Ο πρώιμος Μυκηναϊκός στρατός ήταν ένας από τους ισχυρότερους της εποχής του στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Βασική πηγή ισχύος του αποτελούσε το εκπαιδευμένο να μάχεται σε πυκνό σχηματισμό με μακρά δόρατα πεζικό του και τα ελαφρά άρματα κρούσης του.
Τα άρματα μάχης ήταν δίτροχα, ελαφράς μα στιβαρής κατασκευής και σύρονταν συνήθως από δύο ίππους, καμιά φορά και από τρεις. Σε κάθε άρμα επέβαιναν δύο άνδρες, ο πολεμιστής και ο ηνίοχος. Στην πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο ο Επέτης, ο πολεμιστής του άρματος, έφερε βαρύτατη πανοπλία τύπου Δενδρών, κράνος, μακριά λόγχη (έγχος) και σπαθί.
Οι ηνίοχοι μπορούσαν να φέρουν επίσης οπλισμό. Αυτί έφεραν κράνος και χοντρό μάλλινο χιτώνα, ο οποίος τους παρείχε στοιχειώδη προστασία από τα εχθρικά βλήματα. Ο Επέτης δεν έφερε ασπίδα. Η πανοπλία του ήταν τόσο ισχυρή και του παρείχε τόσο πλήρη σχεδόν προστασία ώστε να καθιστά τη χρήση της ασπίδας περιττή.
Τα άρματα μάχης τάσσονταν σε γραμμική διάταξη. Ενδεικτικό είναι το απόσπασμα της Ιλιάδας, στο οποίο εμφανίζεται ο πολύπειρος γέροντας βασιλιάς της Πύλου Νέστορας να καθοδηγεί τους αρματιστές: “Στους ιππείς πρώτα εντελόταν, τους διέταζε τους ίππους τους να συγκρατούν και να μη κλονίζουν την ομάδα. Μήτε κανείς στην ιπποσύνη και την ανδρεία έχοντας πεποίθηση μόνος εμπρός από τους άλλους να ορμά τους Τρώες για να μάχεται, μήτε να υποχωρεί, γιατί πιο ευάλωτοι θα είστε.
“Όποιος δε άνδρα από το δικό του όχημα σ’ έτερο φθάσει να τον κτυπήσει με το δόρυ του, επειδή πολύ καλύτερο είναι έτσι. Με αυτόν τον τρόπο οι παλιότεροι πόλεις και τείχη εκπορθούσαν, αυτόν τον νου και την ψυχή στα στήθη έχοντες” (Ιλιάδα, Δ 301-309).
Από το απόσπασμα αυτό μπορούν να εξαχθούν πολλά και χρήσιμα συμπεράσματα. Από ότι φαίνεται ήταν πρωταρχικής σημασίας ζήτημα η διατήρηση της τάξης του σχηματισμού. Ο Νέστωρ προτρέπει τους αρματιστές να διατηρήσουν πάση θυσία τους ζυγούς τους, χωρίς ατομικές εξάρσεις ηρωισμού, χωρίς δειλία. Όλα τα άρματα έπρεπε να κινηθούν συντεταγμένα κατά του εχθρού και να τον πλήξουν με τα δόρατα τους, όπως ακριβώς έπρατταν και στο παρελθόν οι πατέρες τους με επιτυχία. Κάνει λόγο δηλαδή για μαζική, οργανωμένη επέλαση.
Δεδομένου ότι κανείς ανατολίτικος στρατός της εποχής δεν διέθετε αντίστοιχο αρματικό δυναμικό ή κατάλληλα εξοπλισμένο και εκπαιδευμένο πεζικό να αντιμετωπίσει την επέλαση των ελαφρών μεν, ταχύτατων δε μυκηναϊκών αρμάτων κρούσης, πρέπει να θεωρείται βέβαιη η βαθιά η ψυχολογική επίδραση που είχε η επέλασή τους κατά των πολεμίων.
Εκείνη την περίοδο (16ος – 14ος αι. π.Χ.) από τους αντιπάλους των Μυκηναίων μόνο οι Χετταίοι και ελάχιστοι Σύροι υποτελείς ή σύμμαχοί τους διέθεταν άρματα κρούσης, άρματα δηλαδή που είχαν, όπως οι μεταγενέστεροι ιππότες, ως αποστολή την θραύση της εχθρικής παράταξης με την ταχύτητα την ορμή και τα όπλα τους. Οι περισσότεροι ανατολίτες και οι Αιγύπτιοι δεν διέθεταν άρματα κρούσης.
Οι αρματιστές τους είχαν ως κύριο όπλο το τόξο και δευτερευόντως το ακόντιο. Επίσης ουδείς έφερε τόσο βαριά θωράκιση ανάλογη με την μυκηναϊκή πανοπλία τύπου Δενδρών, ούτε φυσικά τα τρομακτικά έγχη, τις λόγχες μήκους 3 – 3,5 μ. όπως υπολογίζουν οι ειδικοί.
Τα μυκηναϊκά άρματα πιθανότατα σχηματίζονταν σε δύο ή περισσότερες γραμμές. Αναλόγως του αντιπάλου τα άρματα είτε επέλαυναν άμεσα εναντίον του, είτε ελίσσονταν και επιτίθονταν στα πλευρά της εχθρικής παράταξης. Το θέαμα της ορμητική επέλαση εκατοντάδων αρμάτων, με τους αναβάτες τους ντυμένους κυριολεκτικά στον χαλκό, με τα τεράστια δόρατα να πάλλονται, με τους άνδρες να κραυγάζουν και με τη σκόνη να σηκώνεται σαν σύννεφο πίσω τους, θα πρέπει να αποτελούσε σοβαρότατη δοκιμασία για το νευρικό σύστημα των αντιπάλων πεζών.
Οι θεωρούμενοι ως πλέον επίλεκτοι αρματιστές της εποχής, οι Χετταίοι, ήταν οπλισμένοι με κοντύτερα δόρατα, αν και τα άρματα τους έφεραν και τρίτο μέλος πληρώματος. Χρησιμοποιούσαν και αυτοί την τακτική της ταχείας επέλεσης προς ανατροπή και καταστροφή του αντιπάλου.
Τα μακρά δόρατα των Ελλήνων αρματιστών όμως σίγουρα θα τους προβλημάτιζαν. Απέναντι στα συριακά άρματα, οι πολεμιστές των οποίων ήταν κυρίως οπλισμένοι με τόξα, οι Έλληνες πλησίαζαν ταχύτατα, ώστε να έχουν τις μικρότερες δυνατές απώλειες από τα εχθρικά βλήματα και πολεμούσαν εκ του σύνεγγυς, αξιοποιώντας έτσι την υπεροχή τους σε αγχέμαχα όπλα.
Δίκαια λοιπόν κάποιοι ερευνητές ονόμασαν τους Αχαιούς αρματιστές ιππότες (η λέξη δεν απέχει φωνητικά πολύ από την σε χρήση τότε λέξη Επέτης). Όπως και οι Εταίροι του Αλεξάνδρου και των Διαδόχων έτσι και οι Μυκηναίοι ιππότες επέλαυναν ορμητικά, αλλά όχι ασύντακτα κατά του εχθρού, με σκοπό να τον διασπάσουν με το βάρος και την ορμή τους.
Είναι επίσης πολύ πιθανό οι ελαφροί πεζοί ακοντιστές, όπως αυτοί που εικονίζονται στις τοιχογραφίες της Πύλου, να αποτελούσαν ειδικό τμήμα πεζικού, το οποίο θα είχε ως αποστολή την άμεση υποστήριξη και κάλυψη των αρμάτων. Παρόμοια τμήματα πεζικού – «δρομείς των αρμάτων» – γνωρίζουμε ότι διέθετε ο Αιγυπτιακός Στρατός, στην περίοδο του Νέου Βασιλείου και τον ίδιο ρόλο εξυπηρετούσε κατά περίπτωση και το τρίτο μέλος πληρώματος των αρμάτων των Χετταίων.
Αλλά και οι ελληνικοί στρατοί της κλασικής εποχής είχαν αναπτύξει ειδικά τμήματα ελαφρών πεζών, τους Άμιππους, τα οποία συνεργάζονταν άμεσα με το φίλιο ιππικό. Η πρακτική δεν ήταν λοιπόν άγνωστη και φυσικά διατηρήθηκε και αργότερα, ως τις μέρες μας (έφιππο πεζικό, δραγώνοι, μηχανοκίνητο πεζικό, τεθωρακισμένο πεζικό).
Μόνο στην ύστερη μυκηναϊκή περίοδο τα άρματα γίνονται ελαφρύτερα και χάνουν τον ρόλο τους ως όπλο κρούσης. Ο πολεμιστής του άρματος είναι πλέον εξοπλισμένος με ακόντια, με τα οποία πλήττει από απόσταση τους αντιπάλους, ενώ συχνά εγκαταλείπει το άρμα και πεζομαχεί.
Στην περίοδο αυτή φέρει ελαφρύτερο θώρακα παρόμοιο με τον κωδονόσχημο των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων και ασπίδα. Τα άρματα δεν επέλαυναν κατά συντεταγμένου πεζικού, παρά μόνο αν αυτό έδειχνε σημεία κάμψης του ηθικού του.
Της ενέργειας των αρμάτων προηγείται τώρα αγώνας φθοράς του φίλιου πεζικού. Την περίοδο αυτή όμως, ίσως και νωρίτερα, άρχισε να αναπτύσσεται και το ελληνικό ιππικό, όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Η εν λόγω τακτική χρήση των αρμάτων διατηρήθηκε σχεδόν μέχρι τον 7ο αι. π.Χ.