Επαναφέρω σήμερα τα χρονίζοντα θέματα ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ και ΔΙΑΠΛΟΚΗΣ που ταλανίζουν επί σειρά ετών τον τομέα της Ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης και αναρωτιέμαι: “Θα έρθει ποτέ η ΚΑΘΑΡΣΗ;”
γράφει ο Καθηγητής Γιώργος Πιπερόπουλος
Πολλά ειπώθηκαν επί σειρά δεκαετιών Πρωθυπουργούς και Προέδρους Κομμάτων και από επιφανείς πολίτες, αλλά όλοι αναρωτιόμαστε, «Παναγιά μας, Μεγαλόχαρη», αλήθεια τι πέτυχαν μέχρι σήμερα Κυβερνήσεις και Αντιπολιτεύσεις;
Εδώ και αρκετές δεκαετίες η αρμόδια «Επιτροπή Διαφάνειας» του ΟΗΕ χτυπά όχι καμπανάκι αλλά ΚΑΜΠΑΝΕΣ για τα σημεία και τέρατα διαφθοράς, των καταχρήσεων και της περιβόητης…μίζας από άκρο σε άκρο του πλανήτη μας!
Κατά την ταπεινή μου άποψη το όλο θέμα της ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ-ΔΙΑΠΛΟΚΗΣ σχετίζεται περισσότερο με βαθιά ριζωμένες στάσεις όλων μας στις μεταξύ μας συναλλαγές και με τις δοσοληψίες με το επίσημο Κράτος και τους φορείς του και λιγότερο με συγκεκριμένα στελέχη των πολιτικών Κομμάτων που Κυβέρνησαν και Κυβερνούν.
Η απληστία, αποδεικνύεται καθημερινά, ότι είναι η πηγή από την οποία πηγάζει η ΜΙΖΑ ως απότοκο κατάχρησης και διαφθοράς που εδράζονται στη διαπλοκή.
Επιπρόσθετα, όμως, εμείς οι Έλληνες διακρινόμαστε για την σχιζοειδή συμπεριφορά μας τη μια στιγμή να κατηγορούμε το αδηφάγο, σπάταλο, φορομπηχτικό και απρόσωπο Κράτος και την άλλη να εκλιπαρούμε μέσα από θεσμοθετημένα κομματικά όργανα και φορείς ΑΥΤΟ το ΚΡΑΤΟΣ να προσλάβει εμάς ή τα παιδιά μας!..
Με αυτές τις διαπιστώσεις δεν στοχεύω στην αναίρεση του κοινωνικού κόστους που προκαλεί η διαφθορά στο Δημόσιο βίο μας, αλλά μάλλον στην συνειδητοποίηση ότι για να εξυγιανθεί ο Δημόσιος βίος χρειάζεται πρώτιστα να δεχθούμε όλοι μας το βαθμό της συμμετοχικής μας ενοχής στα κακώς κείμενα.
Θυμάμαι ότι είχα πληγωθεί ως νεαρός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης διαβάζοντας το βιβλίο του John Gunther με τίτλο «Μέσα στην Ευρώπη» όπου ξεκινούσε το κεφάλαιο για την Ελλάδα με πρόθεση να…χαριτολογήσει ότι «μετά την χειραψία με τους Έλληνες, που συνηθίζουν πολύ τις χειραψίες, καλού κακού, μετρήστε τα δάκτυλά σας!…”
Θυμήθηκα και παραθέτω από περυσινή σύναξη Ευρωπαίων συναδέλφων με συμμετοχές από ΗΠΑ, Καναδά και Άπω Ανατολή ένα ανέκδοτο που αν και πλήγωσε τον εθνικό μου εγωισμό είχε και κάποιο δίδαγμα που με προτρέπει να το αφηγηθώ/
Σπούδασαν, σύμφωνα με το ανέκδοτο, σε επιφανές πανεπιστήμιο των ΗΠΑ τρεις ευρωπαίοι: ένας Γάλλος, ένας Γερμανός και ένας Έλληνας και έγιναν, μάλιστα, και πολύ καλοί φίλοι. Επιστρέφοντας στις πατρίδες τους προοδευτικά μπλέχτηκαν όλοι με τα κοινά.
Πρώτος τα κατάφερε και κέρδισε μια θέση εξουσίας ο Γερμανός ο οποίος και κάλεσε το Γάλλο και τον Έλληνα στην πόλη του και αφού τους έδειξε τα επιτεύγματα της κοινωνικής του πολιτικής, περήφανος και έχοντας δεχθεί τα συγχαρητήριά τους έκλεισε το μάτι ψιθυρίζοντας «…όλα αυτά και με 5% μίζα, έτσι;»
Ήρθε η σειρά του Γάλλου να μπλεχτεί στην πολιτική και να κερδίσει το θώκο της εξουσίας και κάλεσε το Γερμανό και τον Έλληνα φίλο στην πατρίδα του και αφού τους επέδειξε τα δικά του έργα στην κατάλληλη στιγμή δήλωσε πονηρά «…παιδιά, η δικιά μου μίζα έφτασε στο… 15%!»
Ο Έλληνας μερικά χρόνια αργότερα κατάφερε να εκλεγεί και με τη σειρά του, τους έφερε εδώ, τους πήγε στα μπουζούκια, τους ξαναπήγε στα μπουζούκια και επειδή εκείνοι επέμεναν να τους δείξει το…έργο του, ένα πρωινό μετά τα μπουζούκια και τη σούπα τους πήρε στο ποτάμι, τους έδειξε τις δυο όχθες του και ρώτησε, κλείνοντας το μάτι, «πώς σας φαίνεται η… γέφυρα; Φοβερή έτσι;» Ποια γέφυρα τον ρώτησαν οι άλλοι χαζεύοντας το κενό ανάμεσα στα δύο σημεία. «Ε, τι να κάνω;» τους απάντησε ο Ρωμιός, «η δικιά μου μίζα ήταν… 100%!»
Είναι αναμφίβολα άκομψο, κακόπιστο για εμάς και…υπερβολικό το συγκεκριμένο ανέκδοτο.
Σίγουρα ΔΕΝ το υιοθετώ προσωπικά αλλά με την ίδια σιγουριά οφείλω, ως πανεπιστημιακό δάσκαλος, να δεχθώ ότι συχνά οι ψυχοκοινωνικές πραγματικότητες που προξενούν πόνο περνούν πιο εύκολα μέσα από την εκτονωτική διαδικασία του χιούμορ.
Σε μια προσπάθεια αναζήτησης διεξόδου από το τελματωμένο κοινωνικό-πολιτικό-οικονομικό μας τοπίο θα ήθελα, ταπεινά ως συνταξιούχος πλέον πανεπιστημιακός δάσκαλος, αλλά ενεργός πολίτης και ποτέ απόμαχος και «καναπεδάτος» καθώς βγαίνουμε από την απίστευτη περιπέτεια της πανδημίας του covid-19 να προτείνω στους 300 Βουλευτές μας, Αρχηγούς Κομμάτων και στελέχη τους να ξεκινήσουν μια ΚΟΙΝΗ αναζήτηση των θετικών στοιχείων στις δομές της προσωπικότητας των Ελλήνων και κατά προέκταση του ελληνικού κοινωνικού συστήματος.
Καθώς μπήκαμε σε μια καινούργια «κανονικότητα» και προβλέπονται δύσκολες εποχές μπροστά μας είναι πλέον καιρός να ξεκινήσει μια υπερβατική διεργασία που θα στοχεύει όχι αποκλειστικά στην απάλειψη του αρνητικού αλλά στον εντοπισμό και τη βελτίωση του θετικού.
Η αναζήτηση του θετικού να εστιασθεί στην επιστημονική μελέτη όλων εκείνων των στοιχείων που μπορούν να προσδιορίσουν επακριβώς τους παράγοντες και τις διαδικασίες που απολήγουν στην βελτίωση όχι μόνο του βιοτικού επιπέδου του Λαού αλλά όλων των δομών και θεσμών του κοινωνικού συστήματος.
Αντί να κυνηγάμε τη διαφθορά και το αρρωστημένο στη Δημόσια Διοίκηση ας φροντίσουμε να εντοπίσουμε τα θετικά στοιχεία στην προσωπική μας ζωή και τη συλλογική συνύπαρξη μεγιστοποιώντας αυτές ακριβώς τις διαδικασίες και τα στοιχεία.
Αν αυτό θυμίζει λίγο το γνωστό Ιπποκρατικό «καλύτερη η πρόληψη της θεραπείας» ας μην μας ξαφνιάσει.
Και σε ότι αφορά την ανάγκη γονέων και δασκάλων, πολιτικών και ακαδημαϊκών ανδρών και γυναικών να σκύψουμε ευλαβικά πάνω από το συλλογικό μας ΕΙΝΑΙ και να ανασύρουμε τα θετικά μας στοιχεία γιατί να μην το κάνουμε;
Στο κάτω-κάτω της γραφής δεν ήταν Αμερικανός ούτε Ευρωπαίος ο Μέγας Αλέξανδρος όταν δήλωνε «στους γονείς μου οφείλω το ζειν αλλά στους δασκάλους μου το ευ ζείν!»
Προφανώς χρειάζεται εμείς οι «δάσκαλοι» σε όλες τις παιδαγωγικές βαθμίδες να συνεργασθούμε με τους πολιτικούς τοπικού και εθνικού επιπέδου για να έλθουν στο κοινωνικό μας σύστημα ως δεδομένα η ποθητή ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ, να εξαφανισθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό η ΔΙΑΠΛΟΚΗ και να επιτευχθεί η ΚΑΘΑΡΣΗ των δικών μας ατοπημάτων.
Φρονώ ότι μόνο έτσι θα βοηθήσουμε τα παιδιά μας να χαράξουν υγιή πορεία προς το μέλλον το οποίο εδώ και αρκετά χρόνια το έχουμε υποθηκεύσει πραγματικά και…συμβολικά!…
Αυτό απαιτεί, βέβαια, να πρωταγωνιστήσουμε σε μια προσπάθεια επιστροφής στο «κυμπαριλίκι», στην αξιοπρέπεια και στο φιλότιμο του Έλληνα αποφεύγοντας τις κακοτοπιές του τύπου «κάντε όπως λέω και όχι όπως κάνω…». Και, επί τέλους, ας μην χρειασθεί να ακούσουμε ξανά εκείνο το τόσο πικρά χαρακτηριστικό:
«Δάσκαλε που δίδασκες και Νόμο δεν κρατούσες!».