερα, να εγκαταλείψει τους δύο ανθρώπους που τον βοήθησαν όσο κανείς άλλος να φτάσει στο νούμερο 1. Τον επί σειρά ετών μάνατζέρ του Μπιλ Κλέιτον και τον προπονητή του Κέβιν Ρούνεϊ. Αυτό το παιδί ποτέ δεν έδειχνε να είναι απολύτως στα καλά του, αλλά τότε έμοιαζε να έχει πιάσει πάτο.
Πάντως το προηγούμενο της καταγγελίας βράδυ εκείνο που έπιανε ήταν τα πόδια, τα οπίσθια και τα στήθη των υποψηφίων για τον τίτλο της Miss Black America. Είχε βρεθεί στο ίδιο ξενοδοχείο στο οποίο έμεναν και τα κορίτσια και οι διοργανωτές θεώρησαν πως μια φωτογραφία μαζί του θα έδινε έξτρα ώθηση στον διαγωνισμό. Αποδείχτηκε μια πάρα μα πάρα πολύ κακή ιδέα. Μία εξ αυτών του κατέθεσε αγωγή για παρενόχληση, οι 10 από τις 23 κινήθηκαν νομικά εναντίον του ιδιοκτήτη της εταιρείας που είχε αναλάβει τα καλλιστεία και μία ακόμη –η πιο άτυχη από όλες- κατήγγειλε τον βιασμό της από τον Μάικ Τάισον.
Ήταν η 18χρονη τότε φοιτήτρια Ντεζιρέ Ουάσινγκτον, η εκπρόσωπος του Ροντ Άιλαντ. Σύμφωνα με την καταγγελία της, το βράδυ της 18ης Ιουλίου συμφώνησε να πιει ένα ποτό με τον πυγμάχο. Συναντήθηκαν στο λόμπι του ξενοδοχείου και λίγο πριν φύγουν για να πάνε σε ένα ήσυχο μέρος και να γνωριστούν καλύτερα, όπως της είπε ο Τάισον, εκείνος προφασίστηκε πως είχε ξεχάσει κάτι στο δωμάτιό του. Ανέβηκαν μαζί. Ο θηριώδης μποξέρ μπήκε στην τουαλέτα και όταν επέστρεψε ήταν γυμνός. Τριάντα λεπτά αργότερα τα πάντα είχαν τελειώσει. Η εξέταση στην οποία υποβλήθηκε η κοπέλα επιβεβαίωσε την δική της εκδοχή. Δεν υπήρξε συναινετικό σεξ, αλλά βιασμός. Ο Τάισον δεν είχε τίποτα να αντιτάξει απέναντι στα ξεκάθαρα σε βάρος του στοιχεία. Προσπάθησε να εξαγοράσει την σιωπή της. Της προσέφερε χρήματα. Άλλωστε έτσι είχε μάθει να κάνει στις σχέσεις του με τις γυναίκες. Άφηνε το χρήμα να μιλήσει. Όμως το νεαρό κορίτσι δεν έμοιαζε με όσα είχε γνωρίσει ως τότε. Είχε πάρει υποτροφία. Εργαζόταν ως υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ παράλληλα με τις σπουδές της. Είχε πλούσιο κοινωνικό έργο. Δεν δέχτηκε τα χρήματά του, αλλά αποζητούσε μόνο την τιμωρία του.
Οι δικηγόροι του Τάισον δεν κατάφεραν να τον γλιτώσουν, με τέτοια συντριπτικά στοιχεία εναντίον του, μπόρεσαν όμως να περιορίσουν την «ζημιά». Αντί για 60 χρόνια κάθειρξης που αντιμετώπιζε, του επιβλήθηκαν μόλις 6 και άλλα 4 με αναστολή. Εξέτισε κάτι παραπάνω από 3, όμως ακόμη κι αυτά ήταν αρκετά για να φράξουν την επάνοδό του στην κορυφή. Ακόμη και μέσα στη φυλακή ο Τάισον άργησε να αντιληφθεί τον κατήφορο που είχε πάρει η ζωή του. Η ενοχή του για βιασμό δεν του δημιούργησε τύψεις, ούτε τον έκανε να αλλάξει. Μπορεί να είχε πιάσει πάτο, αλλά θα χρειαζόταν καιρό ακόμα μέχρι να καταφέρει να αντιμετωπίσει τους δικούς του προσωπικούς εφιάλτες του παρελθόντος.
Τελικά, το 2014, τα κατάφερε. Ήταν η μέρα που σε συνέντευξή του αποκάλυψε ένα περιστατικό από την παιδική του ηλικία που -σε συνδυασμό με όλα τα άλλα- μπορούσε να δώσει εξηγήσεις. «Ήμουν μόλις 7 ετών. Ένας τύπος με άρπαξε μέσα στη μέση του δρόμου. Ήμουν ένα μικρό παιδί κι εκείνος ένας μεγάλος άνδρας. Με τρομοκράτησε, με κακοποίησε, δεν τον είδα ποτέ ξανά και συνέχισα με τη ζωή μου. Αν με άλλαξε αυτό το περιστατικό; Δεν έχω ιδέα», έλεγε ο Μάικ Τάισον εξιστορώντας την δική του σεξουαλική κακοποίηση.