Η μεγαλύτερη και πιο φρικτή δολοφονία στην Ελλάδα: Ήταν 23 Αυγούστου του 1909. Στο χωριό Καλοκαιρινιές στα Κύθηρα κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι εκείνη την ηλιόλουστη μέρα θα γραφόταν μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της εγκληματολογίας
Ο Αντώνης Αρώνης–Λαγωνάρης, τσαγκάρης στο επάγγελμα και ονομαστός στην περιοχή για τα στιβάνια του, που ζούσε στα Γεακιτιάνικα του χωριού Αρωνιάδικα, σκότωσε εν ψυχρώ δεκαπέντε άτομα.
Ο Λαγωνάρης, που ήταν επίσης περιζήτητος οργανοπαίχτης στα πανηγύρια των γύρω χωριών, απολάμβανε την εκτίμηση των συγχωριανών του και γενικώς ήταν ένα αγαπητό πρόσωπο στο νησί. Όλα άλλαξαν όμως, όταν μία από τις πελάτισσές του, αρνήθηκε να τον πληρώσει.
Εκείνος την επισκέφτηκε στο σπίτι της, ζητώντας τα λεφτά του και τελικά, μετά από τα πολλά, αυτή δέχτηκε να του δώσει όσα του χρωστούσε. Του προσέφερε μάλιστα και το παραδοσιακό κέρασμα ως ένδειξη συμφιλίωσης.
Τη στιγμή εκείνη όμως, ο σύζυγός της επέστρεψε και παρεξηγώντας την παρουσία του Λαγωνάρη στο σπίτι του, τον ξυλοκόπησε άγρια. Πολλοί λένε ότι το ζευγάρι είχε στήσει το σκηνικό, προκειμένου να γλιτώσει την πληρωμή.
Αλλά αυτό είχε ως συνέπεια να αρχίσουν τα κουτσομπολιά, που έκαναν τους ανθρώπους να αποφεύγουν τον Αντώνη και τις υπηρεσίες του, γιατί όλοι φοβούνταν πως θα αποπλανήσει τις γυναίκες τους.
Απογοητευμένος εκείνος και μην μπορώντας πια να εξασφαλίσει ούτε τα προς το ζην, κατέληξε στην Αθήνα. Στην αρχή, έπιασε δουλειά σε ένα τσαγκαράδικο ενός συντοπίτη του, αλλά κι εκεί κάποιοι συνάδελφοί του, επειδή φθονούσαν την τέχνη του, τού έστησαν μία ακόμα παγίδα. Έριξαν λοιπόν στον σάκο του μερικά εργαλεία του αφεντικού του και στη συνέχεια τον κατηγόρησαν για κλοπή.
Το αφεντικό του θέλησε να τον συγχωρέσει, όμως η γυναίκα του επέμενε για την ενοχή του και έτσι του έκαναν μήνυση, οπότε ο Λαγωνάρης κατέληξε για σύντομο διάστημα στις φυλακές. Όταν αποφυλακίστηκε βρήκε και πάλι δουλειά, αλλά για άγνωστο λόγο απολύθηκε και πάλι. Πλέον, η αδικία τον έπνιγε και η οργή τον είχε κατακλύσει. Το μόνο που ζητούσε πια ήταν εκδίκηση. Έτσι, πήρε την απόφαση να επιστρέψει στα Κύθηρα.
Ο πληγωμένος Αντώνης ήθελε να τιμωρήσει τους κατοίκους του χωριού Πιτσινιάνικα -το χωριό του αφεντικού του από την Αθήνα, που τον είχε απολύσει τόσο άδικα. Ωστόσο, από τύχη βρέθηκε στις Καλοκαιρινές.
Τη μέρα εκείνη όλο το χωριό θα πήγαινε σε μια βάπτιση. Εκείνος χτύπησε τις καμπάνες, οι κάτοικοι βγήκαν στους δρόμους και τότε άρχισε με ένα μαχαίρι να επιτίθεται στους περαστικούς, τυφλωμένος από τον θυμό.
Σύμφωνα με άρθρο του 1989, του Δημητρίου Βασιλόπουλου «πληροφορίες τον θέλουν να εργάζεται κατά την περίοδο του φονικού στην κατεργασία του λιναριού (που γινόταν με το στόμα) γι’ αυτό και πιστεύεται ότι αυτό που επακολούθησε έγινε κάτω από την επίδραση παραισθησιογόνου ουσίας, που υπάρχει σ’ αυτό το φυτό».
Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Λαγωνάρης εκείνη τη μέρα σκότωσε δεκαπέντε άτομα, μεταξύ των οποίων και μια έγκυο γυναίκα με τα δυο παιδιά της. Την αιματοχυσία σταμάτησε ο παπάς του χωριού, ο οποίος θεωρώντας, όπως κι όλοι οι υπόλοιποι, ότι πρόκειται για κάποιον από τους πειρατές που συχνά εφορμούσαν στο νησί, τον πυροβόλησε χωρίς να τον σκοτώσει.
Εκείνος μέσα στον χαμό κατάφερε να επιστρέψει στο σπίτι του. Στον δρόμο, κυριευμένος από τη μανία του, προσπάθησε να σκοτώσει άλλα δύο άτομα, αλλά το μαχαίρι του είχε κολλήσει στη θήκη και ευτυχώς οι διαβάτες στάθηκαν τυχεροί. Ο Λαγωνάρης ανέβηκε στην ταράτσα του σπιτιού, όπου πέρασε όλη τη νύχτα, μέχρι που μια γειτόνισσα, βλέποντας την πλάτη του γεμάτη αίματα, ειδοποίησε τις Αρχές.
Ο δράστης συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές του Ναυπλίου, όπου έγινε η δίκη του. Κανονικά θα έπρεπε να είχε καταδικαστεί σε θάνατο, σύμφωνα με τον νόμο της εποχής όμως τελικά έλαβε ποινή ισόβιας κάθειρξης, με την προϋπόθεση ότι θα γίνει ο ίδιος δήμιος. Αυτή η απόφαση φαίνεται πως οφειλόταν στον μεγάλο αριθμό των θυμάτων του.
Μέσα στη φυλακή, διέπραξε ακόμα μια δολοφονία και απέκτησε το παρατσούκλι ο «Καπετάν δεκαέξι». Πιθανολογείται ότι το θύμα του ήταν από τη Μάνη, όπου οι υπόλοιποι Μανιάτες συγκρατούμενοί του αποφάσισαν να πάρουν εκδίκηση για τον θάνατο του συμπατριώτη τους. Έτσι, συνεννοήθηκαν με τον κουρέα των φυλακών, ο οποίος τελικά κατάσφαξε με το ξυράφι του τον Λαγωνάρη.
Η ιστορία του επέζησε στη λαϊκή μνήμη. Έγινε ακόμα και τραγούδι, το οποίο οι άνθρωποι έλεγαν για χρόνια στα Κύθηρα. «Πάνω στις Καλοκαιρινές τη μέγα πολιτεία. ο Λαγωνάρης έκαμε μέγα ματοχυσία! Πάνω στις Καλοκαιρινές αγνάντια στον Πονέντε ο Λαγωνάρης έσφαξε άτομα δεκαπέντε», λένε οι στίχοι, αν και μάλλον όπως αποδεικνύεται από τις ληξιαρχικές πράξεις, αυτοί που τελικά πέθαναν από το μαχαίρι του ήταν εφτά ή οχτώ άτομα, μαζί με το αγέννητο παιδί της Ρόζας Βλαντή.