Κάποιος είχε χρόνια να πάει στην εκκλησία. Ήταν Μ. Παρασκευή και του λέει η γυναίκα του:
– Δεν πας στην εκκλησία, χρόνια έχεις να πας.
– Να πάω, της λέει αυτός, αλλά δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω.
– Ότι κάνουν οι άλλοι, του λέει αυτή.
Πηγαίνει αυτός στην εκκλησία, βλέπει κάποιον να παίρνει κερί, παίρνει και αυτός. Το ανάβει ο άλλος, το ανάβει και αυτός. Κάνει τον σταυρό του, τον κάνει και αυτός.
Κάθεται κάπου, και μετά από λίγη ώρα ετοιμάζονται για την περιφορά του επιτάφιου. Αλλοι παίρνουν τα εξαπτέρυγα, άλλοι τον επιτάφιο, κοιτά και αυτός γύρω του να πάρει κάτι, βλέπει την κολυμπήθρα, την βάζει στον ώμο και ξεκινά με τους άλλους.
Όταν τελειώνει η περιφορά, πεθαμένος στην κούραση, επιστρέφει στην εκκλησία, αφήνει την κολυμπήθρα και γυρίζει στο σπίτι.
– Πως τα πέρασες; τον ρωτά η γυναίκα του.
– Καλά ήταν γυναίκα, αλλά εάν δεν έπεφτα σε μετακόμιση, θα ήταν ακόμη καλύτερα.