Τόσο η Κίνα όσο και οι ΗΠΑ είναι απογοητευμένες με την υφιστάμενη παγκόσμια τάξη. Οι λόγοι πίσω από την απογοήτευσή τους είναι πολύ διαφορετικοί. Αλλά οι αντίπαλες φιλοδοξίες των δύο χωρών έχουν προκαλέσει έναν εμπορικό πόλεμο που απειλεί πλέον την παγκοσμιοποίηση.
To πρόβλημα, όπως το αντιλαμβάνεται ο Ντόναλντ Τραμπ, είναι πως το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα λειτουργεί ενάντια στο συμφέρον των ΗΠΑ. Ο Αμερικανός πρόεδρος διαμαρτύρεται ότι ο «παγκοσμισμός» έχει βοηθήσει την Κίνα να ενισχυθεί εις βάρος των ΗΠΑ -υπονομεύοντας την αμερικανική ευημερία και υπεροχή. Αυτή η αντίληψη βρίσκεται πίσω από τη δραματική απόφαση του κ. Τραμπ την περασμένη εβδομάδα να αυξήσει τους δασμούς σε κινεζικές εξαγωγές $200 δισ. στις ΗΠΑ, στο 25% από 10% προηγουμένως.
Για τον Σι Τζινπίνγκ, το πρόβλημα με την τρέχουσα παγκόσμια τάξη είναι η πολιτική και στρατηγική κυριαρχία των ΗΠΑ. Ο Κινέζος πρόεδρος έχει ξεκαθαρίσει ότι θέλει η χώρα του να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Πολλοί εθνικιστές υποστηρικτές του Σι πηγαίνουν ακόμα πιο μακριά, μιλώντας ανοιχτά για την ελπίδα τους η Κίνα να γίνει η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη.
O κ. Σι γνωρίζει πολύ καλά ότι η παγκοσμιοποίηση διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην άνοδο της Κίνας τα τελευταία 40 χρόνια. Οπότε είναι αποφασισμένος να διατηρήσει το υφιστάμενο εμπορικό μοντέλο.
Τα παράπονα των δύο προέδρων για το παγκόσμιο σύστημα είναι ως εκ τούτου εκ διαμέτρου αντίθετα. Ο κ. Σι θέλει να αλλάξει την παγκόσμια τάξη και για να το κάνει αυτό, πρέπει να διατηρήσει την οικονομική τάξη. Ο κ. Τραμπ θέλει να διατηρήσει την παγκόσμια τάξη και για να το κάνει αυτό, πρέπει να αλλάξει την οικονομική τάξη.
Οι ΗΠΑ και η Κίνα είναι συνεπώς και οι δύο ρεβιζιονιστικές δυνάμεις. Και είναι επίσης και οι δύο κατεστημένες δυνάμεις. Οι ΗΠΑ είναι η κατεστημένη γεωπολιτική δύναμη, οπότε έχει γίνει η ρεβιζιονιστική οικονομική δύναμη. Η Κίνα είναι μια ρεβιζιονιστική γεωπολιτική δύναμη, οπότε έχει γίνει η κατεστημένη δύναμη στο εμπόριο.
Αλλά οι αντίθετες θέσεις του Πεκίνου και της Ουάσιγκτον υποδηλώνουν και μια σύγκλιση απόψεων για την παγκοσμιοποίηση. Οι ενέργειες των δύο χωρών καταδεικνύουν ότι ουσιαστικά συμφωνούν πως το τρέχον σύστημα ωφελεί περισσότερο την Κίνα από τις ΗΠΑ. Αν και πολλοί οικονομολόγοι διαφωνούν με την άποψη αυτή, φαίνεται πως είναι η κυρίαρχη πολιτική θέση στις ΗΠΑ. Ο Τσακ Σούμερ, ο ηγέτης των Δημοκρατικών στη Γερουσία των ΗΠΑ, έχει εκφράσει μέσω Twitter τη στήριξή του στις επιθετικές εμπορικές πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ με την Κίνα.
Ωστόσο, τόσο στην Ουάσιγκτον όσο και στο Πεκίνο, υπάρχουν διαφωνίες ανάμεσα σε μετριοπαθείς που θέλουν η τρέχουσα εμπορική κόντρα να λήξει με μια συμφωνία και σκληροπυρηνικούς που θα καλωσόριζαν μια μακροπρόθεσμη ρήξη στις εμπορικές σχέσεις.
Oι σκληροπυρηνικοί υπέρμαχοι του προστατευτισμού στην κυβέρνηση Τραμπ πιστεύουν ότι το πολιτικό και οικονομικό μοντέλο της Κίνας είναι ριζικά αντίθετο προς τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Και θέλουν να «ξανακτίσουν» την αμερικανική οικονομία πίσω από ένα τείχος υψηλών δασμών. Για όσους έχουν την άποψη αυτή, μια συμβιβαστική συμφωνία η οποία θα διατηρεί την ουσία του υφιστάμενου παγκοσμιοποιημένου εμπορικού συστήματος θα συνιστούσε ήττα.
Από την πλευρά της Κίνας, τα γεράκια βλέπουν την εμπορική διαμάχη ως ευκαιρία για να καταστήσουν την Κίνα λιγότερο εξαρτημένη από την ξένη τεχνολογία. Αλλά και οι ένθερμοι εθνικιστές ερμηνεύουν τη θέση της κυβέρνησης Τραμπ στο εμπόριο ως ένδειξη της αδυναμίας των ΗΠΑ. Η ορθή απάντηση, πιστεύουν, θα ήταν να επιχειρήσει το Πεκίνο να δημιουργήσει μια παγκόσμια τάξη με επίκεντρο την Κίνα.
Oι ολοένα και πιο φιλοπόλεμη στάση των εθνικιστών τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Κίνα θυμίζουν την «παγίδα του Θουκυδίδη», την οποία έκανε διάσημη ο Γκράχαμ Άλισον, καθηγητής στο Harvard. O κ. Άλισον έχει επισημάνει ότι σε όλη την ιστορία, αναδυόμενες δυνάμεις όπως η Κίνα έχουν συχνά οδηγήσει σε πόλεμο με κατεστημένες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ.
Αλλά η τρέχουσα σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας είναι ένας εμπορικός πόλεμος, όχι μια ένοπλη σύρραξη. Και όσον αφορά το εμπόριο, είναι οι ΗΠΑ εκείνες που επιδιώκουν να ανατρέψουν το υφιστάμενο σύστημα.
Αυτό φέρνει τον κ. Σι αντιμέτωπο με μια δύσκολη τακτική επιλογή. Θα έπρεπε η Κίνα να κάνει παραχωρήσεις οι οποίες είναι επώδυνες και ταπεινωτικές, για να διατηρήσει τη βάση του οικονομικού συστήματος που διευκόλυνε την άνοδο της;
Οι Κινέζοι θυμούνται πολύ καλά το προηγούμενο του Συμφώνου Plaza (Plaza Accord) το 1985, στο οποίο, υπό την ασφυχτική πίεση των ΗΠΑ, η Ιαπωνία συμφώνησε να ανατιμήσει το νόμισμα της. Πολλοί στην Κίνα πιστεύουν ότι εκ των υστέρων, το Σύμφωνο Plaza ήταν μια επιτυχημένη απόπειρα των ΗΠΑ να καταπνίξουν την άνοδο της Ιαπωνίας.
Η κυβέρνηση Τραμπ είναι αντιμέτωπη με μια παραλλαγή του ίδιου διλήμματος. Θα έπρεπε οι ΗΠΑ να ασκήσουν τη μέγιστη δυνατή δύναμη, με στόχο να φτάσει σε μια «μεγάλη συμφωνία» η οποία θα διορθώνει τα λάθη στο υφιστάμενο σύστημα; Ή μια μερική νίκη στον εμπορικό πόλεμο θα αντιστοιχούσε με ήττα αν δεν κατάφερνε να σταματήσει την άνοδο της Κίνας;
Λόγω ταπεραμέντου και πολιτικού συμφέροντος, ο κ. Τραμπ βρίσκεται πιθανότατα στην πλευρά εκείνων που θέλουν να υπάρξει συμφωνία. Συνεχίζει επίσης να δίνει μεγάλη σημασία στη φιλία του με τον κ. Σι, εγκωμιάζοντας πρόσφατα ένα «όμορφο γράμμα» που έλαβε από τον Κινέζο πρόεδρο.
Ωστόσο, μια στενή σχέση ανάμεσα σε δύο ηγέτες δεν αποτελεί εγγύηση ότι μπορεί να αποφευχθεί η σύγκρουση. Στην κρίση του Ιουλίου που προηγήθηκε του ξεσπάσματος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, ο Κάιζερ Βίλχελμ της Γερμανίας και Τσάρος Νικόλαος της Ρωσίας αντάλλαξαν πολυάριθμα φιλικά γράμματα και τηλεγραφήματα. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον πόλεμο ανάμεσα στις δύο χώρες.
Παρομοίως, ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας κινδυνεύει να κλιμακωθεί σε σημείο που δεν θα υπόκειται στον έλεγχο των ηγετών των δύο χωρών.
Του Gideon Rachman