Η δωρεά οργάνων είναι μια ανιδιοτελής πράξη αγάπης και αλληλεγγύης που μπορεί να αλλάξει ριζικά τη ζωή ασθενών που αντιμετωπίζουν σοβαρές ή θανατηφόρες ασθένειες.
Της: Έπης Τρίμη
Στην Ελλάδα, η δωρεά οργάνων προσφέρει μια δεύτερη ευκαιρία ζωής σε ανθρώπους που περιμένουν μεταμοσχεύσεις για να επιβιώσουν. Το να προσφέρεις τα όργανά σου μετά τον θάνατό σου ή ακόμα και όσο είσαι ζωντανός, είναι πράξη που μπορεί να σώσει πολλές ζωές.
Στην Ελλάδα, για να γίνει κάποιος δότης οργάνων, δεν είναι απαραίτητο να έχει φυσική κάρτα δωρητή, όπως συμβαίνει σε κάποιες άλλες χώρες. Η διαδικασία είναι απλούστερη και βασίζεται στο Μητρώο Δωρητών του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Αυτό σημαίνει ότι η επιθυμία σας να γίνετε δότης οργάνων καταγράφεται ηλεκτρονικά και δεν απαιτείται η ύπαρξη κάρτας για να σας εντοπίσουν.
Το πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί στη χώρα μας εγγυάται την ασφάλεια και τη διαφάνεια της διαδικασίας, ενώ συνεχίζεται η προσπάθεια για περισσότερη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού.
Η δωρεά οργάνων ως «δώρο ζωής»
Η μεταμόσχευση οργάνων είναι το τελικό στάδιο θεραπείας για ασθενείς που πάσχουν από τελικού σταδίου ανεπάρκεια ζωτικών οργάνων. Οι εν λόγω ασθενείς δεν έχουν άλλη επιλογή παρά την μεταμόσχευση, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αν υπάρξει κατάλληλος δότης. Η δωρεά οργάνων είναι κυριολεκτικά «δώρο ζωής» αφού κάθε μεταμόσχευση όχι μόνο σώζει έναν ασθενή αλλά βελτιώνει τη ζωή του κατά πολύ, προσφέροντας ελπίδα σε οικογένειες και κοινότητες που περιμένουν ένα θαύμα.
Ποιοι μπορούν να γίνουν δότες οργάνων
- Ζώντες δότες: Μπορούν να γίνουν άτομα που πληρούν τα ιατρικά κριτήρια για να δωρίσουν ορισμένα όργανα, όπως ένας νεφρός ή τμήμα του ήπατος, ενώ παραμένουν υγιείς και ασφαλείς μετά τη δωρεά. Συνήθως πρόκειται για συγγενείς πρώτου βαθμού του λήπτη, αλλά και άτομα εκτός συγγένειας μπορούν να γίνουν δωρητές υπό ειδικές συνθήκες.
- Αποβιώσαντες δότες: Όταν ένα άτομο δηλωθεί εγκεφαλικά νεκρός τα όργανά του μπορούν να δωρηθούν εφόσον πληρούνται οι κατάλληλες συνθήκες. Για να θεωρηθεί κάποιος κατάλληλος δότης, πρέπει να έχει αναγνωριστεί και διαπιστωθεί εγκεφαλικός θάνατος από ανεξάρτητους γιατρούς και να υπάρχει συγκατάθεση της οικογένειας, αν ο ίδιος ο δότης δεν έχει δηλώσει πρότερη συγκατάθεση.
Ποιοι δεν μπορούν να γίνουν δότες
Άτομα με σοβαρά προβλήματα υγείας που επηρεάζουν τα όργανα τους (π.χ. κακοήθεις νεοπλασίες, ανίατες λοιμώξεις) ή ασθενείς που πάσχουν από νοσήματα που μπορεί να μεταδοθούν, όπως HIV ή ενεργή φυματίωση, δεν μπορούν να γίνουν δότες. Επίσης, η ηλικία και η γενική υγεία του ατόμου παίζουν ρόλο στη δυνατότητα να γίνει δότης, με την εξαίρεση των ατόμων που πληρούν αυστηρά ιατρικά κριτήρια.
Δικλείδες ασφαλείας στη διαδικασία δωρεάς οργάνων
Η διαδικασία δωρεάς οργάνων στην Ελλάδα είναι πλήρως ρυθμιζόμενη από τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Μερικά από τα βασικά μέτρα ασφαλείας περιλαμβάνουν:
- Διασφάλιση εγκεφαλικού θανάτου: Ο εγκεφαλικός θάνατος πρέπει να διαγνωστεί από ανεξάρτητη ομάδα ιατρών, ώστε να αποφεύγονται λάθη και να προστατεύεται η ακεραιότητα της διαδικασίας.
- Συγκατάθεση οικογένειας: Ακόμη και αν ο δότης έχει δηλώσει ότι επιθυμεί να δωρίσει τα όργανά του, η τελική απόφαση ανήκει στην οικογένεια. Αυτό διασφαλίζει τη συναίνεση όλων των εμπλεκομένων.
- Ιατρικός έλεγχος: Πριν τη δωρεά, οι γιατροί κάνουν λεπτομερείς εξετάσεις στα όργανα του δότη για να διασφαλίσουν ότι είναι κατάλληλα για μεταμόσχευση και δεν θα προκαλέσουν επιπλοκές στον λήπτη.
Ποιος θεωρείται εγκεφαλικά νεκρός;
Ο όρος εγκεφαλικά νεκρός χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση στην οποία ο εγκέφαλος έχει υποστεί πλήρη και μη αναστρέψιμη βλάβη, με αποτέλεσμα την οριστική απώλεια όλων των εγκεφαλικών λειτουργιών. Αυτό σημαίνει ότι ο εγκέφαλος δεν μπορεί πλέον να ρυθμίζει καμία ζωτική λειτουργία του οργανισμού και δεν μπορεί να αποκατασταθεί. Το άτομο αυτό θεωρείται κλινικά νεκρό, παρόλο που η καρδιά μπορεί να συνεχίσει να χτυπά για λίγο, με τη βοήθεια μηχανικής υποστήριξης.
Για να διαπιστωθεί ο εγκεφαλικός θάνατος, πρέπει να πληρούνται αυστηρά κριτήρια από ειδικευμένους γιατρούς. Αυτά τα κριτήρια είναι:
- Πλήρης απουσία συνείδησης: Το άτομο δεν έχει καμία αντίδραση σε ερεθίσματα ή επαφή, ούτε μπορεί να επικοινωνήσει με το περιβάλλον του.
- Απουσία εγκεφαλικών αντανακλαστικών: Δεν εμφανίζεται καμία αντίδραση από τα εγκεφαλικά αντανακλαστικά, όπως αντανακλαστικά των ματιών (π.χ. αντανακλαστικό της κόρης του ματιού) ή αντανακλαστικά από την αναπνευστική οδό.
- Απουσία αυτόνομης αναπνοής: Το άτομο δεν είναι ικανό να αναπνεύσει χωρίς μηχανική υποστήριξη. Ο έλεγχος αυτός συνήθως γίνεται με το τεστ της αποσύνδεσης από τον αναπνευστήρα (apnea test), όπου παρατηρείται αν ο ασθενής προσπαθεί να αναπνεύσει όταν αφαιρείται προσωρινά η μηχανική υποστήριξη.
- Αιτιολογία της βλάβης: Πρέπει να υπάρχει σαφής αιτία που εξηγεί την εγκεφαλική βλάβη (π.χ. σοβαρή κρανιοεγκεφαλική κάκωση, αιμορραγία, ισχαιμία), ώστε να αποκλείονται άλλες αναστρέψιμες καταστάσεις (π.χ. υποθερμία ή δηλητηρίαση).
- Επιβεβαίωση από ανεξάρτητους γιατρούς: Η διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου πρέπει να επιβεβαιώνεται από δύο ανεξάρτητους γιατρούς, συνήθως νευρολόγους ή αναισθησιολόγους, οι οποίοι εφαρμόζουν τα ίδια κριτήρια και ακολουθούν συγκεκριμένες διαδικασίες.
Ο εγκεφαλικός θάνατος είναι μη αναστρέψιμος, και όταν επιβεβαιωθεί, το άτομο θεωρείται κλινικά νεκρό. Σε αυτή την περίπτωση, τα όργανα μπορούν να παραμείνουν λειτουργικά για λίγο, με τη βοήθεια μηχανικής υποστήριξης, καθιστώντας τον δότη κατάλληλο για μεταμόσχευση.