Σε αδρές γραμμές αυτά βλέπει ο θεατής στο τρίπτυχο έργο του Ιερώνυμου Μπος «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων» (1503-1515). Ο Μπος (περ. 1450-1516) χαρακτηρίστηκε «υπερρεαλιστής» της εποχής του και ίσως μόνο αυτός ο αναχρονιστικός χαρακτηρισμός είναι ικανός να αποδώσει το καινοτόμο πνεύμα του που, είτε από επιλογή είτε λόγω συνθηκών, δεν εναρμονίστηκε με το ρεύμα της αναγεννησιακής ζωγραφικής που εκείνη την εποχή ανέβαινε από την Ιταλία στον Βορρά (ο ίδιος γεννήθηκε και έζησε στο Χερτόχενμπος, πόλη του δουκάτου της Βραβάντης, στο έδαφος της σημερινής Ολλανδίας).
Χρησιμοποίησε ως πρώτη ύλη τους φόβους του μεσαιωνικού ανθρώπου, αποδίδοντάς τους με την ελευθερία που του πρόσφερε το κίνημα του Ουμανισμού. Αυτή ακριβώς η μίξη είναι που απελευθέρωσε από το πινέλο του τις σατανικές φαντασιώσεις που στοίχειωναν τα, υποταγμένα στις πνευματικές αλυσίδες της Καθολικής Εκκλησίας, μεσαιωνικά κορμιά. Στο έργο του έκανε χρήση σκοτεινών μορφών, αλχημιστικών, αστρολογικών και μαγικών συμβολισμών για να περιγράψει μια ολόκληρη εποχή, που μαστιζόταν από τους πολέμους, τις θρησκευτικές και κοινωνικές ταραχές, την πανώλη, τους λιμούς και τους δημόσιους βασανισμούς. Κατά βάσιν τα θέματά του ήταν εμπνευσμένα από τις Ιερές Γραφές και, όπως συνηθιζόταν στο Μεσαίωνα, μίλησε για την πίστη μέσω όχι της χαράς, αλλά της αιώνιας τιμωρίας που θα επερχόταν λόγω της έλλειψής της. Ο ίδιος ήταν πιστός και μάλιστα ανήκε στη θρησκευτική Αδελφότητας της Παναγίας.
Αν και τα πρώιμα έργα του δεν διαφοροποιούνται πολύ από τα έργα της εποχής, περιλαμβάνουν λεπτομέρειες που τα συνδέουν με την ώριμη περίοδό του, εκείνη για την οποία έγινε γνωστός. Ζωγράφισε αρκετά τρίπτυχα, ωστόσο κορυφαίο του θεωρείται «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων», ένα έργο που φιλοτέχνησε πάνω σε ξύλο βελανιδιάς. Το τρίπτυχο που εκτίθεται από το 1939 στο Μουσείο Πράδο της Ισπανίας, διαβάζεται πιθανότατα από τα αριστερά στα δεξιά. Στο πρώτο φύλλο, σύμφωνα με τον ιστορικό τέχνης E.H. Gombrich, είναι πιθανό να απεικονίζεται η ζωή στη Γη πριν από τον Κατακλυσμό. Ο Θεός κρατά το χέρι της Εύας που γονατίζει, ενώ ο Αδάμ κάθεται στο γρασίδι. Και οι τρεις βρίσκονται πάνω σε ένα λόφο. Η σκηνή απεικονίζει τη στιγμή που ο Θεός παραδίδει την Εύα στον Αδάμ. Πουλιά, γάτες, ψάρια, αλλά και εξωτικά ζώα όπως ένας ελέφαντας, μία καμηλοπάρδαλη κι ένας ρινόκερος, βρίσκονται στο κάδρο μαζί με φανταστικά πλάσματα, όπως ένας μονόκερος κι ένα ψάρι με φτερά. Με την επιλογή αυτού του θέματος στο αρχικό φύλλο, φαίνεται πως ο Μπος εννοεί πως ό,τι επακολουθεί είναι απόρροια αυτής της συνάντησης.
Στο δεύτερο φύλλο, που είναι και το μεγαλύτερο σε διαστάσεις από τα τρία, απεικονίζεται ένα μέρος με δεκάδες γυμνούς ανθρώπους. Άλλοι συμπεριφέρονται με αθωότητα και άλλοι προσπαθούν να πραγματοποιήσουν τις πιο τρελές τους φαντασιώσεις, σαν να πρόκειται να επέλθει άμεσα το τέλος του κόσμου. Κάποιοι βρίσκονται μέσα σε κρυστάλλινες σφαίρες, άλλοι κάτω από γυάλινους θόλους, ενώ τα ψάρια, τα κοχύλια και τα βατόμουρα υπογραμμίζουν ως σύμβολα τη σεξουαλικότητα και τη φιληδονία.
Στο δεξί φύλλο βλέπουμε την Κόλαση, την πληρωμή για όσα έζησαν οι άνθρωποι του δεύτερου φύλλου του έργου. Στο πιο σκοτεινό, και χρωματικά ακόμα, από τα τρία φύλλα ο θεατής αντικρίζει ανθρώπους να βασανίζονται, τέρατα που τους καταπίνουν και τους αφοδεύουν, σκυλιά που τρώνε τα κορμιά τους. Άλλοι πλέουν σε βάρκες μέσα σε μαύρα νερά. Ξεχωρίζουν κάποια μουσικά όργανα, μεταξύ αυτών ένα τύμπανο, μία σάλπιγγα, ένα λαούτο και μια άρπα, στην οποία είναι δεμένη μια γυναίκα. Στο μέσο του πίνακα ξεπροβάλλει ένα ανδρικό πρόσωπο, τόσο λευκό και ανέκφραστο σαν να είναι νεκρό. Ανήκει στον άνθρωπο-δέντρο, η κοιλιά του οποίου περικλείει ένα καπηλειό, όπου ανεβαίνουν άλλες δυστυχείς φιγούρες, μέσω μιας σκάλας. Στο πίσω μέρος της παράστασης βλέπουμε ανθρώπους να χάνονται στα μονοπάτια μιας καιόμενης πόλης. Πρόκειται για την Κόλαση.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Μπος συνδυάζει εικόνες της Εδέμ με άλλες από την Κόλαση. Είναι σαφές ότι ο ζωγράφος, παίρνει σαφή θέση μέσα από τα έργα του σε σχέση με την ανθρώπινη φύση. Για τον Μπος, ο άνθρωπος είναι κακός. Γι’ αυτό σε άλλα έργα του τον τιμωρεί κολλώντας του ουρές ζώων, κεφάλια τεράτων, φτερά δράκων. Ο Μπος δεν ζωγραφίζει για να τέρψει τον θεατή, αλλά για να του υπενθυμίσει ότι η εσωτερική ανθρώπινη κακία είναι ορατή. Αυτή ζωγραφίζει ο ίδιος, την εσωτερική ασχήμια του ανθρώπινου είδους. Ίσως γι’ αυτό τα έργα του είναι τόσο δημοφιλή. Γιατί κάθε θεατής αναγνωρίζει ένα κομμάτι του εαυτού του.
Μελετώντας σε βάθος τα έργα του ωστόσο, καταλαβαίνει κανείς ότι μάλλον συνήθιζε να σχολιάζει μέσω του χιούμορ. Τουλάχιστον αυτό μαρτυρούν λεπτομέρειες, όπως το μπουκέτο των λουλουδιών που ξεπροβάλλει από τον πισινό ενός σκυμμένου άντρα στο δεύτερο φύλλο ή το γουρούνι που φορά το βέλο της μοναχής, στην απεικόνιση της Κόλασης. Το στιλ του επέδρασε καταλυτικά στην ιστορία της τέχνης και επηρέασε σημαντικά κορυφαίους καλλιτέχνες όπως ο Μιρό και ο Νταλί.