H κερδοφορία των τραπεζών πριν από φόρους και προβλέψεις παραμένει αδύναμη, όπως φαίνεται τόσο από τα αποτελέσματα του 2018 όσο και από τα αποτελέσματα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών το α’ τρίμηνο του 2019, όπως επισημαίνεται στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ειδικότερα, τα καθαρά έσοδα των τραπεζών το 2018 υποχώρησαν σε σύγκριση με το 2017, ενώ, αν ληφθούν υπόψη και τα αποτελέσματα από διακοπτόμενες δραστηριότητες, οι τράπεζες κατέγραψαν ζημίες.
Αυτό συνέβη διότι η αύξηση που εμφάνισαν τα έσοδα από μη τοκοφόρες εργασίες δεν ήταν αρκετή για να αντισταθμίσει τη μείωση των εσόδων από τοκοφόρες εργασίες (άλλωστε τα έσοδα από μη τοκοφόρες εργασίες έχουν υποχωρήσει σημαντικά τα τελευταία έτη).
Τα έσοδα από τόκους συνέχισαν να μειώνονται, κυρίως εξαιτίας της συρρίκνωσης του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών και της εφαρμογής του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΠ 9/IFRS 9) από την 1η Ιανουαρίου 2018.
Μειωμένες οι προβλέψεις
Σχετικά μειωμένες εμφανίστηκαν οι προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, αν και το ύψος τους παραμένει υψηλό σε σχέση με την καθαρή αξία του χαρτοφυλακίου δανείων.
Τέλος, συνεχίζονται οι προσπάθειες περαιτέρω περιστολής του κόστους. Το α’ τρίμηνο του 2019, με βάση τα αποτελέσματα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, τα καθαρά έσοδα εμφάνισαν μικρή μόνο άνοδο και τα κέρδη προ φόρων αυξήθηκαν.
Αυτό όμως οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι μία τράπεζα εμφάνισε μη επαναλαμβανόμενα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις το α’ τρίμηνο του 2019, ενώ μία άλλη που είχε καταγράψει υψηλές δαπάνες λόγω εθελουσίας εξόδου το α’ τρίμηνο του 2018 εμφάνισε βελτιωμένα μεγέθη την αντίστοιχη περίοδο του 2019.
Να αποκτήσουν εύρος οι χορηγήσεις
Η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων πρέπει, σύμφωνα με όσα αναφέρει στην Έκθεση για την Νομισματική Πολιτική ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος να αποκτήσει «μεγαλύτερο εύρος» και να επεκταθεί στην μικρομεσαίες επιχειρήσεις και σε δεύτερο χρόνο στα νοικοκυριά καθώς σήμερα υφίστανται μόνο προς τις μεγάλες επιχειρήσεις είτε μέσω της αναχρηματοδότησης των δανείων τους είτε – σε μικρότερο βαθμό – μέσω της χορήγησης νέων πιστώσεων.
Η πρόσφατη αύξηση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις κατευθύνθηκε κυρίως στις μεγάλες επιχειρήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η διαθεσιμότητα της τραπεζικής πίστης προς τις σχετικά μικρότερες επιχειρήσεις επιδεινώθηκε σε σύγκριση με το παρελθόν – αντίθετα υπάρχουν ενδείξεις από την έρευνα SAFE ότι η διαθεσιμότητα ενισχύεται προσφάτως. Οι επενδύσεις και τα κεφάλαια κίνησης που θα χρηματοδοτήσουν οι τραπεζικές πιστώσεις προς τις μεγάλες επιχειρήσεις θα δράσουν πολλαπλασιαστικά, συμβάλλοντας σε αύξηση της παραγωγής και πολλών επιχειρήσεων σχετικά μικρότερου μεγέθους. Ομοίως, η βελτίωση της ρευστότητας των μεγάλων επιχειρήσεων θα συντελέσει σε διεύρυνση της διαθεσιμότητας εμπορικών πιστώσεων και για τις μικρότερες επιχειρήσεις.
Όσον αφορά την καταναλωτική και στεγαστική πίστη, η πιστωτική συστολή συνεχίζεται. Ειδικότερα, το τετράμηνο Ιανουαρίου-Απριλίου 2019 ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του υπολοίπου της καταναλωτικής πίστης ήταν κατά μέσο όρο -0,8% (2018: -0,6%), ενώ ο αντίστοιχος των στεγαστικών δανείων διατηρήθηκε στο -2,9% (2018: -3,0%). Ο περιορισμός των τραπεζικών πιστώσεων προς τα νοικοκυριά συνεχίστηκε παρά την αύξηση της απασχόλησης, την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και την άνοδο του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Ωστόσο, η άνοδος των επιτοκίων στα δάνεια (ιδιαίτερα τα στεγαστικά) προς τα νοικοκυριά το 2018 και το πρώτο τετράμηνο του 2019 είχε αρνητική επίδραση. Συνολικά, οι τάσεις που παρατηρούνται έως τώρα αναμένεται να συνεχιστούν, με περαιτέρω αύξηση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις. Η τραπεζική χρηματοδότηση προς τα νοικοκυριά θα είναι ασθενέστερη συγκριτικά με τις επιχειρήσεις, αλλά μάλλον βελτιωμένη έναντι του πρόσφατου παρελθόντος.
«Γύρισε» θετικά το 2019
Η τραπεζική χρηματοδότηση προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις παρουσίασε αύξηση από τα τέλη του προηγούμενου έτους. Ειδικότερα, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του υπολοίπου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, αφού παρέμεινε αρνητικός σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, το Δεκέμβριο του 2018 και στις αρχές του 2019 έγινε θετικός (Απρίλιος 2019: 2,6%).
Το πρώτο τετράμηνο του 2019 η μέση μηνιαία καθαρή ροή τραπεζικής πίστης προς τις επιχειρήσεις ήταν θετική ―δηλ. τα νέα δάνεια, κατά μέσο όρο, υπερέβαιναν τις πραγματοποιούμενες αποπληρωμές υφιστάμενων δανείων― και μάλιστα εμφάνισε σημαντική άνοδο σε 170 εκατ. ευρώ, έναντι 17 εκατ. ευρώ το 2018 (2017: 26 εκατ. ευρώ). Η ακαθάριστη ροή τραπεζικών δανείων (δηλ. το ύψος των εκταμιεύσεων νέων δανείων τακτής λήξης) προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις το τετράμηνο Ιανουαρίου-Απριλίου 2019 διαμορφώθηκε, σε μέση μηνιαία βάση, σε 492 εκατ. ευρώ, δηλ. σχεδόν στο ήμισυ της αντίστοιχης ροής το 2018 (952 εκατ. ευρώ, 2017: 605 εκατ. ευρώ).
Όσον αφορά τις τραπεζικές πιστώσεις προς επιχειρήσεις χωρίς προκαθορισμένη ημερομηνία εξόφλησης, το μέσο μηνιαίο υπόλοιπο των πιστωτικών γραμμών και άλλων διευκολύνσεων αυξήθηκε κατά 208 εκατ. ευρώ (αναλογικά κατά 2,7%) το πρώτο τετράμηνο του 2019 έναντι της αντίστοιχης περιόδου του προηγούμενου έτους, ενώ το 2018 είχε καταγράψει ετήσια μείωση έναντι του 2017 (-5,0%). Η άνοδος του ΑΕΠ, η υποχώρηση των επιτοκίων χορηγήσεων των τραπεζών και ο περιορισμός του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία δυσκολεύουν την πιστοδοτική δραστηριότητα των τραπεζών, συνέβαλαν στη βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης του επιχειρηματικού τομέα.
6,9 δισ. καταθέσεις από τα νοικοκυριά σε 16 μήνες
Οι προοπτικές για την εξέλιξη των καταθέσεων στο προσεχές μέλλον εκτιμώνται, σύμφωνα με την Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος γενικά ως θετικές, λόγω της υπό εξέλιξη βελτίωσης των μακροοικονομικών μεγεθών. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται «απαραίτητη προϋπόθεση που θα συνδράμει αποφασιστικά στην άνοδο των καταθέσεων αποτελεί η παγίωση συνθηκών εμπιστοσύνης στην οικονομία και το τραπεζικό σύστημα».
Νοικοκυριά
Μεταξύ Ιανουαρίου 2018 και Απριλίου 2019, οι καταθέσεις των νοικοκυριών σημείωσαν σωρευτική άνοδο κατά 6,9 δισ. ευρώ (ή κατά 6,7%). Η ανοδική πορεία των καταθέσεων αυτής της κατηγορίας είναι συνεπής με την καταγραφείσα αύξηση των συνολικών ιδιωτικών καταναλωτικών δαπανών σε ονομαστικούς όρους και υποβοηθήθηκε από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Από την άλλη πλευρά, αρνητική επίδραση στις καταθέσεις των νοικοκυριών συνέχισε να ασκεί η συρρίκνωση της στεγαστικής και της καταναλωτικής πίστης, η οποία έφθασε τους τελευταίους 16 μήνες τα 2,6 δισ. ευρώ.
Ενδεικτικό της ευνοϊκής επίδρασης της εξέλιξης της οικονομικής δραστηριότητας είναι το γεγονός ότι, όπως παρατηρείται από τα μέσα του 2017 και εξής, η άνοδος των καταθέσεων των νοικοκυριών προήλθε κατά το μεγαλύτερο μέρος από άνοδο των καταθέσεων μίας ημέρας. Αυτές οι καταθέσεις εξυπηρετούν την προτίμηση των νοικοκυριών για ρευστότητα και χρησιμοποιούνται συχνά για την καταβολή μισθοδοσίας και καθημερινές ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Ειδικότερα, οι καταθέσεις μίας ημέρας των νοικοκυριών (δηλ. οι καταθέσεις απλού ταμιευτηρίου και οι καταθέσεις όψεως) αυξήθηκαν συνολικά την περίοδο Ιανουαρίου 2018- Απριλίου 2019 κατά 5,2 δισεκ. ευρώ ή 8,7% και ο ετήσιος ρυθμός ανόδου τους σταδιακά επιταχύνθηκε.
Οι καταθέσεις προθεσμίας των νοικοκυριών, που αποτελούν επενδυτική επιλογή με ικανοποιητικά χαρακτηριστικά, δεδομένων μάλιστα των περιορισμένων δυνατοτήτων πρόσβασης σε τοποθετήσεις εξωτερικού, συνέχισαν να ενισχύονται, καταγράφοντας σωρευτική αύξηση κατά 1,9 δισεκ. ευρώ ή 4,4%, αλλά με ετήσιο ρυθμό που επιβραδύνθηκε από το δεύτερο εξάμηνο του 2018 και μετά. Η επιβράδυνση αυτή δεν δικαιολογείται από συρρίκνωση της διαφοράς επιτοκίου υπέρ των καταθέσεων προθεσμίας σε σύγκριση με τις καταθέσεις μίας ημέρας (η διαφορά παρέμεινε περίπου σταθερή, γύρω στις 50 μονάδες βάσης).
Επιχειρήσεις
Οι καταθέσεις των επιχειρήσεων κατέγραψαν την υπό εξέταση περίοδο μικρή σωρευτική αύξηση κατά 872 εκατ. ευρώ (ή 4,4%) και ο ετήσιος ρυθμός τους μετριάστηκε, μετά τους υψηλούς ρυθμούς ανόδου που σημειώθηκαν το 2017. Η θετική καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις στη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου (+881 εκατ. ευρώ) λειτούργησε υποστηρικτικά για τις καταθέσεις. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι καταθέσεις των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν από 10,1% στο τέλος του α’ τριμήνου του 2017 σε 10,5% το α’ τρίμηνο του 2018 και σε 10,9% το α’ τρίμηνο του 2019 (μέσος όρος α’ τριμήνων την περίοδο 2010-2016: 10,4%)
Η άνοδος των καταθέσεων των επιχειρήσεων προήλθε κατά 546 εκατ. ευρώ από καταθέσεις μίας ημέρας και κατά 291 εκατ. ευρώ από καταθέσεις προθεσμίας. Ο αντίστοιχος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των επιχειρηματικών καταθέσεων μίας ημέρας, η χρήση των οποίων συνδέεται με τις τρέχουσες συναλλαγές στην πραγματική οικονομία, διατηρήθηκε θετικός και περίπου σταθερός κατά το μεγαλύτερο μέρος της υπό εξέταση περιόδου
Οι e-πληρωμές έσωσαν την παρτίδα
Θετική επίδραση, αν και επιβραδυνόμενη σε σχέση με τα τρία αμέσως προηγούμενα έτη, εξακολούθησε να ασκεί στα διαθέσιμα των επιχειρήσεων η χρήση ηλεκτρονικών πληρωμών στις καθημερινές συναλλαγές.
Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2018 η αξία των εγχώριων πληρωμών με κάρτα ανήλθε σε 21,6 δισεκ. ευρώ,ενισχυμένη σε ετήσια βάση κατά 7% (σχεδόν εξ ολοκλήρου λόγω της αυξημένης χρήσης χρεωστικών καρτών, 2017: 43%, 2016: 83%). Η αύξηση αυτή αντιπροσωπεύει περίπου 78% της καταγραφείσας αύξησης των συνολικών καταθέσεων των ΜΧΕ εντός του 2018.
Αντίστοιχα, ο αριθμός των εν λόγω πληρωμών με κάρτα ανήλθε σε 598 εκατ., ενισχυμένος κατά 24% έναντι του προηγούμενου έτους (2017: 72%, 2016: 128%), γεγονός που υποδηλώνει ότι η χρήση των καρτών διευρύνεται για αγορές ολοένα μικρότερης αξίας. Ενδεικτικό της σημαντικής μεταβολής που έχει συντελεστεί στις συνήθειες πληρωμών είναι και το γεγονός ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ), η αξία (ο αριθμός) των πληρωμών προς Oργανισμούς, λογαριασμών κοινής ωφέλειας και φορολογικών/ασφαλιστικών υποχρεώσεων κ.ά. μέσω των υπηρεσιών e-banking των τραπεζών αυξήθηκε το 2018 κατά 5 δισεκ. ευρώ (που αντιστοιχούν σε αύξηση κατά 5 εκατ. συναλλαγές), δηλ. κατά 14% (11%) σε σχέση με το 2017. Ειδικότερα, η αξία των πληρωμών αυτών από φυσικά πρόσωπα αυξήθηκε κατά 800 εκατ. ευρώ (4 εκατ. συναλλαγές), δηλ. κατά 8% (10%) έναντι του 2017