Η κατάρρευση ενός μύθου των κυρίαρχων


Το 44% των Βρετανών, που συμμετείχε σε δημοσκόπηση του YouGov το 2016, δήλωσε υπερήφανο για την αποικιοκρατική ιστορία της χώρας του, το 21% το αποκηρύσσει και το 23% δεν παίρνει θέση ούτε υπέρ ούτε κατά. Υπενθυμίζεται ότι μέχρι το 1922 η Βρετανία κυβερνούσε το ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού και ήλεγχε το ένα τέταρτο περίπου της συνολικής έκτασης της ξηράς της Γης.

Υπάρχει ένα αφήγημα, μεταξύ άλλων, στη Βρετανία, ότι ο αποικισμός της Ινδίας δεν είχε σημαντικό οικονομικό όφελος για την ίδια τη Βρετανία. Αντίθετα, η διοίκηση της Ινδίας ήταν ένα κόστος για τη Βρετανία, επομένως, το γεγονός ότι η αυτοκρατορία διατηρήθηκε για τόσο πολύ καιρό, αυξάνοντας μάλιστα το επίπεδο ζωής των Ινδών, οφείλεται στη χειρονομία της βρετανικής καλοσύνης.

Ο συντηρητικός ιστορικός Νίαλ Φέργκιουσον ισχυρίστηκε ότι η βρετανική κυριαρχία συνέβαλε στην «ανάπτυξη» της Ινδίας. Ενώ όταν ήταν πρωθυπουργός και αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος ο Ντέιβιντ Κάμερον υποστήριξε ότι η βρετανική κυριαρχία ήταν καθαρή βοήθεια στην Ινδία. Μύθος. Οι αποικιοκράτες Βρετανοί είχαν αποστραγγίσει από την Ινδία, το διάστημα 1765-1938, 45 τρισεκατομμύρια δολάρια, 17 φορές περισσότερο από το συνολικό ΑΕΠ της σημερινής Βρετανίας.

Νέα έρευνα από τον διάσημο οικονομολόγο Ούτσα Πάτναϊκ, που μόλις δημοσιεύθηκε από τον Columbia University Press, επιβεβαιώνει την κατάρρευση της κυρίαρχης αφήγησης. Μελετώντας κι εξετάζοντας περίπου δύο αιώνες λεπτομερών στοιχείων για τους φόρους και το εμπόριο, ο Πάτναϊκ υπολόγισε ότι η Βρετανία οφείλει το εκπληκτικό ποσό των 45 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στην Ινδία.

Πώς συνέβη αυτό;

Κατά τα φαινόμενα μέσω του εμπορικού συστήματος. Πριν από την αποικιοκρατία, η Βρετανία αγόραζε αγαθά, όπως κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, υφάσματα και βέβαια ρύζι από Ινδούς παραγωγούς και τους πλήρωνε κανονικά – κυρίως με ασήμι – όπως συνέβαινε και με οποιαδήποτε άλλη χώρα. Αλλά αυτό άλλαξε το 1765, αφότου η βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών πήρε τον έλεγχο της περιοχής και εγκατέστησε το μονοπώλιο στο εμπόριο από τις Ινδίες.

Η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών άρχισε να επιβάλλει και να εισπράττει φόρους στην Ινδία και στη συνέχεια, με ένα μέρος αυτών των εσόδων (περίπου το ένα τρίτο) αγόραζε ινδικά προϊόντα για βρετανική χρήση. Με άλλα λόγια, αντί να πληρώνουν από την τσέπη τους τα ινδικά προϊόντα, οι Βρετανοί έμποροι τα αποκτούσαν δωρεάν, «αγοράζοντας» από τους Ινδούς αγρότες και κλωστοϋφαντουργούς με χρήματα που μόλις τους είχαν αφαιρέσει.

Ήταν μια απάτη, μια κλοπή τεράστιας κλίμακας. Ωστόσο, οι περισσότεροι Ινδοί αγνοούσαν ή δεν συνειδητοποιούσαν το τι συνέβαινε, επειδή ο πράκτορας που συνέλεγε τους φόρους δεν ήταν ο ίδιος με αυτόν που εμφανιζόταν για να αγοράσει τα αγαθά τους.

Μερικά δε από τα «κλεμμένα» προϊόντα καταναλώνονταν στη Βρετανία και τα υπόλοιπα πήγαιναν για εξαγωγές σε άλλες χώρες. Το σύστημα επανεξαγωγής επέτρεψε στη Βρετανία να χρηματοδοτήσει μια ροή εισαγωγών από την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων στρατηγικών υλικών όπως ο σίδηρος, η πίσσα και η ξυλεία, τα οποία ήταν απαραίτητα για την εκβιομηχάνιση της Βρετανίας. Πράγματι, η Βιομηχανική Επανάσταση εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από αυτή τη συστηματική κλοπή από την Ινδία.

Εκτός αυτού, οι Βρετανοί είχαν τη δυνατότητα να πουλούν τα «κλεμμένα» αγαθά σε άλλες χώρες με πολύ υψηλότερο τίμημα από αυτό που «αγόραζαν» από τους Ινδούς, κερδίζοντας όχι μόνο το 100 τοις εκατό της αρχικής αξίας των αγαθών αλλά και την εμπορική σήμανσή τους.

Το τέλος της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών ήρθε από μια ανταρσία των Ινδών στρατιωτών κατά των Βρετανών διοικητών τους το 1857. Χρειάστηκε έξι μήνες για να κατασταλεί η ινδική εξέγερση με μεγάλες απώλειες και των δύο πλευρών. Στη συνέχεια η βρετανική κυβέρνηση ανέλαβε τον άμεσο έλεγχο της Ινδίας, οδηγώντας στην περίοδο γνωστή ως βρετανικό Raj (Βρετανικές Ινδίες), όπου ένας διορισμένος γενικός διοικητής κυβερνούσε την Ινδία, και η βασίλισσα Βικτωρία στέφθηκε Αυτοκράτειρα της Ινδίας. Η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών διαλύθηκε το επόμενο έτος, το 1858.

Το βρετανικό φλέγμα και Στέμμα

Μετά την επικράτηση του βρετανικού Raj που διήρκεσε μέχρι το 1947, καθώς το μονοπώλιο της εταιρείας της Ανατολικής Ινδίας έσπασε, οι Ινδοί παραγωγοί είχαν τη δυνατότητα να εξάγουν τα αγαθά τους απευθείας σε άλλες χώρες. Αλλά η Βρετανία εξασφάλισε ότι οι πληρωμές για τα αγαθά αυτά τελικά θα κατέληγαν στο Λονδίνο.

Πώς λειτουργεί αυτό; Οπως αναφέρεται στην ανάλυση του Al jazeera, βασικά, όποιος ήθελε να αγοράσει αγαθά από την Ινδία θα το έκανε χρησιμοποιώντας ειδικά γραμμάτια του Συμβουλίου – ένα είδος χάρτινου νομίσματος που εκδίδονταν μόνο από το βρετανικό στέμμα. Και ο μόνος τρόπος για να πάρεις αυτά τα γραμμάτια ήταν να τα αγοράσεις από το Λονδίνο με χρυσό ή ασήμι. Έτσι, οι έμποροι πλήρωναν το Λονδίνο σε χρυσό για να πάρουν τα γραμμάτια και στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσουν για να πληρώσουν τους Ινδούς παραγωγούς. Αυτά όμως που εισέπρατταν οι Ινδοί από τα γραμμάτια ήταν σε ρουπίες και βέβαια από τους φόρους που είχαν ήδη καταβάλλει.

Εν τω μεταξύ, το Λονδίνο συσσώρευε όλο το χρυσό και το ασήμι που κανονικά θα έπρεπε να είχε πάει κατευθείαν στους Ινδούς ως αντάλλαγμα για τις εξαγωγές τους.

Αυτό το στυγνά εκμεταλλευτικό σύστημα σήμαινε ότι, παρόλο που η Ινδία είχε ένα εντυπωσιακό εμπορικό πλεόνασμα με τον υπόλοιπο κόσμο, εμφάνιζε έλλειμμα. Κάποιοι μάλιστα, παραπέμπουν σε αυτό το πλασματικό έλλειμμα, ως απόδειξη ότι η Ινδία ήταν υποχρεωμένη προς τη Βρετανία. Αλλά ακριβώς το αντίθετο είναι η αλήθεια. Η Ινδία ήταν η κότα με το χρυσό αυγό για τη Βρετανία. Εν τω μεταξύ, το έλλειμμα σήμαινε ότι η Ινδία δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δανείζεται από τη Βρετανία για να χρηματοδοτεί τις εισαγωγές της.

Η Βρετανία δε, χρησιμοποίησε το κέρδος αυτό για να τροφοδοτήσει τις κινητήριες δυνάμεις της αυτοκρατορικής βίας, το Στέμμα απομυζούσε τους Ινδούς φορολογούμενους για να πληρώνει τους πολέμους του. Όπως επισημαίνει ο Πάτναϊκ, «το κόστος όλων των πολέμων της Μεγάλης Βρετανίας για τις κατακτήσεις της εκτός των ινδικών συνόρων πληρώθηκε με τα έσοδα της Ινδίας».

Παράλληλα, η Βρετανία χρησιμοποίησε αυτή τη ροή χρήματος από την Ινδία για να χρηματοδοτήσει και την επέκταση του καπιταλισμού στην Ευρώπη και σε περιοχές ευρωπαϊκής διευθέτησης, όπως ο Καναδάς και η Αυστραλία. Έτσι, όχι μόνο η εκβιομηχάνιση της Βρετανίας, αλλά και η εκβιομηχάνιση μεγάλου μέρους του δυτικού κόσμου διευκολύνθηκε από την εκμετάλλευση των αποικιών.

Κι ενώ στην πραγματικότητα, όπως διαπιστώνει και ο Πάτναϊκ, το πραγματικό χρέος των Βρετανών στην Ινδία δεν μπορεί να υπολογιστεί, το σίγουρο είναι ότι εάν η ανάπτυξη, η εξέλιξη, η ιστορία της Ινδίας θα ήταν πολύ διαφορετική. Ίσως, θα μπορούσαν να αποφευχθούν αιώνες φτώχειας και κοινωνικής δυστυχίας.

Η αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ιστορίας 200 χρόνων της βρετανικής κυριαρχίας στην Ινδία, δεν υπήρξε σχεδόν καμία αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Στην πραγματικότητα, κατά το τελευταίο μισό του 19ου αιώνα, το εισόδημα στην Ινδία κατέρρευσε, το μέσο προσδόκιμο ζωής των Ινδών μειώθηκε κατά ένα πέμπτο από το 1870 έως το 1920, ενώ δεκάδες εκατομμύρια πέθαναν από την πείνα. Ο Πάτναϊκ έκανε διάφορους υπολογισμούς και προσεγγιστικά μέτρησε πόσα χρωστούν οι Βρετανοί στους Ινδούς (με ένα ελάχιστο επιτόκιο 5%) και ανακάλυψε πως τα ποσά αυτά ανέρχονται στα 44,6 τρισ. δολάρια.

Ένα ποσό, που οδήγησε τον Αμερικανό οικονομολόγο στο συμπέρασμα πως «δεν αληθεύει πως η Βρετανία έφερε την ανάπτυξη στην Ινδία: είναι μάλλον η Ινδία που έφερε την ανάπτυξη στη Βρετανία». Πάντως τα σχολικά βιβλία γράφουν πως η βιομηχανική επανάσταση που ξεκίνησε από τη Βρετανία προέκυψε από την ατμομηχανή και τους ισχυρούς θεσμούς, και όχι από τη λεηλασία άλλων χωρών και λαών.

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ