Στα τούρκικα, η λέξη «sabika» σημαίνει, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, «προηγούμενη καταδίκη, ποινή», δηλαδή ποινικό παρελθόν. Στην ίδια γλώσσα, ο «sabikali» είναι ο σεσημασμένος, αυτός που έχει λερωμένο ποινικό μητρώο.
Οι λέξεις μεταφέρθηκαν σχεδόν αυτούσιες στα ελληνικά: ο τσαμπουκάς είναι η μάγκικη και προκλητική συμπεριφορά, το νταηλίκι, το ζοριλίκι, και συνεκδοχικά, αυτός που συμπεριφέρεται με αυτό τον τρόπο, δηλαδή ο τσαμπουκαλής. Εκτός από τον πρόδηλο αρνητικό χαρακτήρα της λέξης, που περιγράφει την συμπεριφορά κάποιου με βεβαρημένο ποινικό μητρώο, ο τσαμπουκάς έχει και την θετική έννοια του θάρρους, ακόμα και της αξιοπρέπειας.
Όταν λέμε, για παράδειγμα, πως το καψώνι αποσκοπεί στο «να σπάσει τον τσαμπουκά» στους νεοσύλλεκτους, δε εννοούμε πως το καψώνι σκοπεύει να τους σωφρονίσει και να τους εντάξει στην κοινωνία του στρατού, αλλά να τους κάμψει την αυτοπεποίθηση, να τους πειθαναγκάσει ώστε να γίνουν υπάκουοι.
Υπ’ αυτή την έννοια, το βέλτιστο είναι ασφαλώς να μην πουλάμε τσαμπουκά, δηλαδή να μην είμαστε θρασείς και προκλητικοί, αλλά επίσης να μην αφήσουμε κανέναν, σε οποιαδήποτε θέση εξουσίας κι αν βρίσκεται αυτός, να μας σπάσει τον τσαμπουκά, δηλαδή να τσακίσει το φρόνημά μας.