Μεγάλωσα σε μια κλασσική, τετραμελή οικογένεια των 70’s: O πατέρας δούλευε μέχρι αργά το απόγευμα «για να φέρει τα λεφτά στο σπίτι» και η μητέρα «κράταγε το σπίτι» και «μεγάλωνε τα παιδιά».
Και μάλιστα, επειδή ο πατέρας μου δούλευε σε τεχνικές εταιρείες που κατασκεύαζαν έργα στην Ελλάδα και καμιά φορά και στο εξωτερικό, μπορεί να έλειπε όλη την εβδομάδα ή και εβδομάδες ολόκληρες και να ερχόταν στο σπίτι ένα Σαββατοκύριακο για να περάσει λίγο χρόνο με την οικογένεια.
Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου, ο Μιχάλης Βαϊμάκης, ήταν ένας άνθρωπος που τον θυμάμαι με πολλή αγάπη και ευγνωμοσύνη για ό,τι έκανε για την οικογένειά του. Αλλά η δουλειά του, τα ταξίδια του, οι υποχρεώσεις που κουβάλαγε στην πλάτη του, ακόμα και η ηλικία του (με έκανε στα 40 του), δεν του επέτρεψαν να είναι όσο κοντά θα ήθελε στα παιδιά του, όσο πολύ θα ήθελε, να κάνει πράγματα μαζί μας στην καθημερινότητά μας, να «μας διαβάσει» ή να πάμε γήπεδο, να πάμε να κλωτσήσουμε μια μπάλα ή να κάνουμε «αυτά που κάνουν τα αγόρια».
Όταν λοιπόν έκανα με τη σειρά μου παιδί, το μικρό Μιχάλη, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να ξεπεράσω τον πήχη που είχε βάλει ψηλά ο παππούς του ο Μιχάλης και να γίνω ακόμα καλύτερος μπαμπάς για το γιο μου: Καταρχάς, τον έκανα μικρότερος, στα 33 μου, άρα δεν υπήρχαν «δικαιολογίες» τύπου «δεν αντέχω», «μεγάλωσα», «δεν έχω κουράγια» και άλλα τέτοια. Κατά δεύτερον, είπα ότι θα κάνω όλα εκείνα που δεν προλάβαινε να κάνει ο πατέρας μου μαζί μου. Να είμαι εκεί – όσο μου επέτρεπε η δουλειά μου, να τον πηγαίνω βόλτες με το καρότσι, να τον βάζω για ύπνο, να «κλωτσάμε μια μπάλα», να τον πηγαίνω στο γήπεδο, να τον παίρνω από το σχολείο όταν μεγαλώσει, να «τον διαβάζω».
Ο σημερινός μπαμπάς, έχει ούτως ή άλλως έναν τελείως διαφορετικό ρόλο απ’ ό,τι είχαν οι δικοί μας μπαμπάδες, όπως φυσικά και η μαμά, που δεν «κρατάει το σπίτι» και «μεγαλώνει τα παιδιά», αλλά δουλεύει κι αυτή, «φέρνει λεφτά στο σπίτι», συνεισφέρει όσο παραπάνω μπορεί στις υποχρεώσεις. Ο μπαμπάς όμως, πάντα έχει ή νιώθει μια ευθύνη παραπάνω, πάντα είναι «ο άντρας» που πρέπει να κάνει τα πάντα για την οικογένεια, «ο δυνατός» που δεν λυγίζει σε καμία δυσκολία και βρίσκει λύση σε όλα τα προβλήματα, «ο ψύχραιμος» που στέκεται εκεί σαν βράχος όταν όλα γύρω καταρρέουν.
Ο σημερινός μπαμπάς, είναι ο άνθρωπος που προσπαθεί να τα κάνει όλα σωστά και όλα στην ώρα τους, φορώντας πάντα το καλύτερο χαμόγελό του όταν είναι με το παιδί του, ό,τι κι αν πέρασε μέσα στη μέρα του κι όσο κι αν αναβοσβήνει στο κεφάλι του η ένδειξη battery low. Θα γυρίσει από τη δουλειά του και θα τσεκάρει τα διαβάσματα. Θα πάει τον μικρό καράτε και τη μικρή ρυθμική. Ή αγγλικά και γαλλικά. Θα μαγειρέψει αν χρειαστεί, διότι η μαμά μπορεί να είναι στη δουλειά, θα βάλει ή θα απλώσει ένα πλυντήριο, θα πλύνει τα πιάτα, θα πάει σούπερ – μάρκετ, θα βγάλει το σκύλο βόλτα, διότι κάποιος πρέπει να το κάνει κι έτυχε να είναι αυτός διαθέσιμος.
Ο μπαμπάς το Σαββατοκύριακο δεν θα βάλει το ένα πόδι πάνω στο άλλο και θα μονολογήσει «ζωάρα!». Θα πάει τα παιδιά σε πάρτι ή στο σπίτι ενός φίλου για να παίξουν. Θα πάρει το γιο να πάνε γήπεδο ή την κόρη στο σινεμά. Θα παίξει playstation με τον μικρό ή θα ζωγραφίσει με τη μικρή. Θα κανονίσει με τους άλλους μπαμπάδες να πάνε σε μια ωραία παιδική παράσταση την Κυριακή το πρωί ή θα «πακετάρει» την οικογένεια και θα κάνουν μονοήμερη.
Θα κάνει όλα αυτά που «πρέπει» για τη γυναίκα και τα παιδιά του, αλλά κυρίως όλα αυτά που θέλει να κάνει, που υποσχέθηκε στον εαυτό του να κάνει, όταν πήρε τη μεγάλη απόφαση να παντρευτεί και την ακόμα μεγαλύτερη να κάνει παιδιά: Ότι θα γίνω όσο καλύτερος μπορώ στη δουλειά μου, θα έχω έναν μισθό που θα μου επιτρέπει να τα φέρνω βόλτα, αλλά θα προσπαθήσω να γίνω καλός σύζυγος και «ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου».
Διότι αυτός είναι ο σημερινός σύζυγος και μπαμπάς, ένας «Σούπερμαν» χωρίς τις υπερδυνάμεις, αλλά με μια τεράστια επιθυμία να μην απογοητεύσει κανέναν. Κυρίως, όχι τον ίδιο του τον εαυτό.