Το τραγούδι αυτοκτονίας που «οδήγησε στο θάνατο» 100 ανθρώπους – Αστικός μύθος ή πραγματικότητα;


Ο άρρηκτος δεσμός ανάμεσα στη μουσική και το συναίσθημα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της εξέλιξης του ανθρώπινου πνεύματος, και σήμερα πολλοί από εμάς δεν μπορούμε καν να φανταστούμε τη ζωή μας χωρίς μουσική

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η ακρόαση μιας όμορφης μελωδίας μπορεί να μειώσει το άγχος και να έχει χαλαρωτική επίδραση στο μυαλό και το σώμα μας.

Υπάρχει ωστόσο ένα τραγούδι που, παρά την αναμφισβήτητη ομορφιά της μελωδίας του, πιστεύεται ότι έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα στην ανθρώπινη διάθεση: πρόκειται για το θρυλικό «Vége a világnak» (Ο κόσμος φτάνει στο τέλος του) του συνθέτη Rezso Seress, επίσης γνωστό και ως «ουγγρικό τραγούδι αυτοκτονίας».

Το «Vége a világnak» είναι ίσως από τα πιο μελαγχολικά τραγούδια που έχουν ηχογραφηθεί ποτέ και έχει συνδεθεί με περισσότερες από 100 αυτοκτονίες. Οι αυθεντικοί του στίχοι (εκείνοι με τους οποίους πρωτοκυκλοφόρησε το 1932) αφορούσαν στην απελπισία που προκαλεί ο πόλεμος.

Ωστόσο αυτοί ξεχάστηκαν τελείως έναν χρόνο αργότερα, όταν ο ποιητής László Jávor, φίλος του Seress έγραψε καινούργιους στίχους, μετονομάζοντας μάλιστα το τραγούδι σε «Szomorú vasárnap» (Θλιμμένη Κυριακή), έναν τίτλο που επρόκειτο να διατηρηθεί σε όλες τις επόμενες εκτελέσεις του.

Το «Szomorú vasárnap» περιγράφει τις σκοτεινές σκέψεις ενός άνδρα που σκέφτεται την αυτοκτονία, μετά από τον θάνατο της αγαπημένης του. Ο συνδυασμός των πένθιμων στίχων του Jávor και της μελαγχολική μουσικής του Seress είναι εκείνος που, σύμφωνα με πολλές αναφορές, έχει σπρώξει στην αυτοκτονία δεκάδες άτομα τα τελευταία 80 χρόνια.

Το «Szomorú vasárnap» είχε περάσει σχετικά απαρατήρητο τα δύο πρώτα έτη της κυκλοφορίας του. Ωστόσο, το 1935 μια ηχογραφημένη βερσιόν του Pál Kálmar συνδέθηκε με ένα κύμα αυτοκτονιών στην Ουγγαρία.

Ο Joseph Keller, ένας υποδηματοποιός από τη Βουδαπέστη ήταν ένα από τα πρώτα «θύματα» του τραγουδιού. Αυτοκτόνησε το 1936 και η έρευνα αποκάλυψε ότι στο σημείωμα που άφησε έγραφε κάποιους από τους στίχους της «Θλιμμένης Κυριακής».

Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, υπήρχαν αυτόχειρες που έπεσαν στον Δούναβη για να πνιγούν κρατώντας την παρτιτούρα του τραγουδιού και άλλοι που τίναξαν τα μυαλά τους στον αέρα λίγη ώρα αφότου άκουσαν μια μπάντα να παίζει το «Szomorú vasárnap».

Υπήρχαν τόσες αναφορές για αυτοκτονίες που συνδέονταν με το κομμάτι στην Ουγγαρία, που η κυβέρνηση απαγόρευσε σε μπάντες να το παίζουν σε κοινόχρηστους χώρους. Ωστόσο, σύμφωνα με άλλες πηγές, η σχέση του τραγουδιού με τις αυτοκτονίες ήταν καθαρά συμπτωματική και ουσιαστικά «κατασκευάστηκε» από εφημερίδες της εποχής για να «ωραιοποιήσει» την κατακόρυφη αύξηση των αυτοκτονιών λόγω άλλων παραγόντων, όπως η ακραία φτώχεια και η αύξηση της επιρροής του Ναζισμού στην Ευρώπη.

Τη δεκαετία του ’30 κυκλοφόρησαν δύο αγγλόφωνες βερσιόν του τραγουδιού. Ο Hal Kemp με την ορχήστρα του ηχογράφησαν την βερσιόν με τους στίχους του Sam M. Lewis το 1936.

Αυτή είναι η δεύτερη στροφή του τραγουδιού:

«Gloomy is Sunday, with shadows I spend it all
My heart and I have decided to end it all
Soon there’ll be candles and prayers that are sad, I know
Let them not weep, let them know that I’m glad to go
Death is no dream, for in death I’m caressing you
With the last breath of my soul, I’ll be blessing you.»

Όταν η Billie Holiday τραγούδησε το 1941 το κομμάτι με τη συγκλονιστική φωνή της, η δημοτικότητά του εκτοξεύτηκε στα ύψη.

Ωστόσο, το ΒΒC απαγόρευσε το τραγούδι επειδή πιστευόταν ότι θα είχε αρνητική επίδραση στο ηθικό των στρατιωτών. Η απαγόρευση ήρθη τελικά πολλές δεκαετίες αργότερα, το 2002.

Όσο για τον Rezso Seress, τον συνθέτη του «τραγουδιού αυτοκτονίας», λέγεται ότι οι φήμες για τη φονική επίδραση του τραγουδιού τον βύθισαν στην κατάθλιψη. Τα ψυχολογικά του προβλήματα μαζί με τον φόβο ότι δεν επρόκειτο ποτέ να ξεφύγει από την σκιά του μελαγχολικού τραγουδιού του τον οδήγησαν στο να δώσει τέλος στη ζωή του, πηδώντας από ένα κτίριο στη Βουδαπέστη τον Ιανουάριο του 1968.

Μερικές ακόμα από τις ομορφότερες εκτελέσεις του «Gloomy Sunday» από Portishead, Bjork, Diamanda Galas και Sinead O’ Connor.


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ