Ένα από τα πλέον πολύκροτα ζητήματα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, το οποίο απασχολεί ακόμα και σήμερα ιστορικούς, νομικούς και άλλους επιστήμονες, αλλά και πλήθος απλών ανθρώπων, είναι το θέμα του σημερινού μας άρθρου. Πρόκειται για τη δίκη των οκτώ, οι οποίοι θεωρήθηκαν ως υπεύθυνοι της μικρασιατικής καταστροφής και την εκτέλεση των έξι από αυτούς.
Βέβαια, έχει επικρατήσει να λέγεται και να γράφεται «Η Δίκη των Έξι», όμως το Νοέμβριο του 1922 δικάστηκαν οκτώ πολιτικοί και στρατιωτικοί. Το γεγονός όμως ότι οι έξι από αυτούς εκτελέστηκαν είναι αυτό που έχει συντελέσει στο να επικρατήσει το «Η Δίκη των Έξι».
Η επικράτηση της Επανάστασης
Η κατάρρευση του μετώπου στη Μικρά Ασία, δημιούργησε έκρυθμη κατάσταση στον ελληνικό Στρατό. Το μέγα ερώτημα ήταν «πώς θα σωθεί η Ελλάς και θα απαλύνει την ατίμωσιν». Τα βλέμματα όλων είχαν στραφεί προς τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα, θαρραλέο, ικανό και δημοφιλή αξιωματικό που είχε διακριθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Μικρά Ασία, ιδιαίτερα στη φάση της οπισθοχώρησης.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1922, έφτασαν στη Χίο μεγάλα τμήματα του Στρατού, προερχόμενα από τη χερσόνησο της Ερυθραίας. Ο Πλαστήρας, άτυπος επικεφαλής των τμημάτων αυτών, σε 8 μέρες πέτυχε την κατάργηση των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών του νησιού (11/9/1922), στο όνομα επαναστατικής επιτροπής, που είχε ως ηγέτες τον ίδιο, τον συνταγματάρχη Π. Γαρδίκα και τον αντισυνταγματάρχη Μ. Κοιμήση.
Την ίδια μέρα, κάτι ανάλογο έγινε και στη Λέσβο, με επικεφαλής τον, μετριοπαθή φιλοβασιλικό συνταγματάρχη Σ. Γονατά και τους αντισυνταγματάρχες Κ. Μαμούρη και Α. Πρωτοσύγγελο. Με τη μύηση και αξιωματικών του Στόλου, επιτεύχθηκε εκτός από την πλήρη επικράτηση της Επανάστασης στις Ένοπλες Δυνάμεις και η μεταφορά των επαναστατών στην Αθήνα. Τα πλοία, ξεκίνησαν χωριστά στις 12 Σεπτεμβρίου 1922 για να συναντηθούν έξω από τις ακτές της Αττικής.
Ωστόσο, για αδιευκρίνιστους λόγους, ο Γονατάς έστειλε αεροπλάνο στην Αθήνα στις 13/9/1922, το οποίο πέταξε προκηρύξεις στην πρωτεύουσα, στις οποίες ζητούνταν η παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου, η άμεση διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, ο σχηματισμός κυβέρνησης «αχρόου και εμπνεούσης εμπιστοσύνην εις την Αντάντ» και η άμεση ενίσχυση του θρακικού μετώπου.
Με την ενέργεια αυτή, χάθηκε το στοιχείο του αιφνιδιασμού, αλλά παρακινήθηκε σε δράση η επαναστατική επιτροπή που είχε σχηματιστεί στην Αθήνα μετά την κατάρρευση του μετώπου, με επικεφαλής τον, απόστρατο τότε, υποστράτηγο Θ. Πάγκαλο και μέλη τους υποστράτηγους Α. Μαζαράκη, Π. Γαργαλίδη και Χ. Τσερούλη, τον πλοίαρχο Α. Χατζηκυριάκο και τον αντιπλοίαρχο Α. Κολιαλέξη.
Από τα γραφεία του «Ελεύθερου Βήματος» του Δ. Λαμπράκη όπου είχε εγκατασταθεί η επαναστατική επιτροπή της Αθήνας, ο Πάγκαλος διέταξε τη σύλληψη ανώτατων αξιωματούχων και κρατικών λειτουργών. Ανάμεσά τους ήταν οι: Δ. Γούναρη, Π.Πρωτοπαπαδάκης, Ν. Στράτος, Ν. Θεοτόκης, ο Υποναύαρχος Μ. Γούδας, ο Υποστράτηγος Ξ. Στρατηγός κ.ά.
Υπάρχουν, μάλλον δικαιολογημένες, αμφιβολίες για τη νομιμοποίηση αυτών των συλλήψεων. Ο Δρ. Ιωάννης Παπαφλωράτος στη δίτομη «Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833-1949», αναφέρει ότι έγιναν «με πρωταγωνιστές παραστρατιωτικά στοιχεία και άτομα του υποκόσμου υπό την καθοδήγηση του απόστρατου Υποστρατήγου Πάγκαλου».
Στις 13/9/1922, έφτασαν στο Λαύριο τα πλοία των επαναστατών. Ο Κωνσταντίνος, παρακινούμενος από τον Μεταξά, σκέφτηκε αρχικά να αντισταθεί και κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Καθώς όμως στους επαναστάτες προσχωρούσαν συνεχώς στρατιωτικές μονάδες αλλά και μονάδες της Χωροφυλακής από την Αττική, κατάλαβε ότι ήταν μάταια οποιαδήποτε προσπάθεια να παραμείνει στην εξουσία.
Έτσι στις 14 Σεπτεμβρίου 1922 παραιτήθηκε υπέρ του διαδόχου του Γεωργίου Β’ και τρεις μέρες αργότερα, αναχώρησε οικογενειακώς με το πλοίο «Πατρίς» για το Παλέρμο της Σικελίας, όπου και πέθανε τον Ιανουάριο του 1923 (στη βίλα «Igica»).
Η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου παραιτήθηκε και στις 15 Σεπτεμβρίου 1922, οι επικεφαλής της Επανάστασης με 12.000 στρατιώτες που είχαν πολεμήσει στη Μικρά Ασία και ήταν «εξαντλημένοι αλλά στοιχημένοι», όπως παρατήρησε ο Βρετανός πρεσβευτής, μπήκαν στην Αθήνα. Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας, είχαν ανάμεικτα συναισθήματα. Χαράς κι ελπίδας από τη μία πλευρά, ανησυχίας κι επιφυλακτικότητας από την άλλη…
Οι επικεφαλής της Επαναστατικής Επιτροπής (Πλαστήρας, Γονατάς, Φωκάς), καταδίκασαν τις ενέργειες που είχαν γίνει με εντολές του Θ. Πάγκαλου, τον οποίο ωστόσο «κάλυψαν» αργότερα με νέα ανακοίνωσή τους. Δεν είναι ξεκάθαρο ποιος ή ποιοι έδωσαν τις διαταγές για τις συλλήψεις. Κατά μία εκδοχή, αυτό έγινε από τους ηγέτες του κινήματος που βρισκόταν στο θωρηκτό «Λήμνος». Είναι αναμφισβήτητος όμως ο ρόλος του Θ. Πάγκαλου και εκείνος του ταγματάρχη Ε. Μπακιρτζή στην υλοποίησή τους.
Σύμφωνα με τον Γεώργιο Ρούσσο στη «Νεότερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826-1974» και τον Γιάννη Καψή στο βιβλίο του «Η Δίκη των Έξι», ο Θ. Πάγκαλος είχε δώσει μυστική εντολή για την παράδοση των συλληφθέντων σε ομάδα παρακρατικών και την εκτέλεσή τους στη δασώδη περιοχή ανάμεσα στη Μεταμόρφωση και την Κηφισιά. Το σχέδιο όμως διέρρευσε και η εκτέλεσή τους ματαιώθηκε.
Ο Γρηγόριος Δαφνής, στο έργο του «Η Ελλάς Μεταξύ Δύο Πολέμων, 1923-1940», γράφει ότι: «Σκοπός της Επαναστάσεως ήτο να οδηγηθούν (οι συλληφθέντες στις 14/9/1922) την επομένην εις το θωρηκτόν «Λήμνος», να δικασθούν, βάσει συνοπτικής διαδικασίας και να τυφεκισθούν επί του καταστρώματος.
Την πρόθεσιν ταύτην της Επαναστάσεως, την οποίαν ο Πλαστήρας δεν απέκρυπτεν, επληροφορήθησαν οι πρεσβευταί Αγγλίας και Γαλλίας. Αμέσως προέβησαν εις έντονον διάβημα, ζητήσαντες όπως οι συλληφθέντες δικαστούν υπό των νομίμων δικαστηρίων». Όταν μάλιστα ο Ν. Πλαστήρας και ο Α. Παπαναστασίου ενημερώθηκαν από τον Γάλλο πρεσβευτή ότι τυχόν μη συμμόρφωση με το διάβημα, θα είχε σοβαρές συνέπειες για τα εθνικά μας συμφέροντα, οι ηγέτες της Επανάστασης θεώρησαν σωστό να αποφασίσει η Εθνοσυνέλευση για την τύχη των συλληφθέντων.
Παράλληλα, οι ξένοι διπλωμάτες, ζήτησαν μετριοπάθεια και κατέστησαν προσωπικά υπεύθυνους τους Πλαστήρα – Γονατά για την ασφάλεια του Κωνσταντίνου. Ο Ολλανδός πρέσβης W. H. de Beaufort, ο Βρετανός επιτετραμμένος G. H. Bentinck και ο α’ Γραμματέας της βρετανικής πρεσβείας Atchley, επισκέφτηκαν τους συλληφθέντες, ενώ ο Γάλλος πρέσβης de Marsilly και ο Βρετανός sir Francis Oswald Lindley, συνέστησαν αποφυγή κάθε ακρότητας και δίκη των συλληφθέντων από τακτικό δικαστήριο.
Με αυτά συμφώνησαν οι Πλαστήρας και Γονατάς. Την επόμενη μέρα, σχηματίστηκε πολιτική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Σ. Κροκιδά, καθώς ο Α. Ζαΐμης που είχε επιλεγεί αρχικά δεν δέχθηκε (για λόγους υγείας) τη θέση και Υπουργό Εξωτερικών τον Ν. Πολίτη. Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1922, συνελήφθη στο σπίτι του και ο Αντιστράτηγος Χατζανέστης ύστερα από μήνυση που υποβλήθηκε εναντίον του.
Η παραπομπή σε έκτακτο στρατοδικείο πολιτικών και στρατιωτικών
Στις τάξεις των «Επαναστατών» (ή «Κινηματιών»), υπήρχαν διιστάμενες απόψεις. Οι πιο μετριοπαθείς, με επικεφαλής τον στρατηγό Π. Δαγκλή, θεωρούσαν ότι έπρεπε να ισχύσουν όσα είχαν συμφωνήσει οι Πλαστήρας και Γονατάς με τους ξένους διπλωμάτες.
Η πιο σκληροπυρηνική πτέρυγα, με επικεφαλής τους, Θ. Πάγκαλο και Α. Οθωναίο, ζητούσαν άμεση και παραδειγματική τιμωρία των, θεωρούμενων ως, υπαίτιων της μικρασιατικής καταστροφής. Σε διπλή επίδειξη ισχύος, ο Θ. Πάγκαλος μίλησε ακριβώς γι’ αυτό το θέμα στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» μπροστά σε 300 κατώτερους αξιωματικούς και λίγες μέρες αργότερα, σε συγκέντρωση 300 σκληροπυρηνικών αξιωματικών στα γραφεία της «Εταιρείας των Φίλων του Λαού», τα οποία είχαν καταληφθεί βίαια.
Αυτά όλα, είχαν σαν αποτέλεσμα τον διαρκή ανασχηματισμό της ηγετικής ομάδας των Επαναστατών και την επικράτηση, τελικά, των θέσεων των «σκληρών». Έτσι, στις 12/10/1922, ανακοινώθηκε η σύσταση έκτακτου στρατοδικείου που θα δίκαζε τους υπεύθυνους της καταστροφής. Ο Θ. Πάγκαλος ανέλαβε την προεδρία της ανακριτικής επιτροπής (τα άλλα δύο μέλη της ήταν οι συνταγματάρχες Ι. Καλογεράς και Χ. Λούφας).
Αρχικά το ανακριτικό έργο ανατέθηκε στους Καλλάρη και Ζυμβρακάκη, οι οποίοι όμως παραιτήθηκαν όταν διαπίστωσαν τις παρεμβάσεις των αδιάλλακτων, κυρίως του Χατζηκυριάκου. Τότε ο Πλαστήρας, απευθύνθηκε στους Πάγκαλο και Οθωναίο και συμφωνήθηκε να αναλάβει ο πρώτος,πρόεδρος της ανακριτικής επιτροπής και ο δεύτερος ,πρόεδρος του στρατοδικείου.
«Εσείς υποκινείτε όλη την πίεση. Να αναλάβετε και τις ευθύνες», φέρεται να τους είπε. Οι δύο στρατιωτικοί δέχτηκαν, αφού ο Πλαστήρας τους διαβεβαίωσε ότι θα εκτελέσει την απόφαση του στρατοδικείου, όποια κι αν είναι αυτή.
Η ελληνική κοινή γνώμη, οι συλληφθέντες, αλλά και οι ξένοι διπλωμάτες αμέσως προδίκασαν το αποτέλεσμα των ανακρίσεων. Δηλωτική των προθέσεων των κινηματιών ήταν η φράση «…τηρουμένων των διατάξεων της Ποινικής νομοθεσίας κατά το μάλλον εφικτόν».
Ο Βρετανός πρέσβης απηύθυνε προσωπική επιστολή προς τον Υπουργό Εξωτερικών Πολίτη ενώ ο Ιταλός ομόλογός του G. C. Montagna, προέβη σε προφορικό διάβημα προς τον Πολίτη. Ο Πάγκαλος υποχρεώθηκε να δηλώσει ότι δεν θα γίνει καμία άλλη σύλληψη. Αυτό αφορούσε κυρίως τον πρίγκιπα Ανδρέα, ο οποίος είχε μπει στο στόχαστρο των κινηματιών.
Στο βιβλίο του ο Δρ Ιωάννης Παπαφλωράτος γράφει: «Ο πρίγκιπας Ανδρέας διοικούσε αρχικώς την ΧΙΙ Μεραρχία στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Αργότερα, προήχθη σε αντιστράτηγο και ανέλαβε την αρχηγία του Β’ Σώματος Στρατού. Οι άνδρες του Σώματος αυτού προήλασαν μέσω της Αλμυράς Ερήμου και κατήγαγαν μια σειρά από νίκες κάτω από ιδιαιτέρως αντίξοες συνθήκες.
Ο Ανδρέας διαφώνησε με το Επιτελείο για θέματα τακτικής και υπέβαλε την παραίτησή του, στην αποδοχή της οποίας επέμεινε παρά την αντίθεση του Αρχιστρατήγου Αναστ. Παπούλα. Μετά την σύμπτυξη των ελληνικών στρατευμάτων, ο Ανδρέας τοποθετήθηκε στην διοίκηση του Ε’ σώματος Στρατού, το 1922. Αμέσως μετά από την επικράτηση του κινήματος, παραιτήθηκε και εξεδήλωσε την πρόθεση να ιδιωτεύσει, παραμένοντας στα ανάκτορα του Mon Repos στην Κέρκυρα».
Τελικά, όπως είναι γνωστό, ο πρίγκιπας Ανδρέας, πατέρας του Δούκα του Εδιμβούργου Φίλιππου, συζύγου της βασίλισσας Ελισάβετ της Αγγλίας, δικάστηκε αλλά τιμωρήθηκε με την ποινή της υπερορίας (εξορίας) και όχι με την θανατική ποινή. Ο Θ. Πάγκαλος, φρόντισε να επηρεάσει τους στρατοδίκες, λέγοντάς τους ότι για να μην διαταραχθούν οι σχέσεις με την Αγγλία, θα πρέπει να επιβάλλουν αυτή την ποινή.
Στον δε βασιλιά Γεώργιο είπε: «Δεν θα πάθει ούτε μία τρίχα του πρίγκιπος, Μεγαλειότατε. Μόνο αν σκοτώσουν εμένα, θα δολοφονηθεί και ο πρίγκιψ. Θα τον μεταφέρω προσωπικώς μέχρι της εξέδρας του Φαλήρου». Έτσι, στις 20 Νοεμβρίου 1922, μετά την έκδοση της απόφασης του στρατοδικείου, που επέβαλε στον Ανδρέα την ποινή της ισόβιας υπερορίας, ο Πάγκαλος πήγε στο σπίτι του στρατηγού Πάλλη όπου έμενε ο πρίγκιπας, τον πήρε μαζί του στο αυτοκίνητο του Υπουργού Στρατιωτικών και τον μετέφερε στο Φάληρο για να επιβιβαστεί στο αγγλικό πλοίο «Καλυψώ».
Η Δίκη των Οκτώ
Η ανακριτική επιτροπή, πρόεδρος της οποίας ήταν όπως είδαμε ο Θ. Πάγκαλος, στις 24 Οκτωβρίου 1922 εξέδωσε πόρισμα με το οποίο παραπέμπονταν ενώπιον Έκτακτου Στρατοδικείου οι: Δ. Γούναρης, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Ν. Στράτος, Ν. Θεοτόκης, Γ. Μπαλτατζής, Γ. Χατζανέστης (και Χατζηανέστης σε κάποιες άλλες πηγές), Ξ. Στρατηγός και Μ. Γούδας.
Ο Πάγκαλος, σε συνέντευξη που έδωσε τον Γενάρη του 1949, παραδέχτηκε ότι οι καταδικασθέντες «δεν διέπραξαν συνειδητήν προδοσίαν, ως κατηγορήθησαν, αλλ’ υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της Πατρίδος κατά τας κρισίμους εκείνας στιγμάς» (Γ. Δαφνής, «Η Ελλάς Μεταξύ Δύο Πολέμων 1923-1940»).
Το Έκτακτο Στρατοδικείο συγκροτήθηκε με Διάταγμα της 13/10/1922, στο άρθρο 20 του οποίου οριζόταν ότι κατά της απόφασης του Στρατοδικείου δεν επιτρέπεται κανένα τακτικό ή ένδικο μέσο και η εκτέλεσή της θα γινόταν με διαταγή της Επαναστατικής Επιτροπής. Στην ανακριτική επιτροπή, μόνο ο Δ. Γούναρης παρουσίασε ένα μακροσκελέστατο απολογητικό υπόμνημα 67 σελίδων!
Οι υπόλοιποι αρκέστηκαν σε σύντομες απολογίες, ελπίζοντας ότι τα πράγματα θα ήταν ευνοϊκότερα γι’ αυτούς στο Στρατοδικείο. Ο Πάγκαλος, ο οποίος φαίνεται ότι κινούσε τα νήματα της όλης διαδικασίας, έχει γραφτεί ότι είχε αποφασίσει να κρίνει ένοχους όλους τους κατηγορούμενους, πολύ πριν τη λήξη της ακροαματικής διαδικασίας. Το εκμυστηρεύθηκε στον Ιταλό δημοσιογράφο Filippo Sacchi, ο οποίος παρουσίασε σε άρθρο του στην εφημερίδα «Corriere della Sera», στις 17/11/1922.
Το ποια θα ήταν τα μέλη του Στρατοδικείου, αποτελούσε αρμοδιότητα του Υπουργού Στρατιωτικών. Ο μετριοπαθής και έντιμος Αντιστράτηγος Α. Χαραλάμπης που κατείχε αυτή τη θέση, συνέταξε μια γενική λίστα και δύο καταλόγους για τη σύνθεση του Στρατοδικείου, με τα ονόματα αξιωματικών που θεωρούσε ότι μπορούν να αποτελέσουν μέλη του. Οι προτάσεις του, πετάχτηκαν στον κάλαθο των αχρήστων. Η σύνθεση του Στρατοδικείου, έγινε από την Επαναστατική Επιτροπή.
Αυτή ήταν:
Πρόεδρος: Α. Οθωναίος, Υποστράτηγος
Μέλη: Α. Παναγόπουλος, Γ. Σκανδάλης, Θ. Χαβίνης, Συνταγματάρχες, Κ. Μαμούρης, Αντισυνταγματάρχης, Χ. Γραβάνης, Ταγματάρχης, Β. Καραπαναγιώτης, Λοχαγός, Ι. Γιαννηκώστας, Πλοίαρχος, Λ. Κανάρης, Αντιπλοίαρχος και οι στρατιωτικοί δικαστικοί σύμβουλοι Μ. Ζωγράφος (α’ τάξης) και Κ. Τσερούλης (β’ τάξης). Ορίστηκαν επίσης τρεις επίτροποι, οι Κ. Γεωργιάδης, Ν. Ζουρίδης και Ν. Γρηγοριάδης.
Οι συνεδριάσεις θα γινόταν στη μεγάλη αίθουσα της Παλαιάς Βουλής. Η έναρξη της δίκης, ορίστηκε για τις 31/10/1922. Στο βαρύ, αλλά μάλλον ασαφές κατηγορητήριο, υπήρχαν και κατηγορίες εναντίον των οκτώ, τελείως έωλες, όπως π.χ. ότι αμέλησαν να προσαρτήσουν τη Βόρεια Ήπειρο!
«Ένας τρομακτικός κατάλογος από υποτιθέμενα αδικήματα», κατά τον M. Llewellyn – Smith «συρραφή από βίαια άρθρα των βενιζελικών εφημερίδων και δεν είχε καμία νομική υπόσταση λόγω της άγνοιας του Πάγκαλου επί των νομικών ζητημάτων», όπως γράφει ο Δ. Χρονόπουλος.
Ο νομομαθής Δ. Γούναρης, είπε προς τους συγκατηγορουμένους του, όταν άκουσε το κατηγορητήριο: «Δεν έχει τίποτε που να στηρίζεται μέσα εις το κατηγορητήριον και αυτό με ανησυχεί. Έχουν εξασφαλίσει την καταδίκην μας και δεν καταβάλλουν προσπάθειαν δια να δημιουργήσουν λόγους φαινομενικά ισχυρούς». Κατά τον Γ. Καψή, το κατηγορητήριο συνέταξε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ο Θ. Πάγκαλος.
Μεταξύ των μελών του Έκτακτου Στρατοδικείου, κατά τον Γεώργιο Πεσμαζόγλου, ήταν και ο Πλοίαρχος Κ. Φραγκόπουλος, ο οποίος παραιτήθηκε όταν αντιλήφθηκε ότι οι κατηγορούμενοι θα καταδικάζονταν σε θάνατο.
Συνήγοροι υπεράσπισης ήταν οι: Σ. Σωτηριάδης, για τους Γούναρη και Γούδα, Κ. Τσουκαλάς, για τους Στράτο και Χατζανέστη, Α. Ρωμανός για τον Θεοτόκη, Α. Παπαληγούρας για τους Μπαλτατζή και Πρωτοπαπαδάκη και Οικονομίδης για τον Ξ. Στρατηγό.
Οι μάρτυρες κατηγορίας ήταν 12. Πρώτος κατέθεσε ο επί 20 μήνες Αρχιστράτηγος στη Μ. Ασία Α. Παπούλας, για τον οποίο ο Α. Μαζαράκης – Αινιάν, έγραψε ότι ο Χατζανέστης, ήταν «ολιγότερον ένοχος από τον προκάτοχόν του Παπούλαν, ο οποίος εβαρύνετο και με τας επιχειρήσεις του Σαγγαρίου και με την κατάληψιν του εκτεταμένου μετώπου, η οποία ήτο η βασική αιτία της καταστροφής». Ο Γ. Πεσμαζόγλου, γράφει ότι: «…εκ της διαδικασίας προέκυψαν ενδείξεις ότι (ο Παπούλας) είχε καταχρασθεί χρήματα εξ εκείνων τα οποία διεχειρίζετο δια τας προμηθείας του στρατεύματος».
Όταν ο Παπούλας κλήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις του διαδόχου του Χατζανέστη (τον οποίο ο ίδιος πρότεινε για τη θέση αυτή), βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Ο πρόεδρος του Στρατοδικείου Οθωναίος, αφαιρούσε συχνά από τον Χατζανέστη τον λόγο, θέλοντας να βοηθήσει τους μάρτυρες κατηγορίας…
Ακολούθησαν οι καταθέσεις των στρατιωτικών Μ. Πάσσαρη και Π. Σουμίλα, οι οποίες ήταν πολύ λίγο επιβαρυντικές για τους κατηγορουμένους. Τέταρτος κατέθεσε ο Συνταγματάρχης Γ. Σπυρίδωνος και πέμπτος ο Αντισυνταγματάρχης Μ. Κοιμήσης, οι οποίοι επίσης δεν επιβάρυναν τη θέση του Χατζανέστη με όσα είπαν.
Έκτος μάρτυρας ήταν ο Λοχαγός Κ. Κανελλόπουλος και έβδομος ο Λοχαγός Λ. Σπαής, που συνόδευσε τον Χατζανέστη από το σπίτι του στις φυλακές Αβέρωφ και του είπε: «Στρατηγέ μου ευρήκατε τον μπελά σας την τελευταίαν ώραν. Φέρετε σεις τας αμαρτίας των άλλων», όπως κατέθεσε και στο Στρατοδικείο.
Ακολούθησε ο Ταγματάρχης Θ. Σκυλακάκης, υπασπιστής του Παπούλα, που κατέθεσε ότι μία από τις βασικές αιτίες της κατάρρευσης του ηθικού του στρατεύματος ήταν τα δημοσιεύματα του Τύπου: «…Σας επαναλαμβάνω, επανειλημμένως τα αεροπλάνα του Κεμάλ μας έρριψαν εφημερίδας, τον «Ριζοσπάστην» και τας ελληνικάς εφημερίδας της Κωνσταντινουπόλεως, δια να κάμουν προπαγάνδαν», είπε στον αποσβολωμένο επαναστατικό επίτροπο Γρηγοριάδη, ο Σκυλακάκης.
Ακολούθησε ο διευθυντής επιμελητείας του Υπουργείου Στρατιωτικών Α. Βενετσανόπουλος, που έτρεφε προσωπικό μίσος για τον Πρωτοπαπαδάκη. Όταν τελείωσε την κατάθεσή του, δέχτηκε μια σειρά ερωτήσεων από τον Πρωτοπαπαδάκη και έμεινε εμβρόντητος «μη γνωρίζων πού να κρυφθεί, ράκος σκιάχτρου από πασσάλου κρεμάμενον», όπως γράφει ο Α. Οικονόμου.
Οι τρεις τελευταίοι μάρτυρες κατηγορίας, που δεν ήταν στρατιωτικοί, Γ. Ράλλης, Φ. Νέγρης και Κ. Ρέντης, δεν πρόσφεραν κάτι το αξιοσημείωτο. Ο μεν Ράλλης, ήταν γνωστός εχθρός του Δ. Γούναρη από το 1916, ο Φ. Νέγρης ήταν βενιζελικός πολιτευτής, ενώ ο άπειρος διπλωμάτης Κ. Ρέντης, δεν μπόρεσε να απαντήσει με πειστικό τρόπο στις ερωτήσεις του κατηγορουμένου Μπαλτατζή.
Να σημειώσουμε ότι ο Δ. Γούναρης, πιθανότατα λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης, είχε προσβληθεί από τύφο και αποσύρθηκε από τη διαδικασία. Μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην κλινική Ασημακόπουλου, αυστηρά φρουρούμενος.
Στις 4/11, ολοκληρώθηκαν οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και ξεκίνησαν οι καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης. Ξεχωρίζουν, όσα είπε ο Συνταγματάρχης Ραγκαβής, που ανέφερε ότι υπήρχε παντελής έλλειψη πολεμικού σθένους, από μερίδα οπλιτών. Γράφει σχετικά ο Δρ Ι. Παπαφλωράτος: «Στο Ουσάκ (πόλη της Μ. Ασίας, η αρχαία ελληνική πόλη Τημένου Θήραι) είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες απείθαρχοι φυγάδες, οι οποίοι έκλεβαν, έκαιγαν και προκαλούσαν ταραχές. Ο Χατζανέστης δεν διέθετε επαρκείς δυνάμεις για να τους επιβληθεί.
Άλλος σημαντικός μάρτυρας υπεράσπισης, ήταν ο Ταγματάρχης Κ. Ζαβιτσάνος, ο οποίος αμφισβήτησε το ποινικό μέρος του κατηγορητηρίου. Σπουδαιότερη όλων όμως, νομίζουμε ότι είναι η κατάθεση του Ταγματάρχη Παναγάκου, ο οποίος στάλθηκε σαν σύνδεσμος του Επιτελείου στο μέτωπο στις 15 Αυγούστου. Ανέφερε την απροθυμία των στρατιωτών να πολεμήσουν, ως βασική αιτία για την καταστροφή. Ο Παναγάκος, ήταν λάβρος κατά των κομμουνιστών. Κατέθεσε χαρακτηριστικά:
«Προ παντός, κύριε πρόεδρε, επέδρασε σωματικώς δια την αποκαρδίωσιν του στρατού ο κομμουνισμός. Δυστυχώς, προέκυψε δε τούτο εξ ανακρίσεως…υπήρχε και φάκελος ολόκληρος εκ του οποίου απεδεικνύετο αυτό το οποίο σας εξέθηκα. Η έδρα ήτο το Ουσάκ, διακλάδωσις δε εφ’ ολοκλήρου του μετώπου. Ενθυμούμαι ότι επί της προκατόχου διοικήσεως απηγορεύετο η αποστολή φύλλων του Ριζοσπάστου εκ μέρους της Στρατιάς.
“Οι ενδιαφερόμενοι όμως απέστελον τον Ριζοσπάστην σκεπασμένο με άλλας εφημερίδας και τον έστελον εις το μέτωπον. Προ παντός, εφρόντιζεν ο εχθρός να στέλει Ριζοσπάστας δι’ αεροπλάνων. Συνήθως όμως δια προκεχωρημένων φυλακίων μας έστελεν. Η εντύπωσις, την οποίαν αποκομίζω μετά την διάσπασιν του μετώπου, δίδει την απόλυτον πεποίθησιν ότι κυρίως αυτό επέδρασε…» (Δρ Ι. Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού, 1833-1949).
Ακριβώς την ίδια άποψη έχει και ο Βλάσης Αγτζίδης. Στο βιβλίο του «Μικρά Ασία», κεφάλαιο «Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΕΚΕ-ΚΚΕ ΣΤΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ», γράφει χαρακτηριστικά:
«Οι απόψεις του ΣΕΚΕ για τη μικρασιατική εκστρατεία χρησιμοποιούνται συστηματικά από την κεμαλική προπαγάνδα. Τα κυριότερα αντιπολεμικά άρθρα του ‘Ριζοσπάστη’- αλλά και τα αντιπολιτευτικά των βενιζελικών εφημερίδων μετά τον Νοέμβριο του 1920- ανατυπώνονται και ρίχνονται με αεροπλάναστις ελληνικές γραμμές του μετώπου».
Στις 7 Νοεμβρίου, άρχισαν οι απολογίες των κατηγορουμένων. Ο Γούδας δεν απολογήθηκε καθώς δεν κατηγορήθηκε ειδικά για κάτι, στη διάρκεια της διαδικασίας. Ο Στράτος στη δευτερολογία του, υπερασπίστηκε και τον απόντα Γούναρη, παρά το ότι είχε πολιτικές διαφωνίες μαζί του.
Στον Στράτο, έγιναν προτάσεις και να δραπετεύσει ακόμα και μέσα από την αίθουσα του στρατοδικείου! Στο σχέδιο αυτό, ήταν αναμεμειγμένοι ο Οθωναίος και ο Κονδύλης, που του εξασφάλιζαν ασφαλή μεταφορά στη Θεσσαλονίκη! Ο Στράτος όμως δεν δέχθηκε…
Η ετυμηγορία
Στις 6.40 το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 1922, ο Οθωναίος κάτωχρος και με τρεμάμενη φωνή, ανακοίνωσε την απόφαση. Όλοι οι κατηγορούμενοι κρίνονταν ένοχοι εσχάτης προδοσίας παμψηφεί. Οι έξι καταδικάζονταν στην ποινή του θανάτου και οι Γούδας – Στρατηγός, σε ισόβια δεσμά. Αναλυτικά:
Δημήτριος Γούναρης, πρώην πρωθυπουργός, εις θάνατο.
Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, πρώην πρωθυπουργός, εις θάνατο.
Νικόλαος Στράτος, πρώην πρωθυπουργός, εις θάνατο.
Νικόλαος Θεοτόκης, Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη, εις θάνατο.
Γεώργιος Μπαλτατζής, Υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη, εις θάνατο.
Γεώργιος Χατζανέστης, Αντιστράτηγος, Αρχιστράτηγος Μικράς Ασίας και Θράκης, εις θάνατο.
Ξενοφών Στρατηγός, Υποστράτηγος ε.α., Υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Γούναρη, ισόβια και
Μιχαήλ Γούδας, Υποναύαρχος ε.α., Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη, ισόβια.
Επίσης, το Στρατοδικείο διέταξε τη στρατιωτική καθαίρεση των Χατζανέστη – Γούδα – Στρατηγού. Τέλος, επέβαλε χρηματική αποζημίωση υπέρ του Δημοσίου στους: Δ. Γούναρη, 200.000 δρχ., Ν. Θεοτόκη, 1.000.000 δρχ. και Μ. Γούδα 200.000 δρχ.
Η Εκτέλεση των Έξι
Η κυβέρνηση Κροκιδά, παραιτήθηκε πριν την ανακοίνωση της απόφασης. Σχηματίστηκε κυβέρνηση με επικεφαλής τον Σ. Γονατά και η «επανάσταση» ανέλαβε όλη την ευθύνη. Στις 5.00 π.μ. ο Ταγματάρχης Κατσιγιαννάκης ξύπνησε τον ετοιμοθάνατο Γούναρη για να τον μεταφέρει στις φυλακές Αβέρωφ. Στις 9.00 π.μ. ο επίτροπος Γρηγοριάδης ανακοίνωσε στους κατηγορούμενους την απόφαση. Για τους περισσότερους (πλην των Στράτου και Χατζανέστη), ήταν αναμενόμενη.
Σύντομα έφθασαν οι συγγενείς των καταδικασθέντων και η ατμόσφαιρα βάρυνε. Σε λίγο, οι έξι επιβιβάστηκαν σε δύο οχήματα: προπορευόταν το αυτοκίνητο του φρούραρχου της εκτέλεσης, ταγματάρχη Σπαή, που ήταν μάρτυρας κατηγορίας στο Στρατοδικείο. Σε μισή ώρα, η πομπή έφτασε στον τόπο της εκτέλεσης στο Γουδί. Εκεί, περίμεναν 90 στρατιώτες.
Ο Σπαής, διάβασε την απόφαση και διέταξε τους μελλοθάνατους να σταθούν στα καθορισμένα σημεία. Κανείς από τους 6 δεν θέλησε να του δέσουν τα μάτια και δεν εξέφρασε καμία επιθυμία. Στις 11.27 π.μ. ακούστηκαν πυροβολισμοί και οι 6 έπεσαν νεκροί…
Ο λοχίας Αναστάσιος Γιακουμής, που έδωσε τη χαριστική βολή στον Γούναρη και τον Χατζανέστη, καταδικάστηκε από δικαστήριο για τη διάπραξη ληστειών και εκτελέστηκε στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1924…
Οι αντιδράσεις στο εσωτερικό και το εξωτερικό
Όπως γράφει ο Γ. Δαφνής: «Ο ελληνικός λαός, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθετήσεως, συνεκινήθη. Αι καρδίαι όλων των Ελλήνων ένιωσαν εκείνο το ανεξήγητο σφίξιμο της μεγάλης οδύνης, που παραλύει κάθε κίνησιν. Πένθιμος ατμόσφαιρα εκάλυψε την πρωτεύουσαν.
“Η πλατεία Συντάγματος, έδινεν την εντύπωσιν οικίας πενθούντων προσφιλές πρόσωπον. Αυτοί οι αδιάλλακτοι, εκείνοι που εξώθησαν μέχρι της εκτελέσεως, εταράχθησαν, Δεν επίστευαν ποτέ ότι τα πράγματα θα έφθαναν μέχρι του εκτελεστικού αποσπάσματος. Εζήτησαν την εκτέλεσιν, αλλά εφαντάζοντο ότι, την τελευταίαν στιγμήν, μια ξένη παρέμβασις θα την ανέστελε. Και έτσι, θα είχαν την συνείδησίν των ήσυχον…».
«Δύο κατηγορίαι Ελλήνων, η πλειονότης των αξιωματικών και οι πρόσφυγες, ικανοποιήθησαν από την εκτέλεσιν…Μετά την 15ην Νοεμβρίου 1922, η Επανάστασις, και αν ήθελε, δεν θα ημπορούσε να δικάσει και να καταδικάσει άλλους, ως ευθυνομένους δια την Μικρασιατικήν καταστροφήν».
Πριν ακόμα ξεκινήσει η δίκη, οι ξένοι διπλωμάτες στην Αθήνα, είχαν ενημερώσει τον Υπουργό Εξωτερικών Πολίτη, ότι στην περίπτωση διεξαγωγής της, θα κινδύνευαν τα ελληνικά συμφέροντα. Στις 2 Νοεμβρίου, ο Βρετανός πρεσβευτής Lindley και καθώς η δίκη είχε αρχίσει, επέδωσε νέα διακοίνωση στον Πολίτη με πολύ σκληρή διατύπωση.
Γινόταν λόγος για «βάρβαρες πράξεις της Επαναστάσεως» και η δίκη χαρακτηριζόταν «δικαστικόν έγκλημα». Μετά την εκτέλεση των έξι, ο Βρετανός πρεσβευτής, δήλωσε αηδιασμένος, πήρε το διαβατήριό του και έφυγε αυθημερόν για το Λονδίνο.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Andrew Bonar Law, είπε στη Βουλή των Κοινοτήτων: «Δια της καταδίκης των τέως Υπουργών και του Αρχιστρατήγου εις την εσχάτην των ποινών και δια της εκτελέσεώς των διεπράχθη εν Ελλάδι πράξις μεγίστης βαρβαρότητος».
Ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Λόρδος Curzon, διαμαρτυρήθηκε έντονα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος βρισκόταν στη Λωζάνη. Ο Βενιζέλος, στον οποίο είχε παρέμβει και ο Ελβετός πολιτικός Gustave Ador, είπε στον Curzon ότι έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να αποτρέψει τις εκτελέσεις, αλλά δεν εισακούσθηκε.
Ο ρόλος του εθνάρχη στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι ξεκάθαρος. Ο επί χρόνια συνεργάτης του Εμμανουήλ Ρέπουλης, ένας από τους κορυφαίους ρήτορες που πέρασαν ποτέ από το ελληνικό Κοινοβούλιο, με προσωπικές του μαρτυρίες, ρίχνει την ευθύνη στον Βενιζέλο για τις εκτελέσεις:
«Ε, λοιπόν φίλε μου, τους πολιτικούς θα τους τουφεκίσουν διότι το θέλει ο Βενιζέλος» (διάλογος Ρέπουλη με τον Αλέξανδρο Διομήδη). Στο στενό του περιβάλλον, ο Βενιζέλος φέρεται επίσης να είπε: «Και αν πρόκειται να αναστηθούν, πάλιν πρέπει να εκτελεστούν» (Γ. Δαφνής, «Η Ελλάς Μεταξύ Δύο Πολέμων, 1923-1940).
Στις 31 Ιουλίου 1928, ο Πάγκαλος δήλωσε στην «Καθημερινή» ότι «οι εξ εξετελέσθησαν εντολή του Βενιζέλου, δοθείση υπ’ αυτού εις την Επανάστασιν εκ Λωζάνης και ότι περί τούτου υπάρχουν αποδείξεις». Όμως τις αποδείξεις αυτές, δεν τις παρουσίασε ποτέ.
Άλλοι, ρίχνουν ευθύνες στον Πάγκαλο και τον Πλαστήρα. Ο «μαύρος καβαλάρης», μίλησε για το θέμα λίγο πριν πεθάνει. Η δήλωσή του δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ελευθερία» στις 4 Ιανουαρίου 1953. Σ’ αυτήν, ανέφερε ότι τον επισκέφθηκε ο Βρετανός πρεσβευτής Λίντλεϊ και του ζήτησε να ματαιωθεί η δίκη ή αν γίνει, να μην υπάρξουν θανατικές καταδίκες.
Ο Πλαστήρας, απάντησε: «Του ετόνισα (ενν.του Λίντλεϊ): Αν το στρατοδικείον τους καταδικάσει εις θάνατον, θα την εκτελέσω την απόφασιν. Όπως και αν τους αθωώσει, σας εγγυώμαι ότι κανείς δεν θα τολμήσει να τους πειράξει. Το ίδιο σας εγγυώμαι ότι θα συμβεί και αν καταδικασθούν εις φυλάκισιν. Η απόφασις του στρατοδικείου θα είναι απολύτως σεβαστή».
Ο Βρετανός Πλοίαρχος Gerald Talbot, στάλθηκε στην Αθήνα με σκοπό να αποτρέψει τις εκτελέσεις. Οι επικεφαλής της Επανάστασης πληροφορήθηκαν τον ερχομό του και φρόντισαν να επισπευσθεί η έκδοση της απόφασης και οι εκτελέσεις. Έτσι όταν έφθασε ο Talbot και ζήτησε από τους Πλαστήρα – Γονατά να δει τους καταδικασμένους πήρε τις απαντήσεις: «Αργά πια» (Πλαστήρας) και «Είναι πλέον αργά, η απόφασις εξετελέσθη» (Γονατάς).
Αλλά και το τηλεγράφημα του Ε. Βενιζέλου με το οποίο προειδοποιούσε ότι η διαπραγματευτική του θέση στη Λωζάνη θα γινόταν δυσχερής και ο λόρδος Curzon τον είχε ενημερώσει ότι θα υπάρξει διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με τη χώρα μας, έφτασε μετά τις εκτελέσεις. Η χώρα μας απομονώθηκε διεθνώς μετά την εκτέλεση των έξι και η διαπραγματευτική της θέση, έγινε ακόμα πιο δύσκολη.
Δυστυχώς, ο από μηχανής Θεός που περίμεναν πολλοί, αυτή τη φορά δεν έκανε την εμφάνισή του…
Από την πλευρά μας, προσπαθήσαμε να καταγράψουμε όσο πιο αντικειμενικά μπορούσαμε τις λεπτομέρειες της πολύκροτης αυτής υπόθεσης, η οποία έφτασε στον Άρειο Πάγο το 2008. Το ανώτατο δικαστήριο της χώρας μας, αθώωσε τους καταδικασθέντες με απόφασή του στις 15 Οκτωβρίου 2010. Ας ελπίσουμε ότι λάθη, μικρότητες, προσωπικές φιλοδοξίες και εκδικητικότητα, θα εκλείψουν από την πολιτική ζωή της χώρας, καθώς δεν ζημιώνονται μόνο οι άνθρωποι, αλλά όπως έχει δείξει επανειλημμένα η ιστορία, η ίδια η Ελλάδα…