Η πόλη της Κρακοβίας, είναι από τις ομορφότερες της Ευρώπης. Οι περισσότεροι δρόμοι είναι πλακόστρωτοι, τα σπίτια και τα κτίρια χτισμένα σε μεσαιωνικό – αναγεννησιακό ρυθμό, τα στενάκια καθαρά, τα πάρκα της μεγάλα φροντισμένα και καταπράσινα και στις πλατείες της ανοίγει το μάτι του επισκέπτη από την άπλα και το φως. Τη διασχίζει ράθυμα ο ποταμός Βίστουλας.
Στις φιδογυριστές στροφές του κάτω από τα τείχη της παλιάς πόλης, τα παιδιά περνούσαν ατελείωτες ώρες παίζοντας κρυφτό στις καλαμιές ή ψαρεύοντας. Το τραμ με το χαρακτηριστικό καμπανάκι του ειδοποιούσε τον κόσμο όποτε περνάει, ενώ ο ήχος από τις ξύλινες ρόδες των κάρων με τις πραμάτειες των εμπόρων, που χτυπούσαν στις πλάκες του δρόμου δημιουργούσε μια νοσταλγική διάθεση στους κατοίκους.
Στην πόλη άκμαζε μια μεγάλη κοινότητα Εβραίων Ασκενάζι. Τον περισσότερο καιρό ζούσε αρμονικά με τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης. Μέχρι πριν λίγο, όταν έκαναν την εμφάνιση τους από τα δυτικά, μαύρα σύννεφα γεμάτα διεστραμμένο μίσος, θάνατο και συμφορές…
Πολωνία, 4 Μαΐου 1939, Κρακοβία, οδός Barska Νο 7Α, περιοχή Ludwinow
Ο 8χρονος Aaron είχε αργήσει για το δείπνο και στο σπίτι των Jabkowski, επικρατούσε μια μικρή αναταραχή: «Μα που βρίσκεται τέτοια ώρα αυτό το παιδί; Δεν είναι μέρες να μένει έξω μόνο του τόσο αργά.» Ο Alfred, ο πατέρας του Aaron και τυπικά επικεφαλής της οικογένειας Jabkowski, φημισμένος ράφτης και έμπορος λευκών ειδών και υφασμάτων στον οποίο ραβόταν όλη η κοσμική και υψηλή κοινωνία της πόλης, τράβηξε την χρυσή αλυσίδα από την τσέπη του γιλέκου του και κοίταξε ανήσυχος το ρολόι του.
«Ορίστε η ώρα είναι 8 και 3 πρώτα λεπτά και είναι ακόμη έξω.» Η Renata, η σύζυγος του Alfred και ουσιαστική αρχηγός της οικογένειας προσπάθησε να καλμάρει τον άνδρα της: «Μην κάνεις έτσι σε παρακαλώ. Μικρό παιδί είναι. Κάπου θα παίζει με τους φίλους του…»
Η πόρτα άνοιξε και ένας μικρός σίφουνας μπήκε μέσα. Τα γόνατα του ήταν βρώμικα, το ίδιο και τα χέρια του. «Ήρθααααααα» ακούστηκε και ο μικρός πήγε κατευθείαν να πλυθεί στο μπάνιο. Σε λιγότερο από ένα λεπτό είχε ήδη καθίσει στο τραπέζι δίπλα από την 3χρονη αδερφή του Abigail με τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά και το πανέμορφο μουτράκι.
Ο πατέρας δεν είπε τίποτε. Αφού προσευχήθηκαν, άρχισαν να τρώνε το «κασέρ» δείπνο που είχε ετοιμάσει η μητέρα.Ρούφηξαν τη σούπα Matzoh με το κοτόπουλο στην οποία ο μικρούλης βουτούσε γενναία κομμάτια από ψωμί Challah.
Στη συνέχεια στο τραπέζι εμφανίσθηκε ένα τεράστιο μπολ με πατατοσαλάτα και ένα ταψί ψητό αρνί με λαχανικά και σάλτσα λεμονιού. Το δείπνο έκλεισε με γλυκό Βisvat, φτιαγμένο οπωσδήποτε από φυτικό βούτυρο. Το ρολόι που βαστούσε σε όλη τη διάρκεια του δείπνου σφιχτά στο αριστερό του χέρι ο Alfred, έδειχνε τώρα 8.45.
Στις 9.30, όταν τα παιδιά είχαν επιτέλους κοιμηθεί στα δωμάτια τους, ο Alfred φώναξε τη γυναίκα του στο σαλόνι. Της ζήτησε να καθίσει δίπλα του και τότε της εξομολογήθηκε την πικρή αλήθεια: «Τα πούλησα όλα. Τα πάντα. Πρέπει να φύγουμε όσο είναι καιρός.
Στη Γερμανία ξεκίνησαν οι διώξεις. Η “νύχτα των κρυστάλλων” θα έρθει και σε εμάς. Μη σου πω ότι σύντομα οι Ναζί θα εισβάλουν στην Πολωνία και τότε δεν θα έχουμε που να πάμε. Θα μας δολοφονήσουν όλους. Πρέπει να φύγουμε στην Αμερική. Τρεις μήνες τώρα ψάχνω για βίζα. Προχθές τα κατάφερα. Θα πάμε στην Κούβα και από κεί στις ΗΠΑ. Η υπηρεσία Μετανάστευσης στη Γερμανία, δε στάθηκε εμπόδιο. Φεύγουμε αύριο το πρωί για Αμβούργο.
Ορίστε οι βίζες». Από το σακάκι του έβγαλε 4 μαγικά χαρτάκια από την πρεσβεία της Κούβας στο Βερολίνο. Για να τα αγοράσει είχε πουλήσει τη μισή του περιουσία αλλά δεν τον ενδιέφερε. Αρκεί να έσωζε την οικογένεια του. Μαζί με τις Κουβανικές βίζες έβγαλε και 4 εισιτήρια. Έγραφαν: Ναυτιλιακές γραμμές Hapag – Πλοίο SS Saint Louis: Αμβούργο – Αβάνα. Αναχώρηση 13 Μαίου 1939.
Η Renata τον παρακολουθούσε αμίλητη. Όταν τελείωσε ξέσπασε σε αναφιλητά και χώθηκε στην αγκαλιά του. «Μου υπόσχεσαι ότι θα τα καταφέρουμε; Δε με νοιάζουν τα μαγαζιά, τα ρούχα, τα σπίτια. Δε με νοιάζει τίποτε, αρκεί τα παιδιά να είναι ασφαλή»
«Στο υπόσχομαι» είπε με τρεμάμενη φωνή ο Alfred. «δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά. Έρχεται Αρμαγεδόνας και εμείς δε θα είμαστε εδώ να τον ζήσουμε. Πίστεψε με… Βέβαια υπάρχει και άλλη μια επιλογή. Να πάμε να ζήσουμε μόνοι μας. Να εξαφανιστούμε να πάμε δυτικά σε ένα μικρό χωριό που λέγεται Oświęcim. Οι Γερμανοί το λένε Auschwitz. Δεν απέχει πάνω από 60 χιλιόμετρα από δω…»
Εκείνο το βράδυ η Renata και ο Alfred Jabkowski, δεν κοιμήθηκαν. Με προσοχή έσκισαν τους πάτους από όλες τις βαλίτσες και τις γέμισαν με Γερμανικά μάρκα που είχε καταφέρει να ανταλλάξει με Πολωνικά Ζλότι ο Alfred στα κρυφά, βδομάδες τώρα. Ύστερα τοποθέτησαν τα ρούχα τους και εκείνα των παιδιών τους σε 5 μεγάλες βαλίτσες.
Έπρεπε να μοιάζουν τουρίστες που πάνε κρουαζιέρα στην Καραϊβική. Δεν πήραν κανένα προσωπικό ή οικογενειακό κειμήλιο. Είχαν την ελπίδα ότι κάποτε θα ξαναγύριζαν στο σπίτι τους. Πριν κλείσει την τελευταία βαλίτσα ο Alfred, με δάκρια στα μάτια, τοποθέτησε ευλαβικά, με προσοχή το κιπά, το εβραϊκό καπελάκι που δεν είχε σκοπό να αποχωριστεί.
Το επόμενο πρωινό κλείδωσε και έδωσε τα κλειδιά στον συνέταιρο και προσωπικό του φίλο, Johan Browski. Εκείνος τους έδωσε το αυτοκίνητο του για να πάνε μέχρι τη Γερμανία και το Αμβούργο. Ο Alfred δε γύρισε ούτε μια φορά να κοιτάξει το σπίτι του καθώς απομακρυνόταν και εκείνο μίκραινε γρήγορα στον καθρέπτη του αυτοκινήτου, μέχρι που έγινε μια κουκκίδα…
Λιμάνι Αμβούργου 12 Μαΐου 1939, ώρα 23.00
Ο κοντούλης άνδρας με τη σκούρα στολή του πλοιάρχου ανέβηκε με μικρές γρήγορες δρασκελιές τη σκάλα στα πλαϊνά του τεράστιου υπερωκεανίου. Το καπέλο του, έμοιαζε να πλέει στο κεφάλι του και ανεβοκατέβαινε κωμικά σε κάθε του κίνηση. Στην κορυφή της, τον περίμενε ο Bruno Oestermayer ύπαρχος του πλοίου, σε στάση προσοχής.
Ήταν ψηλός, τουλάχιστον 2 κεφάλια ψηλότερος από τον ανώτερο του και ταξίδευαν μαζί στις άγριες θάλασσες, για περισσότερα από 8 χρόνια. Θα του εμπιστευόταν τη ζωή του ακόμη και εάν ναυαγούσαν με ένα καΐκι στη μέση του ωκεανού με τους σκύλους να κάνουν αργούς κύκλους από κάτω τους.
«Καλώς ορίσατε στο πλοίο σας κύριε. Όλα είναι έτοιμα και μπορούμε να αποπλεύσουμε όποτε θελήσετε…» του είπε και καθώς ο αεικίνητος κοντούλης άνδρας τον προσπέρασε, ο ύπαρχος αναγκάστηκε να τρέξει ξωπίσω του και να συνεχίσει να τον ενημερώνει. «Καύσιμα εντάξει, θα ανεφοδιαστούμε στα Κανάρια, τρόφιμα επαρκή για ένα μήνα.
Τα ψυγεία είναι γεμάτα, το νερό έχει ελεγχθεί, το πλήρωμα βρίσκεται στις θέσεις του, η πυρόσβεση είναι έτοιμη, σωστικές λέμβοι ελέγχθησαν και αυτές… Μα περίμενε λίγο ρε συ Gustav, τι τρέχεις άνθρωπε μου, μου έβγαλες τη γλώσσα» είπε ασθμαίνοντας.
Ο καπετάνιος σταμάτησε, γύρισε, κοίταξε τον ύπαρχο του και του είπε να τον ακολουθήσει στο γραφείο του. Ύστερα πάλι συνέχισε να προχωράει με την ευλυγισία της γάτας στα ξύλινο κατάστρωμα του πλοίου.
Η πόρτα στην καμπίνα έγραφε «Gustav Schröder, Κυβερνήτης» και όταν ο ύπαρχος δοκίμασε να τη χτυπήσει, άκουσε μια φωνή από μέσα να του λέει να περάσει: «Είναι ανοιχτά Bruno». Οι δυο άνδρες με την μεγάλη υψομετρική διαφορά κάθισαν απέναντι ο ένας από τον άλλον. «Αύριο το πρωί φεύγουμε για Αβάνα.
Συνειδητοποιείς καλέ μου φίλε πόσο βαρύ φορτίο θα κουβαλάμε; Εννιακόσιους τριάντα επτά ανθρώπους που ξεπούλησαν ότι είχαν και δεν είχαν για να σωθούν από αυτόν τον ημίτρελο που μας κυβερνάει. Και τώρα τους αφήνει να φύγουν, έτσι απλά. Κάτι δε μαρέσει σε αυτή την ιστορία.» Ο Gustav Schröder άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό, καθώς έβγαλε τα γυαλιά του και έτριψε τα μάτια του.
«Σσσστ, τι λόγια είναι αυτά που λες κυβερνήτη. Ακόμη και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Σε έχουν στιγματισμένο επειδή αρνήθηκες να εγγραφείς στο εθνικοσοσσιαλιστικό κόμμα, μην προκαλείς την τύχη σου.
Σίγουρα κάποιος από το πλήρωμα με “μεγάλο στόμα” θα μεταφέρει αυτά που λες στο Βερολίνο, εάν σε ακούσει», είπε ύπαρχος και σηκώθηκε άνοιξε την πόρτα, έβγαλε συνωμοτικά το κεφάλι του, κοίταξε δεξιά και αριστερά στον άδειο διάδρομο και στη συνέχεια την έκλεισε και την κλείδωσε. «Αύριο στις 10.00 το πρωί σηκώνουμε άγκυρα για Κούβα. Ελπίζω να πάνε όλα καλά. Έλα πάμε στη γέφυρα να χαράξουμε πορεία» είπε ο κοντούλης αεικίνητος άνδρας και σηκώθηκε από το γραφείο του…
Το επόμενο πρωινό αρκετές ώρες πριν από τον απόπλου του υπερωκεανίου Saint Louis, μια μεγάλη σειρά από 937 δυστυχισμένους ανθρώπους, που κάποτε ήταν γιατροί, καθηγητές, έμποροι, λογιστές, εργάτες, δάσκαλοι, φαρμακοποιοί, μαζί με τις οικογένειες τους, περίμενε με αγωνία να ανοίξει το τελωνείο στο λιμάνι του Αμβούργου, να περάσουν από έλεγχο και να επιβιβαστούν στο πλοίο.
Όταν εκείνο άνοιξε, ο Γερμανός αξιωματικός ενημέρωσε τους πάντες πως ο καθένας τους θα έπαιρνε μόνο μια βαλίτσα και 10 μάρκα, τίποτε άλλο. «Ένας άνθρωπος για μια βαλίτσα. Στις υπόλοιπες θα γράψετε το όνομα σας με κιμωλία και θα τις αφήσετε εδώ.»
Ο Alfred Jabkowski, μπροστά τον πάγκο κάποιου υπαλλήλου που είχε ανοίξει τις 4 βαλίτσες του (μια για κάθε άτομο της οικογένειας του) τις οποίες έψαχναν Γερμανοί στρατιώτες, βαστούσε την αναπνοή του. Όταν του έκαναν νόημα να τις κλείσει και άκουσε τον ήχο από τη σφραγίδα επάνω στο διαβατήριο του, στην κάρτα επιβίβασης και στη βίζα, λίγο έλειψε να ουρλιάξει από τη χαρά του. Έπιασε το χέρι του Aaron, και προχώρησε.
Πίσω του η Renata με την μικρή Abigail στην αγκαλιά της. Ο καθένας με τη βαλίτσα του. Μόλις βγήκε από την μεγάλη πόρτα του τελωνείου, στο φως του διστακτικού ήλιου, είδε μπροστά του να εμφανίζεται στα γκρί και τα λευκά, το υπερωκεάνιο Saint Louis, μήκους 175 μέτρων.
Η μεγάλη σκάλα στα πλαινά του που ετοιμάστηκε να ανέβει έγραφε: Hamburg- America Linie. Η οικογένεια των Εβραίων Ασκενάζι του Alfred Jabkowski, από την Κρακοβία της Πολωνίας, έπλεε σε πελάγη ευφορίας για την καλή της τύχη…
Στις 10.00 το πρωί ο κυβερνήτης διέταξε να βιράρουν οι άγκυρες και το πλοίο ξεκίνησε το ταξίδι του για την Κούβα. Σε 14 ημέρες ακριβώς, θα έδεναν στην αποβάθρα Caballera στο λιμάνι της Αβάνας.
«Havana Palace», οικία στρατηγού Φουλχένσιο Μπατίστα, Αβάνα 18 Μαΐου 1939
Ο πρώην συνταγματάρχης του Κουβανικού Στρατού από τότε που ο στρατηγός Μπατίστα, ήταν λοχίας, ο Manuel Benites Gonsalez, ανέβηκε γοργά τα σκαλοπάτια της οικίας του ανθρώπου που κινούσε τα νήματα στη πολιτική ζωή του νησιού και που αργότερα θα γινόταν ένας στυγνός δικτάτορας, μέχρι την επονείδιστη φυγή του, το πρώτο χάραμα του 1959.
Χτύπησε την πόρτα του γραφείου του και μπήκε μέσα χαμογελαστός. Ο στρατηγός σκυμμένος στα χαρτιά του, του χαμογέλασε και εκείνος, και του ζήτησε να κλείσει την πόρτα. Τότε ξέσπασε η θύελλα.
«Είσαι μαλάκας; Πές μου είσαι; Ο μαλάκας διευθυντής της Υπηρεσίας Μετανάστευσης, δηλαδή εσύ, εξέδωσε 4.000 υπογεγραμμένες άδειες για να έρθουν στην Κούβα, Εβραίοι από τη Γερμανία. Δεν ξέρεις ότι δε θέλω να χαλάσουμε τις σχέσεις μας με τη Γερμανία;» Το χαμόγελο του Benitez πάγωσε στα χείλη του και παγωμένες σταγόνες ιδρώτα μέσα στη τροπική ζέστη της Αβάνας, άρχισαν να αυλακώνουν το μέτωπο του.
Ο Μπατίστα συνέχισε: «και όχι μόνο αυτό. Κάποιο ταξιδιωτικό γραφείο της Αβάνας, πούλησε αυτές τις 4.000 άδειες εισόδου προς 150 πέσος την κάθε μια. Σύνολο; 600.000 πέσος. Ξέρεις σε ποιον ανήκει το ταξιδιωτικό γραφείο; Θα σου πω εγώ. Στον μαλάκα, δηλαδή σε σένα. Τι θα τα κάνεις τόσα λεφτά;
Πες μου τι; Το ποσόν είναι μυθικό!» Ο Manuel Benitez που όταν επρόκειτο για χρήμα, δεν ήταν καθόλου μαλάκας, κατάλαβε αμέσως ότι ο άνθρωπος που είχε απέναντι του, ήθελε και εκείνος να βουτήξει το δάχτυλο του στο «βάζο με το μέλι». Και δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Είχε ήδη λαδώσει τον Πρόεδρο της χώρας, Federico Laredo Bru, ας λάδωνε και τον στρατηγό.
Ο Πρόεδρος της Κούβας, ύστερα από λίγες ώρες πληροφορήθηκε εκείνη τη συνάντηση των δυο ανδρa
Πηγή: www.newsone.gr