Η Ευρώπη αντιμέτωπη με τον κίνδυνο ιαπωνοποίησης


Με πάνω από $10 τρισ. ομολόγων να έχουν αρνητική απόδοση σε όλο τον κόσμο, είναι ξεκάθαρο ότι είμαστε σε εποχή αποπληθωρισμού. Οι επενδυτές και οι φορείς άσκησης πολιτικής έχουν δίκιο να ανησυχούν ότι η παγκόσμια οικονομία επιβραδύνεται πολύ πιο γρήγορα από ό,τι προέβλεπαν πριν από την αρχή της χρονιάς.

O νικητής στην κούρσα καταβύθισης των γερμανικών και ιαπωνικών 10ετών ομολόγων στο σύμπαν των αρνητικών αποδόσεων είναι προς το παρόν η Ιαπωνία, με απόδοση -0,08% την Τρίτη (έναντι -0,03% της Γερμανίας). Eντούτοις, το νούμερο του γερμανικού ομολόγου δεν είναι πολύ μακριά από το -0,19% το οποίο πέτυχε τον Ιούλιο του 2016, όταν η διαρθρωτική οικονομική στασιμότητα (secular stagnation) βρισκόταν στο επίκεντρο των οικονομικών σχολιαστών.

Toύτο στηρίζει την υπόθεση της «ιαπωνοποίησης» της ευρωζώνης. Φυσικά η εμπειρία της Ιαπωνίας ήταν μοναδική όσον αφορά το μέγεθος της ζημίας που προκλήθηκε από το σκάσιμο της «φούσκας» της αγοράς μετοχών και του real estate το 1990. Ωστόσο, άλλοι παραλληλισμοί, ειδικά όσον αφορά το δημογραφικό, προκαλούν προβληματισμό. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηρίξει κανείς ότι οι παραλληλισμοί ισχύουν για το σύνολο του ανεπτυγμένου κόσμου.

Στον απόηχο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η ανάπτυξη του τραπεζικού δανεισμού είναι υποτονική, επειδή τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και εταιρείες αποπληρώνουν πυρετωδώς χρέος παρά την πτώση των επιτοκίων. Πρόκειται για μια ύφεση ισολογισμού (balance sheet recession) σαν αυτή την οποία διέκρινε ο Ρίτσαρντ Κου του Nomura Research Institute στην ιαπωνική οικονομία μετά το σκάσιμο της «φούσκας».

Ακολουθώντας το ιαπωνικό παράδειγμα, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι εφάρμοσαν μια δημοσιονομική τόνωση μεγάλης κλίμακας καθώς και εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική. Όταν το χρέος του δημόσιου τομέα εκτοξεύτηκε, οι φορείς άσκησης πολιτικής επέστρεψαν στη δημοσιονομική ορθοδοξία, όπως είχαν κάνει επανειλημμένα οι Ιάπωνες από το 1990 και έπειτα. Το 2016, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες φαίνονταν ανήμπορες να αντιμετωπίσουν τη στασιμότητα. Ώσπου ήρθε ο Ντόναλντ Τραμπ για να προχωρήσει σε μια νέα δημοσιονομική τόνωση. Σε συνδυασμό με τα Abenomics στην Ιαπωνία και τη μεγάλη δημοσιονομική τόνωση στην Κίνα, ήταν κάτι που βοήθησε την παγκόσμια οικονομία να ανακάμψει.

Η σύγκριση δεν πρέπει να φτάσει πολύ μακριά, ειδικά σε σχέση με τις ΗΠΑ. Όπως επισημαίνει ο Άνταϊρ Τέρνερ σε πρόσφατο άρθρο για το Project Syndicate, το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ χρηματοδοτήθηκε από πωλήσεις ομολόγων στον ιδιωτικό τομέα, ενώ στην Κίνα η κεντρική τράπεζα χρηματοδότησε εμμέσως μεγάλες αγορές ομολόγων από εμπορικές τράπεζες. Στην Ιαπωνία, η αύξηση του δημόσιου χρέους χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου από την κεντρική τράπεζα.

Eπιπλέον, η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς ομολόγου που βρίσκεται στο 2,48% είναι αρκετά πάνω από το χαμηλό του 1,36% του Ιουλίου του 2016, σε αντίθεση με τον γερμανικό τίτλο. Αυτό αντανακλά ξεκάθαρα την απόκλιση ανάμεσα στις προοπτικές ανάπτυξης των ΗΠΑ και της ευρωζώνης.

Είναι πιο ισχυρό το επιχείρημα για την ιαπωνοποίηση της Κίνας, η οποία είναι πλέον αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη πτώση του πληθυσμού εδώ και πολλούς αιώνες ως απόρροια τριών δεκαετιών της πολιτικής του «ενός παιδιού» και της πτώσης των ποσοστών γονιμότητας. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου Διεθνούς Χρηματοοικονομικής (IIF), ο πληθυσμός της Κίνας έχει αυξηθεί με ρυθμό 0,5% από το 2005 και έπειτα, έναντι 1,3% τη δεκαετία του 1980 και 1990. Η απόφαση να διακοπεί η πολιτική του ενός παιδιού το 2013 είχε μόνο περιορισμένο αντίκτυπο και είναι πιθανό να αναστρέψει αυτή την πτωτική τάση.

Το IIF, βασιζόμενο σε στοιχεία του ΟΗΕ, υποστηρίζει ότι το ποσοστό του εργαζόμενου πληθυσμού έχει υποχωρήσει από το 2010 και ως το 2030 θα έχει πέσει περισσότερο από ό,τι στις ώριμες αγορές. Οι ηλικιωμένοι, τώρα περίπου στο 10% του πληθυσμού, θα ξεπεράσουν το 20% το 2035. Το δημογραφικό αποτελεί συνεπώς σημαντικό πρόβλημα στην προσπάθεια του Πεκίνου να απομακρύνει την οικονομία από τις επενδύσεις και προς την κατανάλωση.

Στην πραγματικότητα, το ποσοστό αποταμίευσης έχει ήδη υποχωρήσει από το ιστορικό υψηλό του 42% του διαθέσιμου εισοδήματος το 2020 σε λιγότερο από 35% πέρυσι.

Στο παρελθόν, η αστικοποίηση της Κίνας συνέβαλε στην παραγωγικότητα. Αλλά αυτή η αντιστάθμιση του αρνητικού αντίκτυπου της γήρανσης του πληθωρισμού στην οικονομική ανάπτυξη έχει εξασθενήσει, με τον αριθμό των νέων ανθρώπων που μένουν σε αγροτικές περιοχές να φθίνει διαρκώς. Το αποτέλεσμα είναι πως η ζήτηση για κατοικίες, η οποία αποτέλεσε κινητήριο μοχλό για την ανάπτυξη στην Κίνα, θα βρεθεί υπό πίεση.

Όλες οι μεγάλες οικονομίες του κόσμου αντιμετωπίζουν προβλήματα με την πιο αργή ανάπτυξη. Το μάθημα της διαχείρισης της κρίσης είναι πως μόνο μια ευρεία δημοσιονομική τόνωση μπορεί να αποτελέσει ικανοποιητικό φάρμακο. Ωστόσο, η Ιαπωνία έχει δεσμευτεί να αυξήσει τον φόρο κατανάλωσης την επόμενη χρονιά. Η γερμανική δημοσιονομική συμπεριφορά παραμένει πεισματικά ορθόδοξη, ενώ η πολιτική της δημοσιονομικής επέκτασης στις ΗΠΑ και αλλού ενέχει ρίσκα.

Η λύση που προκρίνει ο Άνταϊρ Τέρνερ για την επιβράδυνση της ανάπτυξης είναι μια προσεκτικά ελεγχόμενη νομισματική χρηματοδότηση των αυξημένων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Το επιχείρημα του είναι ισχυρό, αλλά μπορεί να χρειαστεί ένα πιο ακραίο σενάριο αποπληθωρισμού, για να πειστούν οι φορείς άσκησης πολιτικής στη Δύση να υιοθετήσουν ένα τέτοιο ριζοσπαστικό βήμα.

Του John Plender

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ