Η λέξη ευειδής είναι επίθετο που προέρχεται από την αρχαία ελληνική γλώσσα και αποτελείται από δύο συνθετικά: το ευ- που σημαίνει καλός ή ωραίος και το -είδης που σχετίζεται με το είδος ή εμφάνιση. Η κυριολεκτική της έννοια είναι αυτός που έχει καλή εμφάνιση ή ο καλλίμορφος.
Στην καθομιλουμένη, η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που είναι όμορφο, χαριτωμένο ή ευχάριστο στην όψη, αλλά συνήθως χρησιμοποιείται με πιο λόγιο ύφος, καθιστώντας την λιγότερο συχνή στη σύγχρονη καθημερινή γλώσσα.
Παράγωγες έννοιες και χρήση στη γλώσσα
Η λέξη ευειδής μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για ανθρώπους όσο και για αντικείμενα ή φαινόμενα που χαρακτηρίζονται από ευχάριστη εμφάνιση. Συχνά, η χρήση της έχει μια θετική ή ακόμα και λογοτεχνική χροιά. Είναι συνώνυμο με λέξεις όπως όμορφος, καλαίσθητος, χαριτωμένος και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προσδώσει ποιητικότητα ή να εντυπωσιάσει.
Παράδειγμα χρήσης
- Σε λογοτεχνικό πλαίσιο:
- Η ευειδής μορφή της νεαρής πριγκίπισσας έκλεψε τις καρδιές όλων στο βασίλειο.
- Σε αυτό το παράδειγμα, η λέξη ευειδής τονίζει την ομορφιά της πριγκίπισσας με ένα λογοτεχνικό και κομψό τρόπο.
- Στην καθημερινή χρήση (σπανιότερα):
- Το άγαλμα του Δία ήταν ευειδές, εντυπωσιακό στην ομορφιά του και την λεπτομέρεια της κατασκευής.
- Στην εν λόγω πρόταση, περιγράφεται ένα άγαλμα με έντονη καλλιτεχνική αξία και αισθητική, προσδίδοντας μια αίσθηση τελειότητας και αρμονίας στην εμφάνισή του.
- Σε ποιητική έκφραση:
- Η αυγή έριξε το ευειδές της φως πάνω στις κορυφές των βουνών.
- Εδώ, η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει το φως της αυγής με έναν τρόπο που υποδηλώνει ομορφιά και γαλήνη.