Λένε πως ο Τίμων ήταν ένας Αθηναίος του 5ου αιώνα π.Χ., που έγινε μισάνθρωπος εξαιτίας της αχαριστίας των φίλων του!!
Ήταν γιος του Εχεκρατίδη, από εύπορη οικογένεια και έζησε στους χρόνους του Πελοποννησιακού πολέμου. Σπούδασε φιλοσοφία, αλλά όταν διαπίστωσε την ηθική κατάπτωση των συγχρόνων του, κατελήφθη από μίσος για την ανθρωπότητα και έζησε απομονωμένος στους πρόποδες του Υμηττού, έχοντας σύνοικό του κάποιον Απέναντο, που τον είχε ακολουθήσει στη μοναχική ζωή του.
Λέγεται πως ανακάλυψε αργότερα έναν κρυμμένο θησαυρό, κι όταν οι φίλοι του, που δελεάστηκαν απ’ αυτό, προσπάθησαν να τον προσεγγίσουν και πάλι, εκείνος τους έδιωξε με χλευασμούς. Μέρος της ιστορίας του αφηγείται ο Πλούταρχος στο βίο του Αντωνίου. Η ανακάλυψη του θησαυρού ίσως να είναι επινόηση του Λουκιανού, που παρουσιάζε τον Τίμωνα στον ομώνυμο διάλογό του.
Υπήρχαν πολλά ανέκδοτα σχετικά με τη μισανθρωπία του. Κάποτε, ενώ γιόρταζε τις «επιτάφιες σπονδές» μαζί με τον σύνοικό του Απέναντο, ο σύντροφός του τού είπε πως το γεύμα τους ήταν πολύ ευχάριστο κι ο Τίμων απάντησε: «Θα ήταν ακόμη πιο ευχάριστο αν δεν παρακαθόσουν και συ σ’ αυτό».
Άλλοτε πάλι εμφανίστηκε στην εκκλησία του δήμου, κι η εμφάνισή του προκάλεσε τη γενική σιγή. Τότε εκείνος είπε: «Άνδρες Αθηναίοι, έχω ενά μικρό αγρό, όπου υπάρχει μια συκιά. Στο δέντρο αυτό έχουν κρεμαστεί έως τώρα πολλοί Αθηναίοι. Επειδή αποφάσισα να χτίσω στο οικόπεδο αυτό, ειδοποιώ να τρέξουν όσοι επιθυμούν να κρεμαστούν, πριν κόψω τη συκιά».
Λέγεται πως πέθανε από γάγγραινα, γιατί αρνήθηκε να δεχτεί το γιατρό όταν έπεσε από μια αγριοαχλαδιά και χτύπησε.
Ο τάφος του βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, στο δρόμο που οδηγούσε από τον Πειραιά στο Σούνιο. Στον παραμελημένο τάφο του, που ήταν γεμάτος τσουκνίδες και βάτα, υπήρχε μια επιγραφή που είχε συνθέσει ο ίδιος: «Αφήνοντας την άθλια ζωή, κοιμούμαι σ’ αυτό τον τάφο. Μη ζητήσεις να μάθεις το όνομά μου, αλλά πήγαινε στο διάβολο! (ες κόρακας)».
Αυτά, λοιπόν, με τον Τίμωνα τον Αθηναίο!