Έθιμα “θανάτου”: Στη χώρα μας και σε πολλές άλλες βέβαια, οι νεκροί, τα έθιμα και το τελετουργικό που συνόδευε τον θανόντα και τους οικείους, άγγιζε την ιερότητα
Κανόνες απαράβατοι που τείνουν να εξαλειφθούν ειδικά στις μεγαλουπόλεις.
Έθιμα, υπερβολικά σε κάποιες περιπτώσεις, όπου συμφωνούσες ή όχι, θα έπρεπε να τα τηρήσεις καθώς έτσι έδειχνες πως θρηνείς την απώλεια του δικού σου ανθρώπου. Βέβαια, τα έδειχνες στον κόσμο, καθώς – ως είθισται – αυτοί έκριναν αν πενθείς όσο πρέπει.
Τα συγκεκριμένα έθιμα είναι περασμένων δεκαετιών, μεγαλώσαμε με αυτά, ενώ σήμερα τηρούνται κάποια από αυτά κυρίως σε χωριά της επαρχίας που έχουν περισσότερο στο μυαλό τους το τι θα πει ο κόσμος, παρά το πώς αισθάνονται οι ίδιοι.
Εννοείται πως υπάρχουν κι εκείνοι που βιώνουν διαφορετικά την απώλεια και τηρούν το δικό τους πρωτόκολλο πένθους σε ένδειξη πόνου και σεβασμού στον νεκρό.
Έθιμα “θανάτου”: Τα πένθιμα έθιμα
Αλλά ας θυμηθούμε παρακάτω κάποια έθιμα πένθους με τα οποία μεγαλώσαμε και θυμόμαστε με νοσταλγία τώρα που έχουμε μεγαλώσει. Έθιμα που ως μικρά παιδιά μάς ενοχλούσαν, αλλά τώρα ως ενήλικες αποτελούν μια γλυκιά ανάμνηση μιας άλλης νοσταλγικής εποχής. Αλλά, ευτυχώς με το πέρασμα των χρόνων σταμάτησαν να τα τηρούν με ευλάβεια και συνειδητοποιούν πως το πένθος και η διαχείρισή του είναι προσωπική υπόθεση και δεν μπαίνει σε… κοινωνικές προσταγές!
Ο νεκρός έπρεπε να είναι ντυμένος με ρούχα άπιαστα, δηλαδή καινούρια, να μην έχουν ξαναφορεθεί. Παλαιότερα το νεκρό άντρα τον έντυναν με τη βράκα, ενώ την γυναίκα με τα βρακιά. Αν πέθαινε ανύπαντρη κοπέλα, της φορούσαν πέπλο. Το νεκρό τον τύλιγαν με ένα σεντόνι και τον τοποθετούσαν στο πάτωμα, στο κέντρο του δωματίου με τα πόδια προς τον Προφήτη Ηλία. Για το νεκρό έραβαν ένα μαξιλαράκι, μέσα στο οποίο έβαζαν λουλούδια αγιότικα, δηλαδή ξερά λουλούδια παρμένα από την Παναγιά.
Τα ραπτικά που χρησιμοποιούσαν (ψαλίδι, κλωστή, βελόνα) έπρεπε να μπουν μαζί με το νεκρό. Απαραίτητη θεωρούνταν και θεωρείται η κάλυψη όλων των καθρεφτών με ένα πανί. Ήταν απαραίτητο για το θανόντα να μείνει την τελευταία νύχτα στο σπίτι του, όπου τον ξαγρυπνούσαν συγγενείς, γείτονες και φίλοι. Οι άνδρες ξενυχτούσαν στο καφενείο και οι γυναίκες στο σπίτι μαζί με το νεκρό. Κατά τη διάρκεια της αγρύπνιας κερνούσαν καφέ, στραγάλια με σταφίδες και φρούτα της εποχής.
Φέρετρα δεν υπήρχαν παλιά. Υπήρχε ένα φέρετρο στο χωριό το οποίο κατείχε η εκκλησία και το δάνειζε. Όταν ήταν ώρα να βγει ο νεκρός από το σπίτι, για να μεταφερθεί στην εκκλησία, έφερναν το φέρετρο και τον τοποθετούσαν μέσα. Την ώρα που έβγαινε ο νεκρός από την πόρτα του σπιτιού, έριχναν ένα κουβά νερό και έσπαγαν ένα πιάτο ή ένα σταμνί, που σήμαινε πως ο νεκρός θα έπαιρνε μαζί του, στον τάφο, όλα τα κακά και τις πίκρες. Εθιμοτυπικό που γίνεται και σήμερα.
Την ώρα της ταφής έβγαζαν το νεκρό από το φέρετρο και τον έθαβαν με το σεντόνι. Την ώρα που τον έβαζαν μέσα στον τάφο, ο νεκροθάφτης τοποθετούσε πάνω στο στόμα του νεκρού ένα κομμάτι κεραμίδι, που συμβόλιζε πως, όπως έγινε χριστιανός με το βάπτισμα, πεθαίνει χριστιανός πιστεύοντας στην Αγία Τριάδα που, σύμφωνα με τον Άγιο Σπυρίδωνα, συμβολίζεται με το κεραμίδι που αποτελείται από χώμα, νερό και φωτιά.
Η οικογένεια του θανόντος απαγορευόταν να φάει κρέας για εννιά μέρες. Επίσης, για ένα χρόνο απαγορευόταν να φτιάξει γλυκά ή να δεχτεί γλυκά, γιατί θεωρούσαν πως έτσι κερνούσαν το χάρο. Αυτά είναι πιστεύω και των ημερών μας. Τέλος, αν ο θανών ήταν άνδρας, οι φίλοι του για να τον τιμήσουν δεν πήγαιναν στο καφενείο για μια εβδομάδα.
Δεν υπάρχει γωνία στην Ελλάδα όπου να μην έχει τραγουδηθεί αυτή η μαύρη και πικρή στιγμή του αγύριστου ταξιδιού, όπου οι σπαραχτικές κραυγές και τα θλιβερά και πικραμένα λόγια του μοιρολογιού να μην έχουν σχίσει τις καρδιές, χαροκαμένες ή μη.
Μαζί με τους συγγενείς και φίλους το νεκρό ξενυχτούσαν οι μοιρολογίστρες, ο αριθμός των οποίων εξαρτιόταν από τις γνωριμίες του νεκρού. Κάθονταν στο πάτωμα, μοιρασμένες οι μισές δεξιά του νεκρού και οι άλλες μισές αριστερά του, έβγαζαν τα μαντήλια, έλυναν τα μαλλιά τους, τα έριχναν μπροστά και άρχιζαν το μοιρολόι.
Άρχιζε η μία, συνήθως αυτή που ήξερε πολλά μοιρολόγια, και ακολουθούσαν οι άλλες. Οι υπόλοιποι, συγγενείς και φίλοι, κάθονταν γύρω από το νεκρό, μα δεν μοιρολογούσαν. Αν το άτομο ήταν νέο ή υπήρχε οικονομική δυνατότητα, καλούσαν επαγγελματίες που ήταν ξακουστές για το μοιρολόι τους.
Τηλεόραση
Αλήθεια, μπορείς να φανταστείς σήμερα τον εαυτό σου χωρίς τηλεόραση; Και μάλιστα για τόσες μέρες; Κι, όμως, τότε ήταν… απαράβατος νόμος: η τηλεόραση έκλεινε λόγω πένθους. Μάλιστα, κάποιοι έριχναν κι ένα πανί πάνω για να τη σκεπάσουν. Και να είναι η εποχή που έχει ξεκινήσει η “Τόλμη και Γοητεία”, όλοι έχουμε πάθει παράκρουση με τον Ριτζ, την Καρολάιν και τη Μπρουκ και η τηλεόραση να πρέπει να κλείσει γιατί πέθανε η γιαγιά. Βέβαια, μετά τις 40 μέρες άνοιγε, αλλά χαμήλωνε με το που ακουγόταν κάποιο τραγούδι. Ακόμη και σε διαφήμιση. Πανί, όμως, έβαζαν και στους καθρέφτες, ειδικά τη μέρα της κηδείας.
Μουσική και τραγούδια
Σίγουρα, για 40 μέρες τα τραγούδια απαγορεύονταν. Πολλοί, όμως, τηρούσαν για πολύ καιρό ακόμη το συγκεκριμένο έθιμο κι έκαναν μήνες να βάλουν ξανά μουσική στο σπίτι. Εδώ, υπήρχε μια λογική πως το τραγούδι είναι μορφή διασκέδασης και χαράς που δεν ταιριάζουν στο πένθος.
Ζαχαροπλαστική στο σπίτι μας
Το συγκεκριμένο ούτε ως παιδί, ούτε τώρα ως μεγάλη δεν κατάφερα ποτέ να το κατανοήσω. Στο σπίτι που είχαν πένθος, δεν έφτιαχναν γλυκά. Ίσως γιατί τα χρόνια εκείνα γλυκά έφτιαχναν μόνο σε γιορτές και όχι όπως σήμερα, ανά πάσα ώρα και στιγμή, οπότε θεωρούσαν ότι ήταν ένδειξη χαράς που δεν ταίριαζε με το πένθος; Μπορεί. Αυτό που θυμάμαι είναι πως χρυσώναμε τη μαμά για ένα κέικ, αλλά πήγαιναν στο βρόντο τα παρακάλια. Επίσης, για έναν χρόνο δεν έφτιαχναν τα γλυκά των μεγάλων εορτών: μελομακάρονα, κουραμπιέδες τα Χριστούγεννα, κουλούρια, τσουρέκια το Πάσχα. Υπήρχαν, όμως, οι γειτόνισσες και οι συγγενείς που από τις πρώτες μέρες του πένθους και όσο διαρκούσε, έφερναν γλυκά στο σπίτι.
Στολισμός
Μέχρι να συμπληρωθεί ένας χρόνος από τον θάνατο του δικού σου ανθρώπου, δεν στόλιζες τα Χριστούγεννα. Ούτε δέντρο, ούτε φωτάκια, ούτε τα γλυκά όπως αναφέραμε παραπάνω. Βέβαια, αν είχαν περάσει αρκετοί μήνες από τον θάνατο, και στο σπίτι υπήρχαν μικρά παιδιά, γινόταν μία εξαίρεση. Στόλιζαν μόνο το δέντρο και τα φωτάκια τα άναβαν για λίγο. Επίσης, ειδικά στα χωριά που είναι μια κλειστή κοινωνία, οι γονείς ενημέρωναν τα παιδιά ποια σπίτια πενθούν κι έτσι δεν περνούσαν να πούνε τα κάλαντα!
Αποχή από τη γιορτή του Πάσχα
Εντάξει, το συγκεκριμένο έθιμο ήταν από τα λίγα που ως παιδί κατανοούσα. Και μόνο η φράση “θα φάει ψητό αρνί” που υποδηλώνει χαρά και ικανοποίηση, δεν ταιριάζει με το πένθος. Οπότε, σε αυτές τις περιπτώσεις το φαγητό έμπαινε στον φούρνο, το Πάσχα το περνούσαμε κυρίως οικογενειακά χωρίς τραγούδια, ενώ πολλοί πενθούντες δεν πήγαιναν το βράδυ στην Ανάσταση. Ωστόσο, αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος, αφού την Ανάσταση έχουμε χαρά που αναστήθηκε ο Χριστός και σίγουρα το χαρμόσυνο αυτό νέο δε σηκώνει κανένα πένθος.
Μαύρο καλσόν
Οι γυναίκες φορούσαν μαύρα για έναν χρόνο. Με τον καιρό το διάστημα μειωνόταν στους 9 μήνες, στους 6 ή στους τρεις. Παλαιότερα φορούσαν και μαύρο καλσόν, ακόμα και μέσα στο καλοκαίρι. Αν επρόκειτο για χήρα, παλιά τα μαύρα τα φορούσε μέχρι το τέλος της ζωής της, ενώ αν ήταν μεγαλύτερης ηλικίας φορούσε και μαντήλι. Επίσης, την περίοδο του πένθους δεν μακιγιάρονταν, δεν έβαφαν τα νύχια, δεν φορούσαν κοσμήματα τύπου λευκές πέρλες.
Οι άνδρες, πάλι, φορούσαν για 40 μέρες μία μαύρη κορδέλα στο μπράτσο. Ή μαύρη γραβάτα. Κάποιοι για 40 μέρες δεν ξυρίζονταν, ούτε κουρεύονταν ως ένδειξη πένθους.
Οι προσκλήσεις για γάμους και βαφτίσεις εννοείται πως έρχονταν, αλλά λόγω πένθους δεν πήγαιναν. Επίσης, αν το πρόσωπο που είχε φύγει, ήταν κοντινό, αναβαλλόταν ο γάμος για έναν χρόνο, μέχρι δηλαδή να ξε-πενθήσουν! Επίσης, οι πενθούντες δεν πήγαιναν σε γιορτές ή πάρτι γενεθλίων, και δεν έκαναν – εννοείται – γιορτές και τραπεζώματα στο δικό τους σπίτι, λόγω πένθους.