Σε κανέναν δεν αρέσει να τον κατσαδιάζουν, δηλαδή να τον επιπλήττουν αυστηρά, ακόμα κι όταν όντως του αξίζει η κατσάδα – θα έλεγα ειδικά όταν του αξίζει η επίπληξη για λάθη ή παραλείψεις.
Ο όρος παράγεται από τη βενετική λέξη “cazzada”, που αρχικά σημαίνει την εκδίωξη, την καταδίωξη, από το λατινικό “capto”, δηλαδή “κυνηγώ, θηρεύω”. Συνώνυμο της κατσάδας είναι και η λέξη “εξάψαλμος”: κυριολεκτικά, ο εξάψαλμος είναι μια σειρά έξι ψαλμών που διαβάζονται κατά την ακολουθία του Όρθρου, μεταφορικά όμως είναι μια σειρά αυστηροτάτων παρατηρήσεων, δηλαδή η κατσάδα.
Να σημειώσουμε πως όταν κάποιος δεν έχει κάνει κάτι αξιόμεμπτο και τρώει την κατσάδα αδίκως, η κατάσταση δεν είναι και τόσο ενοχλητική, διότι ανά πάσα στιγμή έχει, αν όχι τη δυνατότητα, τουλάχιστον το δικαίωμα να εκραγεί, να αντιμιλήσει, να βάλει τον κατσαδιάζοντα στη θέση του.
Όταν όμως όντως έχουμε συλληφθεί κλέπτοντες οπώρας, όταν μας έχουν τσακώσει με το χέρι μέσα στο βάζο με το γλυκό, όταν την έχουμε κάνει την πατάτα, που λένε, όταν έχουμε αδρανήσει αδικαιολόγητα, ή όταν οι προθέσεις μας είναι καλές, αλλά οι πράξεις μας άστοχες, από τεμπελιά, τσαπατσουλιά, αδιαφορία ή βλακεία, έ, τότε, η κατσάδα που τρώμε δικαίως, μας τσούζει και δυσκολευόμαστε να τη χωνέψουμε.
Οι βρισιές, από μέσα μας, δεν ωφελούν – καλύτερα είναι να μην ξαναδώσουμε δικαίωμα στον οποιοδήποτε να μας κατσαδιάσει αφενός, και να του την έχουμε στημένη αφετέρου, ώστε όταν αυτός ολιγωρήσει, να τον κατσαδιάσουμε εμείς.