Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες στην Ισπανία αλλά και παγκοσμίως. Τα έργα του αναγνωρίστηκαν στην Ισπανία όσο ήταν εν ζωή, ωστόσο στην Ευρώπη η αναγνώριση του Ισπανού ζωγράφου Φρανσίσκο Γκόγια ήρθε μετά τον θάνατό του, τόσο από τους ρομαντικούς του 19ου αιώνα, όσο και από τους ανθρώπους της τέχνης του 20ου αιώνα.
Ο Γκόγια γεννήθηκε sτις 30 Μαρτίου 1746 στο χωριό Φουεντετόδος και σε ηλικία 14 χρονών μετακομίζει μαζί με την οικογένεια του στη Σαραγόσα, την πόλη όπου θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με την ζωγραφική. Ύστερα από μία δεκαετία δίπλα σε δασκάλους ζωγραφικής, οι οποίοι σταδιακά του αποκάλυψαν τα “μυστικά της τέχνης”, ο Γκόγια αναλαμβάνει τις πρώτες του δουλειές για μοναστήρια και εκκλησίες στη Σαραγόσα.
Ο δάσκαλός του, Φρανσίσκο Μπαγέ, θα του δώσει την αδελφή του, Χοσέφα, αλλά και την απαραίτητη βοήθεια για να «εισβάλει» στην αυλή του Βασιλιά, όπου τα επόμενα χρόνια θα αποδείξει το ταλέντο του, αναπτύσσοντας παράλληλα το δικό του ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Η αναγνώριση στους κύκλους της αυλής θα έρθει το 1780, ύστερα από την παρουσίαση του πίνακα «Ο Χριστός στο Σταυρό»,με τον οποίο θα εκλεγεί μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο.
Το 1786, ο Φρανσίσκο Γκόγια ανακηρύσσεται και επισήμως «ζωγράφος του βασιλιά» της Ισπανίας Καρόλου Γ και αναγνωρίζεται ως ο κορυφαίος των «προσωπογραφιών». Το 1792, ύστερα από μία ασθένεια ο Γκόγια χάνει την ακοή του και στρέφεται στον εσωτερικό του κόσμο ανακαλύπτοντας τις σκοτεινές πτυχές του που θα αποτυπώσει πάνω στον καμβά. Το στιλ του αλλάζει και δημιουργεί τη σειρά των χαρακτικών του, με τίτλο «Καπρίτσια», στα οποία στηλιτεύει την Αυλή, τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες και την κενοδοξία των γυναικών. Αυτή η περίοδος σηματοδοτεί και την στροφή του Γκόγια σε έργα αντιμάχονταν το ηγεμονικό και κοινωνικό καθεστώς.
Θα ακολουθήσει μία ταραχώδης περίοδος, με αλλαγές στον θρόνο και την εισβολή των στρατευμάτων του Ναπολέοντα στο ισπανικό βασίλειο, ωστόσο ο Γκόγια διατηρείται στη θέση του ζωγράφου της αυλής, έχοντας ασπαστεί τα φιλελεύθερα ιδεώδη της Γαλλικής επανάστασης, αλλά ταυτόχρονα συμμεριζόταν την οργή της εξεγερμένης, κατά των Γάλλων, ισπανικής κοινωνίας.
Αυτή η εσωτερική διαμάχη αποτυπώνεται και μέσα στα έργα του, με απεικονίσεις Γάλλων και Ισπανών στρατιωτικών στους πίνακές του, αλλά και αποτύπωση της φρίκης από τη Γαλλική εισβολή. «Οι Συμφορές του Πολέμου» και «3η Μαΐου 1808», στο οποίο απεικονίζονται οι μαζικές εκτελέσεις Ισπανών από το Γαλλικό στρατό, είναι δύο από τα σημαντικότερα έργα του που απεικονίζουν την οδύνη της Γαλλικής εισβολής στην Ισπανία. Το δεύτερο αποτέλεσε και το έργο, με το οποίο βελτίωσε τις σχέσεις του με τον Ισπανό μονάρχη Φερδινάνδο Ζ’,ο οποίος ανέβηκε στον θρόνο, ύστερα από την παραίτηση του Ναπολέοντα.
Αν και κατηγορήθηκε ως «φιλελεύθερος» και τα έργα του συχνά προκαλούσαν αντιδράσεις λόγω του προκλητικού για την εποχή περιεχομένου τους – το «Γυμνή γυναίκα» τον έφερε ενώπιον της Ιεράς εξέτασης-, το ξεχωριστό ταλέντο του τον διατήρησε στη θέση του ζωγράφου της αυλής και κατά την επάνοδο του απολυταρχικού καθεστώτος στην Ισπανία.
Το 1819, μετακόμισε στη Μαδρίτη και η υγεία του σταδιακά επιβαρύνεται. Η τέχνη του γίνεται πιο «σκοτεινή» και φιλοτεχνεί τους «μαύρους» πίνακες. Τα επόμενα χρόνια η πολιτική κατάσταση είναι τεταμένη και οι διώξεις των φιλελευθέρων και αντικαθεστωτικών στοιχείων αυξάνονται στην Ισπανία. Ο Γκόγια ζητάει άδεια μετακίνησης στην Γαλλία και μετακομίζει στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Μπορντώ, το μέρος που έμελλε να είναι και το τελευταίο καταφύγιο του.
Στις 16 Απριλίου του 1828, στο Μπορντό, σε ηλικία 82 ετών, ο Φρανσίσκο Γκόγια αφήνει την τελευταία του πνοή. Σχεδόν επτά δεκαετίες αργότερα, το 1901, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στη Μαδρίτη, όπου και θάφτηκαν στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, την οποία διακοσμούν οι νωπογραφίες του από το 1798.