Με αφορμή την επέτειο των 200 ετών από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ, ενός από τους πιο γνωστούς στοχαστές και ταυτόχρονα από τους πιο αμφιλεγόμενους, δίνεται η ευκαιρία να εκτιμηθεί ο ρόλος του στην ιστορία των ιδεών και την πολιτική πρακτική. Εχουν περάσει άλλωστε αρκετές δεκαετίες από τότε που ο Γερμανός στοχαστής ήταν στο επίκεντρο των συζητήσεων και των εμβληματικών κινημάτων ανά τον κόσμο.
Οι ιδέες του έχουν υποστεί κριτική από ποικίλες πλευρές, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες η αίγλη του έχει υποχωρήσει. Το μεγαλύτερο πλήγμα δόθηκε μετά την κατάρρευση των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων και την εμφανή αμηχανία και αδυναμία των απανταχού μαρξιστών να δώσουν μία αξιοπρεπή απάντηση.
Από τα αρνητικά στοιχεία του έργου του δεν μπορούμε εδώ να δούμε παρά μόνο μερικά. Ενα μεγάλο μειονέκτημα του Μαρξ ήταν το ότι υπερτίμησε τη θεωρία (του) και την παρουσίασε ως τη μοναδική «επιστημονική» αλήθεια για τον κόσμο – κυρίως την άποψή του ότι οι παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής είναι το καθοριστικό στην Ιστορία.
Επεξεργάστηκε έτσι τη θεωρία του «ιστορικού υλισμού», που εισήγαγε «νόμους» στην εξέλιξη της Ιστορίας, δηλαδή ιστορική νομοτέλεια. Στη βάση αυτή ανήγαγε το προλεταριάτο στην καθοριστική τάξη της καπιταλιστικής ανατροπής για την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού, με μεταβατικό στάδιο τον σοσιαλισμό. Αυτά όμως που ο Μαρξ θεώρησε «νόμους» της αντικειμενικής πραγματικότητας δεν ήταν παρά οι δικές του απόψεις που επέβαλε στην πραγματικότητα, με συνέπεια τη διαστρέβλωσή της και τη στρεβλή εικόνα της σε εκατομμύρια άτομα ανά τον κόσμο.
Ενα άλλο αρνητικό στοιχείο του Μαρξ είναι η μηχανιστική αντίληψη για τον άνθρωπο που συνοψίζεται στη φράση του «Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που ορίζει το Είναι τους, αλλά αντίστροφα το κοινωνικό τους Είναι καθορίζει τη συνείδησή τους». Η διάψευση αυτής της θέσης μπορεί να συναχθεί από την ανθρώπινη Ιστορία.
Εάν οι άνθρωποι καθορίζονταν από το κοινωνικό τους Είναι δεν θα είχαν φτάσει σε άλλες καταστάσεις, σε άλλες θεσμίσεις, θα είχαν παραμείνει στο αρχικό στάδιο του υποτιθέμενου καθορισμού τους από την κοινωνική τους κατάσταση. Η αλήθεια είναι ότι το κοινωνικό Είναι δεν υπάρχει αντικειμενικά, αλλά είναι ανθρώπινη δημιουργία.
Το πιο μεγάλο μειονέκτημα της μαρξικής θεωρίας που αποδείχτηκε μοιραίο είναι, κατά τη γνώμη μου, η απουσία της δημοκρατίας από το έργο του. Η απουσία αυτή φαίνεται ήδη το 1848, όταν ο Μαρξ και ο Ενγκελς κυκλοφορούν το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», στο οποίο ασκούν δριμεία κριτική στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και ευαγγελίζονται μιαν άλλη κοινωνία, την κομμουνιστική. Το «Μανιφέστο» ξεκινάει με την περίφημη φράση: «Ενα φάντασμα πλανάται πάνω από την Ευρώπη – το φάντασμα του κομμουνισμού».
Οι δύο συγγραφείς του εννοούσαν ότι η επικείμενη προλεταριακή επανάσταση θα ανέτρεπε την αστική εξουσία, θα εγκαθιστούσε την εργατική κυριαρχία και τον κομμουνισμό. Φυσικά οι δύο εμπνευσμένοι συγγραφείς του «Μανιφέστου» έπεσαν έξω, όπως και σε πολλές άλλες απόψεις και προφητείες τους. Εξέλαβαν την επιθυμία τους και τη φαντασίωσή τους ως πραγματικότητα.
Το σημαντικό όμως είναι ότι στο «Μανιφέστο» η έννοια της δημοκρατίας απουσιάζει εντελώς, δεν απασχολεί τους συντάκτες του ούτε στα υπόλοιπα έργα τους. Κάποιες γενικές θεωρητικές σκέψεις εκφράζει ο Μαρξ μόνο στην «Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου» (1843-44). Εδώ έγκειται, κατά τη γνώμη μου, ένα στοιχείο που έμελλε να παίξει βαρύνοντα αρνητικό ρόλο στα μετέπειτα χρόνια.
Το στοιχείο αυτό είναι το γεγονός ότι η κριτική και η αντίσταση στον καπιταλισμό και την αστική ολιγαρχία ξεκινούν και εδραιώνονται με απουσία της δημοκρατίας. Η αντίπαλη και εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό, την οποία αντιπροτείνουν ο Μαρξ και ο κομμουνισμός, ήταν η αντιδημοκρατική «δικτατορία του προλεταριάτου». Οταν λέω δημοκρατία δεν εννοώ το αντιπροσωπευτικό καθεστώς που είναι καθαρά ολιγαρχικό, αλλά την άμεση δημοκρατία.
Αυτά όλα αποδείχτηκαν ολέθρια, τόσο για τη σκέψη όσο και κυρίως για την πολιτική πρακτική που επιβλήθηκε σε εκατομμύρια άτομα προκαλώντας αδιέξοδα και ανθρωπιστικές ερημώσεις. Αυτά δεν σημαίνουν ασφαλώς ότι ο Μαρξ δεν έχει θετικά στοιχεία στο έργο του. Ομως τα αρνητικά καθόρισαν ένα μέρος της ανθρώπινης Ιστορίας. Ο συγγραφέας του «Κεφαλαίου» αξίζει ασφαλώς μία θέση στην ιστορία της σκέψης, μαζί με τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Καντ, τον Χέγκελ. Δεν μπορεί όμως το έργο του να έχει κάποιον προνομιούχο ρόλο για τη σκέψη και την πολιτική, όπως είχε παλαιότερα.
Ευτυχώς σήμερα δεν υπάρχουν πολλοί που να πιστεύουν πια στις λανθασμένες δογματικές θέσεις του Μαρξ και να θεωρούν τη θεωρία του οδηγό για πολιτική δράση. Μόνο κάποιοι αριστεροί αμετανόητοι, μαρξιστές, μεταμαρξιστές ή νεομαρξιστές προσπαθούν να αναβιώσουν εις μάτην τις ιδέες του. Υποστηρίζουν ότι, παρά τις συνεχείς αποτυχίες της, τις μεγάλες διαψεύσεις και τις έκδηλες αδυναμίες της, η μαρξική θεωρία αποτελεί τη «μία και μοναδική θεωρία για την υπέρβαση του καπιταλισμού», συμπληρωμένη ή διορθωμένη από τους νέους αριστερούς διανοούμενους. Ετσι όμως παραμένουν απλώς «τεφροδόχοι της κρύας στάχτης του μαρξισμού».
Γράφει ο Γιώργος Ν. Οικονόμου, διδάκτορας Φιλοσοφίας