Την πρόταση εθελοντικής παράδοσης επιχειρήσεων ετοιμάζονται να απευθύνουν οι τράπεζες σε υπερχρεωμένους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, στο πλαίσιο της προσπάθειας μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Ήδη δειλά οι τράπεζες έχουν ξεκινήσει τις πρώτες κατ’ ιδίαν επαφές με υπερχρεωμένους επιχειρηματίες και η εθελοντική παράδοση επιχειρήσεων αναμένεται να αποκτήσει χαρακτηριστικά τάσης από το νέο έτος, επιταχύνοντας τον μετασχηματισμό του επιχειρηματικού χάρτη της χώρας. Με την εθελοντική παράδοση επιχειρήσεων, οι τράπεζες εκτιμούν ότι θα μειώσουν ταχύτερα τον συνολικό όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αφού το κύριο βάρος της μείωσης πέφτει στα επιχειρηματικά NPEs, δίνοντας παράλληλα ώθηση στην οικονομία.
Ο προβληματισμός
Ο μεγάλος προβληματισμός των τραπεζών για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών ανοιγμάτων έγκειται στο πώς η μείωσή τους θα συμβάλει παράλληλα στην ανάκαμψη των επιχειρήσεων και της oικονομίας, εξέλιξη που απαιτούν ΕΚΤ και Κομισιόν. Οι τράπεζες προγραμματίζουν, αρχής γενομένης από το επόμενο έτος, μεγάλες πωλήσεις και τιτλοποιήσεις NPLs, ωστόσο αυτές δεν θα δώσουν απάντηση στο τελικό ζητούμενο, που είναι να πάρει μπρος η oικονομία. Και αυτό διότι το χρέος θα παραμείνει να υφίσταται, απλώς θα αλλάξει χέρια.
Ο απώτερος σκοπός, όμως, της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι να μπορέσει να δοθεί άμεσα ανάσα στην οικονομία και οι τράπεζες να δώσουν νέα δάνεια σε υγιείς επιχειρήσεις. Άρα, με κάποιο τρόπο να περιοριστεί ουσιαστικά και σημαντικά το υφιστάμενο χρέος των επιχειρήσεων, ώστε να υπάρξει ένα νέο σημείο εκκίνησης για τις επιχειρήσεις.
Παράλληλα, οι τράπεζες δεν μπορούν να προχωρήσουν σε σωρεία αναγκαστικών εκτελέσεων κατά επιχειρηματικών οφειλών. Και αυτό όχι διότι πρακτικά δεν μπορούν να προχωρήσουν σε πλειστηριασμούς, ρευστοποιώντας τα ακίνητα και το συνολικό ενεργητικό υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Αλλά διότι, εάν ακολουθούσαν αυτή την τακτική, θα εξόντωναν τον παραγωγικό ιστό της οικονομίας και θα οδηγούσαν σε “γενοκτονία” δεκάδες χιλιάδες επιχειρηματίες και απασχολούμενους στις επιχειρήσεις. Αντ’ αυτού, οι τράπεζες θα πρέπει, μειώνοντας μεν τον μη εξυπηρετούμενο δανεισμό των επιχειρήσεων, να διασώσουν το βιώσιμο ενεργητικό αλλά και το ανθρώπινο κεφάλαιο που θα μπορέσει να επανεκκινήσει τους τροχούς της οικονομίας.
Στο συνδυαστικό αυτό ζητούμενο οι τράπεζες καλούνται να μετατρέψουν ανενεργά στοιχεία ενεργητικού επιχειρήσεων σε ενεργά, δίνοντας λύσεις στην υπερχρέωση των επιχειρήσεων με βιώσιμες ρυθμίσεις, αναδιαρθρώσεις χρεών, όπως επίσης και με πλειστηριασμούς. Στην επόμενη μέρα των κινήσεων αυτών για τις επιχειρήσεις κάποιες θα διασωθούν και άλλες θα πτωχεύσουν, διότι δεν θα αποδειχθούν βιώσιμες.
Η εθελοντική παράδοση
Στη διαδρομή για τη διάσωση των επιχειρήσεων, και προκειμένου να μεγιστοποιήσουν την έκτασή της, είναι που οι τράπεζες θα εφαρμόσουν ως μέσο διευθέτησης της οφειλής την εθελοντική παράδοση της επιχείρησης. Αν κρίνουν ότι η επιχείρηση δεν διασώζεται, θα προτείνουν στον επιχειρηματία την πώληση της επιχείρησης από την τράπεζα σε τρίτο ενδιαφερόμενο, ο οποίος είτε θα συνεχίσει το αντικείμενο της επιχείρησης είτε θα εγκαινιάσει νέα παραγωγική δραστηριότητα.
Αν κρίνουν ότι η επιχείρηση διασώζεται και ο επιχειρηματίας που την διοικεί επιθυμεί να συνεχίσει ο ίδιος την παραγωγική της δραστηριότητα, τότε οι τράπεζες θα αγοράζουν οι ίδιες την επιχείρηση, “μισθώνοντάς” τη στον επιχειρηματία. Προφανώς, για να συμβεί αυτό, η τράπεζα θα πρέπει να έχει διαπιστώσει ότι ο επιχειρηματίας έχει τις ικανότητες να “τρέξει” την επιχείρηση και οδηγήθηκε στην αδυναμία εξυπηρέτησης του δανεισμού της εξαιτίας της κρίσης και όχι εξαιτίας ανικανότητας.
Για να προβούν στον διακανονισμό αυτό, οι τράπεζες θα ελέγξουν την απόδοση που μπορούν να έχουν από τυχόν αναδιάρθρωση του δανείου της επιχείρησης. Έτσι, αν π.χ. το ακίνητο (collateral δανείου) της επιχείρησης κοστίζει 100 ευρώ, η τράπεζα δεν θα μπορεί να κάνει αναδιάρθρωση του δανείου που θα της αποφέρει λιγότερα από 100 ευρώ. Τότε θα απευθυνθεί στον επιχειρηματία και θα τον ρωτήσει αν επιθυμεί, διευθετώντας το δάνειό του με εθελοντική παράδοση του ακινήτου, να συνεχίσει την επιχείρηση και την παραγωγή της. Αν ο επιχειρηματίας δηλώσει ότι επιθυμεί να συνεχίσει να δραστηριοποιείται στην επιχείρηση και συναινέσει στην παράδοση του ακινήτου που τη στεγάζει, η τράπεζα θα τον αφήσει να “τρέχει” την επιχείρηση έναντι καταβολής σε αυτήν κάποιου ενοικίου. Η ίδια συμφωνία μεταξύ τραπεζών και επιχειρηματιών θα μπορεί να γίνει και στις περιπτώσεις που το ακίνητο της επιχείρησης οδεύσει σε πλειστηριασμό και το αγοράσει η τράπεζα.
Με τον τρόπο αυτό, οι επιχειρηματίες θα μετατραπούν σε “κολίγους”, διασώζοντας την εργασία τους και ένα εισόδημα, ενώ παράλληλα θα δοθεί δεύτερη ευκαιρία σε υπερχρεωμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες θα δραστηριοποιηθούν απαλλαγμένες από τα χρέη τους και με προοπτική την ανάπτυξή τους. Την ανάπτυξη αυτή θα ενισχύσουν με φρέσκα κεφάλαια οι τράπεζες, αλλά στην πορεία και τρίτοι ενδιαφερόμενοι, οι οποίοι ενδεχομένως θα θελήσουν να εξαγοράσουν τις εξυγιασμένες επιχειρήσεις.
Σημειώνεται ότι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών πρέπει να προέλθει σε ποσοστό 61% από το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, πράγμα που σημαίνει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να μειώσουν, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2019, κατά 22,7 δισ. ευρώ τα “κόκκινα” επιχειρηματικά τους δάνεια. Στην προηγούμενη στοχοθεσία των τραπεζών η συμβολή του επιχειρηματικού χαρτοφυλακίου υπολογιζόταν στο 58% της μείωσης, με αντίστοιχη συμβολή 21% και 22% για το στεγαστικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο. Τώρα το βάρος που πέφτει στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο για τη μείωση των NPEs αυξάνει στο 61% και μειώνεται, αντιστοίχως, στο 19% και 20% η συμβολή του στεγαστικού και του καταναλωτικού χαρτοφυλακίου.
Από το ποσοστό 61% της μείωσης των NPEs που θα προέλθει από τα “κόκκινα” επιχειρηματικά δάνεια, το 33% πρέπει να επιτευχθεί μέσω της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Τα δάνεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά της ελληνικής οικονομίας, ανέρχονται σε 43,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 24,795 δισ. ευρώ (ποσοστό 57%) είναι μη εξυπηρετούμενα.
Μοντέλο μαζικής εφαρμογής και για πρώτες κατοικίες
Η εθελοντική παράδοση ακινήτων έχει ήδη ξεκινήσει και θα δουλέψει πολύ περισσότερο και για τα ακίνητα που αφορούν την πρώτη κατοικία.
Η εθελοντική παράδοση ακινήτου, ως λύση οριστικής διευθέτησης του μη εξυπηρετούμενου δανείου, θα λάβει έκταση καθώς παύει, στο τέλος του έτους, να ισχύει η προστασία της πρώτης κατοικίας με τον νόμο Κατσέλη. Ο ίδιος ο νόμος έφτασε να σωρρεύσει 173.000 αιτήσεις δανειοληπτών για προσφυγή σε αυτόν, λειτουργώντας για πολλούς δανειολήπτες ως εύκολο καταφύγιο για την καθυστέρηση, όσο πάει, της αποπληρωμής των δανείων τους. Ήδη και υπό τις σημερινές συνθήκες, πολλοί δανειολήπτες –καταφανώς στρατηγικοί κακοπληρωτές, και δη προκλητικοί–, την παραμονή του προγραμματισμένου πλειστηριασμού του ακινήτου τους, σπεύδουν να υποβάλουν αίτηση υπαγωγής στον νόμο Κατσέλη για να ανακόψουν την πορεία της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Καθώς και στην περίπτωση των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων το ζητούμενο για τις τράπεζες δεν είναι να αφήσουν άστεγους χιλιάδες δανειολήπτες, η εθελοντική παράδοση ακινήτων θα αποτελέσει στην πράξη την επόμενη… γενιά των πλειστηριασμών, όπως ακριβώς συνέβη στην Ισπανία και την Ιρλανδία.
Η συγκεκριμένη μορφή οριστικής διευθέτησης της οφειλής έχει ξεκινήσει δειλά από τα τέλη του 2017. Ωστόσο οι δανειολήπτες την απέφευγαν, ελλείψει εγγυήσεων για τις τιμές “ανταλλαγής” του χρέους.
Το πλαίσιο λειτουργίας
Σύμφωνα με πληροφορίες του “Κ”, η ρύθμιση “κόλλαγε” στο ότι ο πωλητής (δανειολήπτης) ζητούσε απόδειξη από την τράπεζα για το ότι η τιμή της ανταλλαγής του ακινήτου έναντι του χρέους του είναι “τεκμηριωμένη” και όχι τέτοια που αποβλέπει στη δημιουργία κέρδους για την τράπεζα από τη μεταπώληση του ακινήτου.
Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες είχαν θέσει θέμα να ισχύσει η διαμόρφωση “αποδεδειγμένης τιμής αγοράς” που θα καθοριζόταν βάσει των δεικτών τιμών ακινήτων της Τράπεζας της Ελλάδος. Επιπλέον, οι τράπεζες πρότειναν η ανταλλαγή να έχει τη σύμφωνη γνωμοδότηση δύο πιστοποιημένων εκτιμητών ακινήτων, κοινής αποδοχής μεταξύ δανειολήπτη και τράπεζας. Και, επίσης, η συμφωνία για την εθελοντική παράδοση του ακινήτου με διαγραφή του χρέους να αποτυπώνεται σε τυποποιημένης μορφής συμβόλαιο με ισχύ σε όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής της συγκεκριμένης ρύθμισης, χωρίς εξαιρέσεις.
Οι τράπεζες θα εφάρμοζαν την οριστική διευθέτηση μη εξυπηρετούμενων δανείων με εθελοντική παράδοση ακινήτου αρχικά σε “καλά” ακίνητα. Μάλιστα, αυτή θα αφορούσε κυρίως δάνεια στα οποία η αξία του ακινήτου που συνιστά την εμπράγματη εξασφάλιση του δανείου θα υπερέβαινε το ποσό της οφειλής. Επομένως, με την ανταλλαγή του ακινήτου και την πώλησή του από την τράπεζα, ο δανειολήπτης θα έσβηνε το χρέος του και, επιπλέον, θα λάμβανε από την τράπεζα το τυχόν επιπλέον του τιμήματος από την πώληση του ακινήτου.
Έτσι, αν το ύψος του δανείου υπερέβαινε την αξία παράδοσης του ακινήτου στη συμφωνημένη τιμή, θα γινόταν αντίστοιχη μείωση της οφειλής του δανειολήπτη, η οποία θα λειτουργούσε ως εξής:
Έστω ότι ο δανειολήπτης χρωστούσε δάνειο 150.000 ευρώ και το ακίνητό του άξιζε 100.000 ευρώ. Αντί η τράπεζα να το βγάλει σε πλειστηριασμό, όπου θα μπορούσε να “πιάσει” 80.000 ή 90.000 ευρώ, θα συμφωνούσε με τον οφειλέτη να το αγοράσει η ίδια, μεταφέροντάς το στα βιβλία της και μειώνοντας, αντίστοιχα, την οφειλή του πελάτη. Το χρέος των 50.000 ευρώ που θα απέμενε στο παράδειγμα θα μπορούσε ή να ξαναρυθμιστεί ή να διαγραφεί. Η εκ νέου ρύθμιση, δηλαδή στην πράξη η απαίτηση του υπολοίπου της οφειλής (εν προκειμένω 50.000 ευρώ) από την τράπεζα, θα γινόταν στην περίπτωση που ο οφειλέτης είχε, π.χ., ετήσιο εισόδημα που υπερκάλυπτε σημαντικά την οφειλή (π.χ., 100.000 ευρώ). Το συνηθέστερο, όμως, θα ήταν η διαγραφή του υπολοίπου της οφειλής (στο παράδειγμα, τα 50.000 ευρώ), πράγμα που δεν θα μπορούσε να επιτύχει ο οφειλέτης στην περίπτωση πλειστηριασμού.
Με την εν τω μεταξύ επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών για τους δανειολήπτες, το μοντέλο εθελοντικής παράδοσης ακινήτου που σχεδιαζόταν προ έτους θα εφαρμοστεί τώρα μαζικά (σημειωτέον ότι αυτή θα είναι μια πρακτική που θα ακολουθήσουν και τα funds που θα αποκτήσουν NPLs) και με δεδομένο ότι το ενοίκιο που θα πληρώνει ο δανειολήπτης στην τράπεζα για να παραμείνει στο ακίνητο θα είναι σημαντικά “κουρεμένο” και πολύ χαμηλότερο σε σχέση με την οφειλόμενη δόση.
Της Νένας Μαλλιάρα