Όταν το 1998 ο Rudy Kurniawan έφθανε στην Αμερική για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, κανείς δεν φανταζόταν ότι το παγκόσμιο κρασί θα αποκτούσε την πιο πικάντικη ιστορία του, που πάντα θα παραμένει το ίδιο γοητευτική και ματαιόδοξη.
Με το πολιτικό άσυλο, το οποίο αιτήθηκε, να απορρίπτεται το 2003, ο κινεζικής καταγωγής αλλά γεννημένος στην Τζακάρτα Kurniawan, αποφάσισε να διαμείνει παράνομα στις ΗΠΑ, έχοντας ήδη μυηθεί στα μυστικά και τη γοητεία των μυθικών κρασιών του κόσμου.
Ο μαγικός κόσμος που του ανοίχτηκε όταν δοκίμασε μία φιάλη του περίφημου Καλιφορνέζικου Opus One σε ένα εστιατόριο, μετατράπηκε σύντομα σε ένα πάθος αγοραπωλησίας σπουδαίων και πανάκριβων ετικετών από τους σπουδαιότερους παραγωγούς κρασιών του Μπορντό και της Βουργουνδίας, δηλαδή του κόσμου!
Ένα πάθος ακριβό, που κανείς μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να ανακαλύψει πώς χρηματοδοτήθηκε αρχικά, αλλά που με ακρίβεια απαιτούσε γύρω στο $1 εκατομμύριο τον μήνα για αγορές σπάνιων, μυθικών και ιδιαίτερα παλιών κρασιών!
Μην νομίζετε όμως ότι ο Mr Conti -παρατσούκλι που απέκτησε λόγω της αγάπης του για το ακριβότερο κρασί του κόσμου Romanee Conti- μόνο έβαζε. Αντιθέτως ακόμα περισσότερα έβγαζε, αφού γρήγορα απέκτησε τη φήμη του μεγαλύτερου συλλέκτη του κόσμου και έγινε το αγαπημένο παιδί όλων των πλουσίων και ισχυρών της Αμερικής, που συνέρρεαν στα δείπνα και τις γευσιγνωσίες που διοργάνωνε, απολαμβάνοντας -έναντι πανάκριβου αντιτίμου- κρασιά μοναδικής σπανιότητας και αξίας.
Οσο τίμιες βέβαια κι αν είναι οι προθέσεις ενός οινόφιλου -και είναι καθολικά παραδεκτό ότι ένας τέτοιος ήταν ο Kurniawan- οι πηγές των παλιών κρασιών γρήγορα στερεύουν. Το ίδιο όμως και το ντεπόζιτο της Lamborghini, το ταμείο για την ανακαίνιση της νέας έπαυλης στο Μπελ Αιρ, αλλά και η αποδοχή από την υψηλή κοινωνία ενός ανθρώπου-μυστήριο που έμενε με τη μητέρα του σε ένα σπίτι που κανένας δεν είχε δει και η οποία βασιζόταν αποκλειστικά και μόνο στις οινικές του ικανότητες.
Ικανότητες πάντως που ήταν τεράστιες, αφού ο δαιμόνιος Ινδονήσιος ήταν ένας τρομακτικά ικανός δοκιμαστής, αλλά και μια τράπεζα μνήμης γεύσεων και αρωμάτων. Έτσι ο πειρασμός της δημιουργίας πλαστών κρασιών δεν άργησε να έρθει κι εδώ είναι που το πλέον γοητευτικό κομμάτι της ιστορίας αρχίζει να ξεδιπλώνεται, αφού ο Kurniawan δεν έβαζε απλώς ένα φθηνό κρασί μέσα σε ένα μπουκάλι ακριβού, αλλά έφτιαχνε τα δικά του blend, που τις περισσότερες φορές ελάχιστα διέφεραν από το πρωτότυπο.
ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΑΛΛΑ VIRAL ΘΕΜΑΤΑ ΕΔΩ
Έτσι όταν ήθελε να “πλαστογραφήσει” ένα σπουδαίο Clos St Denis του 1957, έβρισκε ένα κρασί υποδεέστερου παραγωγού από την ίδια χρονιά και το ίδιο αμπελοτόπι -το οποίο μπορεί και να κόστιζε εκατοντάδες ευρώ- και το αναμείγνυε με ένα κορυφαίο αμερικάνικο νεότερο Pinot Noir ή δημιουργούσε ένα παλαιό Cheval Blanc, μπλεντάροντας έναν υποδεέστερο πύργο του St. Emilion με ένα πυκνό δυνατό Καλιφορνέζικο Cabernet Sauvignon ή Merlot!
Η αρτιότητα των παραχαράξεών του δεν σταματούσε στην… παραγωγή περιεχομένου, αφού οι φιάλες των γνήσιων πανάκριβων κρασιών που ανοίγονταν στα εστιατόρια τα οποία φιλοξενούσαν τις εκδηλώσεις του επιστρέφονταν για ένα υποτιθέμενο μουσείο φιαλών που ετοίμαζε. Και μάλιστα κλεισμένα με φελλούς, προκειμένου να μην χαθεί το ίζημα που θα αποτελούσε πειστήριο αληθοφάνειας για το fake κρασί που θα έμπαινε μέσα!
Ακόμα και σπουδαίοι παραγωγοί συχνά έπεφταν θύμα του Rudi, αφού ποτέ δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν κάτι μεμπτό στα κρασιά του, παρόλο που συμμετείχαν συχνά-πυκνά σε γευσιγνωσίες του. Κάτι βέβαια που δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση, αφού εκτός από την οργανοληπτική αρτιότητα των φιαλών-μαϊμού, δεν ήταν και πολύ πιθανό πολλοί εξ αυτών να είχαν δοκιμάσει τόσο παλιές εσοδείες ακόμα και των ίδιων τους των κρασιών.
Καθ’ όλη την πρώτη δεκαετία του millennium οι δημοπρασίες κρασιών από το κελάρι του έσπαγαν κάθε ρεκόρ τζίρου, με πλέον αξέχαστες να είναι αυτές του οίκου Acker Merrall & Condit το 2006, του οποίου τα δύο sessions έκλεισαν στα $35 εκατομμύρια. Όμως η μέθη της καταξίωσης και η ματαιοδοξία οδηγεί σε ατοπήματα και πολλά τέτοια υπήρξαν στην καριέρα του Kurniawan.
Όπως η παρουσίαση 8 magnum φιαλών του Chateau Lafleur 1947, τη στιγμή που ο πανάκριβος οίκος του Pomerol είχε κυκλοφορήσει μόλις 5 εκείνη την χρονιά, την εμφάνιση ετικετών με ορθογραφικά λάθη στην αναγραφή τού Αμερικάνου διανομέα, αλλά και φιαλών από εσοδείες που τα εν λόγω κρασιά δεν είχε καν παραχθεί!
Εδώ θα σκεφτεί κανείς ότι οι παραπάνω μαϊμουδιές “βγάζουν μάτι” για να μένουν ατιμώρητες, όμως η πραγματικότητα είναι ότι τα λεφτά ήταν πολλά και κανένας δεν είχε λόγο να αποκαλύψει το σκάνδαλο.
Οι οίκοι δημοπρασιών έβγαζαν εκατομμύρια και οι επενδυτές κρασιού δεν ήθελαν αναταράξεις στο “χρηματιστήριό” τους.
Οι τελικοί καταναλωτές λιγότερο ενδιαφέρονταν για την πραγματική γεύση του κρασιού και περισσότερο για την αναγνώριση σε κύκλους εγωπαθών αρσενικών, όπου ίσχυε το “όσο παλαιότερο και ακριβότερο τόσο το καλύτερο”, αλλά και οι ίδιοι οι παραγωγοί που έτριβαν τα χέρια τους γιατί κάθε ρεκόρ μιας παλαιάς εσοδείας τους με βεβαιότητα ανέβαζε την τιμή της τρέχουσας.
Όλοι ευχαριστημένοι λοιπόν;
Σχεδόν όλοι, αλλά σίγουρα όχι ο Laurent Ponson που έλαβε εν έτη 2008 ένα email από έναν υποψήφιο πλειοδότη για ένα lot που περιλάμβανε πολλές χρονιές της περιόδου 1945-1971 του δικού του Clos St. Denis.
Μόνο που η εν λόγω ετικέτα άρχισε να παράγεται το 1982, γεγονός που οδήγησε τον παραγωγό να καβαλήσει το αεροπλάνο και να βρεθεί φάντης-μπαστούνι στη συγκεκριμένη δημοπρασία, με τα υποτιθέμενα κρασιά του να αποσύρονται αιφνιδίως άμα τη εμφανίσει του!
Λίγο μετά την αρχή της έρευνας από το FBI, ξεκινά και μια ιδιωτική έρευνα από τον μεγαλοτραπεζίτη Bill Koch, που είχε σπαταλήσει $4 εκατομμύρια προκειμένου να εντάξει κάποια από τα κρασιά του Kurniawan στην 43.000 φιαλών συλλογή του, την πολυτιμότερη της Αμερικής.
Το 2012 η έφοδος στο σπίτι του Ινδονήσιου στην Arcadia αποκάλυψε το εργαστήριό του και οδήγησε στην 10ετή κάθειρξή του που έλαβε χώρα το 2013 και ήταν η πρώτη καταδίκη για νοθεία κρασιού στις ΗΠΑ. Αν και αφορούσε υποθέσεις που μόλις ξεπερνούσαν το $1 εκατομμύριο εικάζεται ότι τo συνολικό ποσό της απάτης του είναι τουλάχιστον 10πλάσιο.
Μετά την αποφυλάκισή του το 2020, ακολούθησε η άμεση απέλασή του, με τα ίχνη του να έχουν χαθεί έκτοτε, χωρίς πάντως να έχει αποκλειστεί ότι συνεχίζει τη δραστηριότητα του κάπου στη Νοτιοανατολική Ασία.
Υποθέτω ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς την Τζακάρτα ούτε θα ταξίδεψε πρώτη θέση, ούτε θα απόλαυσε κάποιο από τα αγαπημένα του Grand Cru της Βουργουνδίας.
Όμως είμαι σίγουρος ότι πολλοί ζάπλουτοι θα φέρνουν για δεκαετίες τις απίστευτες αναμείξεις του στα κρυστάλλινα ποτήρια τους, αφού υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 10.000 fake φιάλες του είναι εκεί έξω, ικανοποιώντας τη ματαιοδοξία για επίδειξη των παλαιότερων και ακριβότερων κρασιών στον πλανήτη Γη…