Η συμμετοχή της Κύπρου στα συγκεκριμένα προγράμματα εκτιμάται ότι θα συμβάλει στον εκσυγχρονισμό των Ένοπλων Δυνάμεων, την ενίσχυση της διαλειτουργικότητας με το ΝΑΤΟ, καθώς και την περαιτέρω ενδυνάμωση των σχέσεων ασφαλείας μεταξύ της Ουάσινγκτον και της Λευκωσίας.
Προεδρική Απόφαση (presidential determination) για την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε τρία αμυντικά προγράμματα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής υπέγραψε απόψε (15/01) ο Αμερικανός Πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν. Οι Προεδρικές Αποφάσεις που υπογράφονται από τον εκάστοτε ένοικο του Λευκού Οίκου, έχουν ισχύ νόμου.
Η συμμετοχή της Κύπρου στα συγκεκριμένα προγράμματα εκτιμάται ότι θα συμβάλει στον εκσυγχρονισμό των κυπριακών Ένοπλων Δυνάμεων, την ενίσχυση της διαλειτουργικότητας με το ΝΑΤΟ, καθώς και την περαιτέρω ενδυνάμωση των σχέσεων ασφαλείας μεταξύ της Ουάσινγκτον και της Λευκωσίας.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για μία στρατηγική απόφαση του Λευκού Οίκου, που θα επιτρέψει για πρώτη φορά την ένταξη της Κύπρου στα εξής προγράμματα:
Πρόγραμμα Διεθνών Πωλήσεων Στρατιωτικού Υλικού (FMS).
Πρόγραμμα παροχής Πλεονάζοντος Αμυντικού Υλικού (EDA).
Προγράμματα που προσφέρουν εκπαίδευση και εξοπλισμό στις δυνάμεις ασφαλείας ξένων χωρών (Title 10 Security Assistance Programs).
Πηγές στην Ουάσιγκτον υπογραμμίζουν ότι η συγκεκριμένη Προεδρική Απόφαση συνιστά έμπρακτη αναγνώριση του κρίσιμου περιφερειακού ρόλου που επιτελεί η Κύπρος στον τομέα της ασφάλειας. Όπως επισημαίνουν, η συγκεκριμένη εξέλιξη αποτελεί ένα ακόμα ιστορικό βήμα στην αναβάθμιση των αμυντικών σχέσεων μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Λευκωσίας.
Τυπικά, η Κύπρος δεν θα μπορούσε να συμμετέχει στα συγκεκριμένα πρόγραμμα λόγω του γεγονότος ότι δεν έχει επιτευχθεί ακόμα η μόνιμή άρση του εμπάργκο πώλησης όπλων (περιορισμοί ITAR), κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει μέσω ψηφοφορίας στο Κογκρέσο. Ωστόσο, οι δικηγόροι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχουν εκτιμήσει ότι ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών μπορεί να εντάξει την Κύπρο σε αυτά τα προγράμματα μέσω Προεδρικής Απόφασης παρά το γεγονός ότι η Κύπρος εξακολουθεί να υφίσταται τους περιορισμούς.
Πρόγραμμα Διεθνών Πωλήσεων Στρατιωτικού Υλικού (FMS)
Το πρόγραμμα Διεθνών Πωλήσεων Στρατιωτικού Υλικού (FMS) είναι ένα πρόγραμμα που υλοποιείται σε διακυβερνητικό επίπεδο (government–to–government) και στην ουσία επιτρέπει στην αμερικανική κυβέρνηση να εγκρίνει τη μεταφορά αμυντικού εξοπλισμού, υπηρεσιών και εκπαιδεύσεων σε ξένες χώρες.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξετάζει και εγκρίνει τις εκάστοτε περιπτώσεις διεθνών πωλήσεων στρατιωτικού υλικού και στη συνέχεια, η Υπηρεσία Συνεργασίας για την Ασφάλεια στην Άμυνα, η οποία υπάγεται στο αμερικανικό Υπουργείο Άμυνας, προχωρεί στην υλοποίηση αυτών.
Ο Πρόεδρος καθορίζει εάν μια χώρα είναι επιλέξιμη για συμμετοχή στο πρόγραμμα FMS.
Ο Υπουργός Εξωτερικών αποφασίζει αν θα στηρίξει μία πώληση και σε ποιο βαθμό.
Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί το σύστημα εξαγορών του Υπουργείου Άμυνας για να αγοράσει τον εξοπλισμό.
Η κυβέρνηση και η τρίτη κυβέρνηση υπογράφουν Επιστολή Προσφοράς και Αποδοχής (LOA).
Πρόγραμμα Πλεονάζοντος Αμυντικού Υλικού (EDA)
Το συγκεκριμένο πρόγραμμα δίνει την δυνατότητα σε τρίτες χώρες να λαμβάνουν αμυντικό υλικό των αμερικανικών Ένοπλων Δυνάμεων το οποίο έχει κριθεί πλεονάζον από το Υπουργείο Άμυνας.
Αυτός ο πλεονάζον εξοπλισμός μπορεί να δοθεί με μειωμένο ή μηδενικό κόστος σε επιλέξιμες ξένες χώρες εάν κριθεί ότι κάτι τέτοιο εξυπηρετεί τους στόχους εθνικής ασφαλείας και εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών. Στόχος αυτού του προγράμματος είναι οι ΗΠΑ να βοηθήσουν κρίσιμους εταίρους να εκσυγχρονίσουν τις Ένοπλες Δυνάμεις τους, ενισχύοντας παράλληλα τη διαλειτουργικότητα τους.
Προγράμματα Βοήθειας Ασφαλείας του Τίτλου 10
Πρόκειται για προγράμματα που παρέχουν εκπαίδευση και εξοπλισμό σε τρίτες χώρες για να βοηθήσουν στην ανάπτυξη νέων δυνατοτήτων και ικανοτήτων από τις δυνάμεις ασφαλείας τους. Η ευθύνη της διαχείρισης των συγκεκριμένων προγραμμάτων βρίσκεται στο αμερικανικό Υπουργείο Άμυνας και στόχος είναι η προώθηση των συμφερόντων ασφαλείας της Ουάσινγκτον.
Το συγκεκριμένο πρόγραμμα έχει ως στόχο:
Την παροχή βοήθειας σε τρίτες χώρες ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις απειλές και να συμμετέχουν σε κοινές αποστολές και προσπάθειες.
Τη δημιουργία σχέσεων που προωθούν τα συμφέροντα ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τη παροχή πρόσβασης σε τρίτες Ένοπλες Δυνάμεις σε καιρό ειρήνης και τη δυνατότητα επιχειρήσεων έκτακτης ανάγκης.