Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. «Ζήτα μια χάρη και θα σου την κάνουμε», μου είπαν
Το μόνο που ζήτησα ήταν να μ’ αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό, χωρίς φαΐ και χωρίς νερό ενδεχομένως, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν! Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου.
Ξάφνου, ένας γρήγορος αεράτος τύπος εμφανίζεται, κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέρια του και δυο-τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά, με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις, στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο! «Τι κάνεις;» τον ρωτάω.
«Θα πεθάνεις εδώ πάνω», απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μεσ’ στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα, διανύοντας μια τεράστια απόσταση, από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό, μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω.
Ήταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ’ όλα. Η «Μαγική Πόλη» και όλο αυτό το φτωχικό νεορεαλιστικό ντεκόρ της πάλι στον Βέγγο οφειλόταν. Θυμάμαι όταν πρωτοπήγα σπίτι του στο Φάληρο…Τέτοια φτώχεια δεν είχα ξανασυναντήσει στη ζωή μου, εγώ ο γόνος μεγαλοαστών που μεγάλωσε στο Κολωνάκι.
Γύρισα σπίτι θυμάμαι κι έπιασα τη μάνα μου. Με είχε ταράξει η φτώχεια μαζί με την καλοσύνη του Θανάση! Τότε είπα «Εγώ μ’ αυτούς τους ανθρώπους θέλω να καταπιαστώ, τον πόνο και την αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων θέλω να δείξω»…Και το έκανα!
(απόσπασμα από συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος για το ραδιοσταθμό Στο Κόκκινο 105.5 τον Ιούνιο του 2007)
Θ. Βέγγος – Ν. Κούνδουρος
Θ. Βέγγος – Γ. Αργύρης στον «Δράκο» (1956) του Ν. Κούνδουρου
Δε θυμάμαι ακριβείς χρονολογίες. Πρέπει να ήταν γύρω στο ΄80 όταν ο Βέγγος μού χτύπησε την πόρτα μια ωραία πρωΐα, αφού στον περιφερειακό του Φιλοπάππου γύριζε κάποια ταινία. «Θέλω ν’ ανέβω στα…κεραμίδια σου», μου είπε! «Αποκλείεται», του απάντησα, «γιατί αν πέσεις και σκοτωθείς μετά εγώ θα κλαίω για όλη την υπόλοιπη ζωή μου»! «Άσε με, Μαρίζα, και δεν παθαίνω τίποτα», επέμενε αυτός. Κι όχι μόνο επέμενε, αλλά δεν δεχόταν και καμία βοήθεια.
Τον θυμάμαι, λοιπόν, να σκαρφαλώνει στα κεραμίδια του σπιτιού μου, πλάτους δέκα μέτρων, και να τα αλωνίζει απ’ άκρη σ’ άκρη σαν τον πιο έμπειρο και άφοβο σχοινοβάτη! Δεν συγκρατώ τον τίτλο της ταινίας, αλλά όποτε βλέπω το σπίτι της οδού Αγγελικάρα 2 και τον Βέγγο στα κεραμίδια, μού έρχεται στο νου το περιστατικό και γελάω.
Με τον Θανάση μοιραζόμασταν κατά σύμπτωση την ίδια οικιακή βοηθό και από τη δεκαετία του ΄70 στέλναμε χαιρετίσματα ο ένας στον άλλο. Η πρώτη μας συνάντηση, βέβαια, έγινε εν τη απουσία του κατά τη Μεταπολίτευση.
Παράδοξο ακούγεται, αλλά εννοώ πως κάποτε τραγούδησα σ’ ένα κινηματοθέατρο, απ’ το οποίο προηγουμένως είχε περάσει ο Βέγγος με κάποια δική του παράσταση. Ήταν τέτοια η καθαριότητα και η έλλειψη σκόνης πάνω στο σανίδι, ώστε αμέσως κατάλαβα ότι είχε περάσει ο σίφουνας! Πασίγνωστη, άλλωστε, η μανία του με την καθαριότητα στους χώρους όπου κινούταν.
(από τηλεφωνική συνομιλία με την τραγουδοποιό και ερμηνεύτρια Μαρίζα Κωχ την 3η Μαΐου του 2011)
Μ. Κωχ
Όταν κάναμε το casting για το άλμπουμ «Τα μυστικά του Κήπου», νομίζω ότι ο στιχουργός Σταμάτης Δαγδελένης είχε την ιδέα της συμμετοχής του Βέγγου. Ο ίδιος δεν ήταν καθόλου θετικός στην αρχή και μου έλεγε όλο επιφύλαξη «Μαέστρο μου, θα σας απογοητεύσω, έχω μεγαλώσει και δε θα μπορώ να τα πω όπως παλιά»…
Εγώ πάλι του έλεγα «Ας το δοκιμάσουμε κι αν δεν σας αρέσει, δεν θα το κρατήσουμε». Πιστεύω όμως ότι οι όποιοι φόβοι του παρακάμφθηκαν από τη στιγμή που του είπα να το κάνει για τον εγγονό του. Ήρθε στο στούντιο, γράψαμε μόνο το δικό του μέρος κι έπειτα μπήκαν οι φωνές των άλλων δύο ερμηνευτών. Μάλιστα, ο Δαγδελένης τράβηξε κι ένα ωραίο βίντεο απ’ τη συγκεκριμένη συνάντηση μας. Του έλεγα «Καθίστε να πιούμε ένα καφέ» κι απαντούσε
«Δεν κάθομαι ποτέ εγώ, φοβάμαι μη με πιάσουν» (γέλια). Και πραγματικά, στο αυτοκίνητο μέσα τον θυμάμαι να κάθεται, αφού μόνο εκεί δε μπορούσε να είναι όρθιος! «Αχ, πολύ σας βασανίζω» μας έλεγε, κατά τη διάρκεια των εγγραφών του τραγουδιού. Όταν του το έστειλα λίγο καιρό μετά, τελειωμένο, έδειξε να το έχει ευχαριστηθεί πολύ!
Κάτι άλλο που θέλω να καταθέσω είναι ότι πρωτογνώρισα τον Θανάση Βέγγο μεσ’ στη χούντα, το 1972 ή το ΄73, όταν πήγα και τον είδα στην ανατρεπτική παράσταση «Ο τρελός του λούνα-παρκ», όπου μετά του έδωσα συγχαρητήρια στα καμαρίνια. Τριάντα χρόνια μετά, μού είπε «Κι όμως, μαέστρο μου, εγώ σας θυμάμαι», πράγμα που θεωρώ τελείως απίθανο, αλλά και πολύ ενδεικτικό της γλυκύτητας και ευγένειας του.
(από τηλεφωνική συνομιλία με τον συνθέτη Νίκο Κυπουργό την 3η Μαΐου του 2011)
Ν. Κυπουργός
Πηγή: www.newsone.gr